Γιατί δεν έρχονται οι «ποιοτικοί» επενδυτές;

Γιατί δεν έρχονται οι «ποιοτικοί» επενδυτές;

Του Γιώργου Φιντικάκη

Οι σοβαροί επενδυτές δεν αναλαμβάνουν ακόμη το ρίσκο που έχει η χώρα. Αυτό δείχνει η κατανομή των κεφαλαίων που άντλησε η ελληνική Δημοκρατία από την έκδοση του πενταετούς ομολόγου.

Όχι μόνο ήταν ακριβό το επιτόκιο, όχι μόνο το spread ήταν υψηλότερο του 2014, αλλά και αυτοί που μας δάνεισαν τα 3 δισ. ευρώ ήταν κυρίως κερδοσκοπικά κεφάλαια, και όχι «ποιοτικοί επενδυτές», όπως επιχείρησε να παρουσιάσει προχθές ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Το δείχνει η κατανομή των κεφαλαίων που άντλησε από την έκδοση του πενταετούς ομολόγου η χώρα, είτε πρόκειται για «παλιό χρήμα» (κάτοχοι των τίτλων του 2014), είτε για «καινούργιο». Εν προκειμένω, μόλις το 30,2% από τα 3 δισ. ευρώ της έκδοσης κατέληξε σε χέρια παραδοσιακών μακροπρόθεσμων επενδυτών, δηλαδή διαχειριστών αμοιβαίων κεφαλαίων (για λογαριασμό συνταξιοδοτικών ταμείων, κ.ο.κ.). Ήτοι μόλις 906 εκατ. ευρώ!

Όλο το υπόλοιπο ποσό, δηλαδή και τα 2,09 δισ. ευρώ ήταν αγορές από hedge funds και κυρίως υποχρεωτική ανακύκλωση από τις ελληνικές τράπεζες. Δηλαδή, οι «ποιοτικοί» επενδυτές σαν εκείνους που οραματίζεται να προσελκύσει η κυβέρνηση, προσέφεραν κάτω του 1 δισ. Oι τράπεζες αγόρασαν το 45% του συνόλου, δηλαδή 1,35 δισ. ευρώ, και τα hedge funds το 19,7% (591 εκατ. ευρώ).

Tο πραγματικό χρώμα του χρήματος

Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, ακόμη και για μια μικρή έκδοση σαν αυτήν. Έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας μέχρι να μας εμπιστευτούν τα σοβαρότερα και πιο μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια μεγάλου βεληνεκούς. Εκτός των εγχώριων τραπεζών, η Ελλάδα έλκει προς το παρόν βραχυπρόθεσμους επενδυτές και hedge funds από το είδος εκείνο των κερδοσκόπων που κάποτε η κυβέρνηση διατείνονταν ότι δεν επιθυμεί να εμπιστευτεί πάνω τους την προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας. Προφανώς αν η κυβέρνηση θέλει να παίξει δυνατά τους επόμενους μήνες το δικό της success story, θα πρέπει όχι μόνο να καλοδεχτεί τους πρόθυμους κερδοσκόπους, αλλά και να τους στρώσει και χαλί, γιατί αυτοί είναι και οι μόνοι που ασχολούνται προς το παρόν με την Ελλάδα.

Αν όμως βασιστεί μόνο σε αυτούς δεν πρόκειται η χώρα να δει το πραγματικό χρώμα του χρήματος. Εκείνα δηλαδή τα 100 δισ. ευρώ που πρέπει σύμφωνα με αρκετές αναλύσεις να προσελκύσουμε μέχρι το 2022, προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες της κρίσης.

Είναι σαφές, ότι αυτό το ποσό μπορεί να καλυφθεί μόνο μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Για να υπάρξει όμως μια επελαύνουσα επενδυτική Άνοιξη στην πραγματική οικονομία με επενδύσεις στην παραγωγή και δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας, θα πρέπει – όπως σημειώνει και η χθεσινή έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής- να αρθούν παράγοντες που αποτελούν τροχοπέδη, όπως:

- Η φορολογική πολιτική (υψηλή φορολογία, συχνές αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς) που εφαρμόζεται και αποτελεί αντικίνητρο για επενδύσεις.

- Η άρση της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια (μείωση ρευστότητας, δανειοδοτήσεων, καθυστερήσεις στις επιστροφές ΦΠΑ, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων) η οποία προκαλεί πολύ σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία των επιχειρήσεων, κάτι που προφανώς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική οικονομία καθώς και τις προοπτικές για έξοδο από την κρίση.

- Η βελτίωση της λειτουργίας της Δημόσιας διοίκησης.

- Η ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης.

Αν θέλουμε όμως να βλέπουμε έναν σχετικά αξιόπιστο δείκτη για το πού πηγαίνει το πράγμα, ας κοιτάξουμε τις ροές του χρήματος από το εξωτερικό. Φέτος αναμένεται να μπουν κεφάλαια 2 δισ ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις. Και σίγουρα οι «εμβληματικές» αποκρατικοποιήσεις (των περιφερειακών αεροδρομίων από τη Fraport, του Ελληνικού από το σχήμα της Lamda, του ΟΛΠ από την Cosco) θα δημιουργήσουν μελλοντικά σημαντική υπεραξία σε όρους πραγματικών επενδύσεων. Δεν αρκούν όμως μόνο αυτές.

Για να επενδύσει όμως κάποιος στην παραγωγή λαμβάνει υπόψη το παγκοσμιοποιημένο και ιδιαίτερα δυναμικό οικονομικό περιβάλλον όπου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες.

Η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει «ανταγωνισμό» - αναφορικά με την προσέλκυση επενδύσεων αλλά και την φυγή ανθρώπινου δυναμικού – από άλλες χώρες, σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο. Σε πολλές περιπτώσεις οι χώρες αυτές έχουν ήδη εγκαθιδρύσει ένα ευέλικτο περιβάλλον προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και επομένως αποτελούν πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η χώρα πρέπει να καλύψει το χαμένο έδαφος και να εκμεταλλευτεί το «παράθυρο ευκαιρίας» (window of opportunity) για συγκεκριμένους παραγωγικούς κλάδους, όσο ακόμα αυτό παραμένει «ανοικτό».

Προς το παρόν οι «ποιοτικοί επενδυτές» δεν έχουν ακόμη κίνητρο να εκτεθούν σε μια οικονομία που φορολογεί υπερβολικά την παραγωγή, που δεν έχει ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις και αποδοτική δημόσια διοίκηση.

Είναι σε θέση η κυβέρνηση να ανατρέψει αυτό το σκηνικό; Ή να το πούμε διαφορετικά. Είναι η χώρα προετοιμασμένη να υποβληθεί στην «πειθαρχία» των αγορών για την δημοσιονομική πολιτική της; Έτσι, ώστε να πείσει «ποιοτικούς επενδυτές» σαν εκείνους που η κυβέρνηση οραματίζεται ότι μπορεί να προσελκύσει μέσα από συμπράξεις με δημόσιες επιχειρήσεις και πενιχρά αναπτυξιακά κίνητρα για άμεσες επενδύσεις;