Γιατί η μάχη κατά του δολαρίου δεν είναι εύκολη υπόθεση
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί η μάχη κατά του δολαρίου δεν είναι εύκολη υπόθεση

Ο αρχικός ενθουσιασμός του αντιδολαριακού μπλοκ που έχει συγκροτηθεί από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τον πυρήνα των υπόλοιπων χωρών των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Νότια Αφρική) δείχνει να αποθερμαίνεται. Ο διακαής πόθος του Πεκίνου για την αντικατάσταση του αμερικανικού δολαρίου από το γουάν, που έχει βρει αρκετούς θιασώτες, αντιμετωπίζει τις πρώτες δυσκολίες του.

Στόχος της Κίνας είναι η κατάκτηση της κυρίαρχης θέσης στον πλανήτη τόσο σε τεχνολογικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Για το πρώτο, δηλαδή το τεχνολογικό επίπεδο απαιτείται, η πρωτοπορία στην παραγωγή ημιαγωγών και επεξεργαστών. Για το δεύτερο, δηλαδή το οικονομικό επίπεδο, απαιτείται η αντικατάσταση του δολαρίου από το γουάν, αφ’ ενός ως αποθεματικού νομίσματος και αφ’ ετέρου ως νομίσματος εκκαθάρισης των εμπορικών συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στόχος κάποιων χωρών που παρακολουθούν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία είναι η αποφυγή πιθανών κυρώσεων από την πλευρά των Δυτικών χωρών και κυρίως των ΗΠΑ. Κυρώσεις που είναι αποτελεσματικές μόνο όταν υπάρχει ο παράγων «δολάριο» με οποιοδήποτε τρόπο μέσα στις υπό έλεγχο οικονομικές δραστηριότητες.

Το παράδειγμα της Ρωσίας και των οικονομικών προβλημάτων που της προκάλεσαν οι οικονομικές κυρώσεις, ώθησε αρκετές χώρες στην υποστήριξη της χρήσης των δικών τους νομισμάτων στις διακρατικές συναλλαγές τους. Έτσι βλέπουμε για παράδειγμα, οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα σε Ρωσία και Ινδία να εκκαθαρίζονται σε ρουπίες και ρούβλια και τις συναλλαγές Ρωσίας – Κίνας να πληρώνονται σε ρούβλια και γουάν. 

Τέλος, στόχος άλλων χωρών όπως είναι η Βραζιλία και η Αργεντινή που δηλώνουν πρωτεργάτες στον «πόλεμο κατά του δολαρίου», δεν είναι τόσο η χρήση των δικών τους ευάλωτων στον πληθωρισμό νομισμάτων, για τις διεθνείς πληρωμές, αλλά η προσφυγή τους στον κινεζικό δανεισμό. Δηλαδή τόσο η Βραζιλία, όσο και η Αργεντινή, στρέφονται προς το Πεκίνο περισσότερο για την οικονομική τους στήριξη μέσω δανείων, παρά για την εναλλακτική χρήση του γουάν ως κυρίαρχου νομίσματος. Άλλωστε όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες «beggars can’t be choosers»,  δηλαδή οι επαίτες δεν μπορούν να επιλέξουν. 

Όμως το Πεκίνο αντιμετωπίζει με σχετική δυσανεξία την προοπτική δανεισμού αδύναμων οικονομιών που φλερτάρουν συχνά με την πτώχευση. Αφού ήδη βρίσκεται σε κίνδυνο από την έκθεση του σε δανειοδοτήσεις χωρών που συμμετέχουν στο Νέο Δρόμο του Μεταξιού, γνωστότερο σαν Belt and Road Initiative, στον οποίο συμμετέχουν πολλές χώρες από την Υποσαχάρια Αφρική και την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία. Δανειοδοτήσεις που είναι αμφίβολο αν θα καταφέρουν  εξυπηρετηθούν.

Επομένως, στο γκρουπ των χωρών που επιδιώκουν την αποδολαριοποίηση, συμμετέχουν χώρες με εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες, προοπτικές και επιδιώξεις. Χώρες που δεν διαθέτουν την ελάχιστη πολιτική, πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική συνοχή, αντίθετα με το παράδειγμα των χωρών της Δύσης, με καλύτερο αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Διότι δεν υπάρχει μεταξύ τους κανένας συνδετικός ιστός και καμιά ευρύτερη δομημένη συμφωνία πάνω στην οποία να μπορεί να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο του κοινού νομίσματος, που όπως επιθυμεί το Πεκίνο θα είναι το κινεζικό γουάν. Ούτε ως μέσου πληρωμής εμπορικών συναλλαγών, κάτι που απαιτεί να έχουν προηγηθεί σημαντικά νομισματικά swaps, αλλά ούτε και ως αποθεματικού μέσου, αφού το γουάν αποτελεί μόλις το 2,7% της συνολικής αξίας των αποθεματικών νομισμάτων.  

Όπου εδώ κυριαρχεί το αμερικανικό δολάριο με 60%, συνοδευόμενο από το ευρώ με ποσοστό 20% και το γιεν και την στερλίνα που κυμαίνονται πέριξ του 5%. Άλλωστε πώς είναι δυνατόν να αποκτήσουν αποθεματική αξία, νομίσματα χωρών των οποίων οι οικονομίες βρίσκονται λίγο ή πολύ σε ένα καθεστώς ιδιότυπων περιορισμών, παρόμοιων με τα capital controls που είχαμε γνωρίσει κι εμείς το 2015, επί κυβέρνησης Τσίπρα - Καμμένου.