«Έπειτα από τρία μνημόνια ξέρουν ο μέσος Έλληνας και ο μέσος πολιτικός ποιο είναι το πρόβλημα; Γιατί η χώρα βούλιαξε;», αναρωτιέται ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, ενώ περιγράφει τις συνθήκες που επικράτησαν τα χρόνια που βρέθηκε στην κεντρική τράπεζα.
Ο κ. Προβόπουλος τονίζει πως όλοι είχαν ενημερωθεί για το έλλειμμα. «Όλοι ενημερώθηκαν. Αλλά εγώ θέλω να το ρωτήσω το εξής –που είναι και το παράπονό μου, επειδή δεν το ρωτάει κανείς. Στην Ελλάδα ποιος ξέρει το έλλειμμα; Μόνο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος; Είναι αστείο να το λέμε αυτό. Το έλλειμμα το ξέρει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους – τριακόσιοι άνθρωποι. Η στατιστική αρχή – άλλοι διακόσιοι. Η ΤτΕ, το ένα κομμάτι το ταμειακό – άλλα πενήντα στελέχη. Και ρωτώ εγώ: Στην ομάδα του Παπανδρέου ήταν τότε πρόσωπα με μεγάλη πείρα στα υπουργεία και στις τράπεζες. Αυτοί δεν ήξεραν πού πήγαινε το έλλειμμα; Κι αν δεν ήξεραν, πώς ο Παπανδρέου μιλούσε τότε ως αντιπολίτευση για εκτροχιασμό; Από πού το έβγαζε; Κι αφού μιλούσε για εκτροχιασμό, όλοι αυτοί οι άνθρωποι συμβούλευσαν τον Παπανδρέου να κάνει τελικά ένα πρόγραμμα λάθος, με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική; Είναι δυνατόν να λένε ότι μόνο ένας άνθρωπος στην Ελλάδα κατέχει την αλήθεια για το έλλειμμα;»
Αναφορικά με τις συναντήσεις που είχε, αποκαλύπτει πως στο πρώτο επτάμηνο του 2009 είχε διαδοχικές κατ' ιδίαν επαφές με ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που τότε προέβαλλε ως βέβαιος νικητής των επόμενων εκλογών. «Είχα καλέσει σε γεύματα στην ΤτΕ κορυφαία στελέχη του κόμματος. Θυμάμαι σε όλες αυτές τις συζητήσεις, όταν εγώ περιέγραφα τον κίνδυνο να χτυπήσουμε στα βράχια, κανείς δεν το πίστευε. Τους πήρε πολύ καιρό να καταλάβουν», λέει.
Ο ίδιος θεωρεί ως επίτευγμα της θητείας του ότι διατηρήθηκε μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. «Κλείσαμε συνολικά 19 τράπεζες. Και δεν άνοιξε μύτη. Οι καταθέτες δεν έχασαν χρήματα. Τα ομόλογα κουρεύτηκαν. Οι μετοχές έχασαν το 95% της αξίας τους. Τα ακίνητα είναι κάτω 55% με 60%. Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που δεν έχασε τίποτε, ήταν οι καταθέσεις».