Εξωστρέφεια και διπλασιασμός παραγωγής, κλειδιά για την Ιχθυοκαλλιέργεια

Εξωστρέφεια και διπλασιασμός παραγωγής, κλειδιά για την Ιχθυοκαλλιέργεια

Της Αντιόπης Σχοινά

Διπλασιασμό παραγωγής σε βάθος δεκαπενταετίας, έμφαση στην εξωστρέφεια αλλά και απώθηση της ολομέτωπης επίθεσης της Τουρκίας χρειάζεται ο κλάδος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας για να διατηρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία του και να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ).

Ειδικότερα, ο ΣΕΘ, στην πρώτη ολοκληρωμένη έκθεση για την υδατοκαλλιέργεια, αναλύει τους όρους και τις προϋποθέσεις για να διατηρήσει η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της και ταυτόχρονα να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση, ενώ επιχειρεί τη χαρτογράφηση τόσο της ελληνικής όσο και της μεσογειακής και παγκόσμιας υδατοκαλλιέργειας.

Με την Τουρκία να πλησιάζει απειλητικά και να εξελίσσεται στο βασικότερο αντίπαλο της Ελλάδας στο κλάδο της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας, οι Έλληνες παραγωγοί, σύμφωνα με τον ΣΕΘ, θα πρέπει να διπλασιάσουν την παραγωγής τους μέχρι το 2030, και να την φθάσουν σχεδόν στους 235.000 τόνους, οι οποίοι σε αξία θα αντιστοιχούν σε 1,2 δισ. ευρώ.

Επιπλέον, θα πρέπει να ενισχύσουν περισσότερο την εξωστρέφεια τους (στο 85% - 90%), ανεβάζοντας τις εξαγωγές τους στους 200.000 τόνους. Όλα αυτά εκτιμάται ότι μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία έως και 3.000 νέων θέσεων εργασίας.

Η πορεία στις βασικές αγορές

Να σημειωθεί ότι στην αγορά της Γαλλίας, που αποτελεί την 3η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, αφού απορροφά λίγο πάνω από το 7% της ελληνικής παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 9,6% των συνολικών εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού το 2014 εισήχθησαν συνολικά 13.592 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού, εκ των οποίων οι 8.334 τόνοι, δηλαδή το 61%, προήλθαν από την Ελλάδα. Λαμβάνοντας υπόψη και την ιδιοπαραγωγή της Γαλλίας, η Ελλάδα το 2014 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 54% των συνολικών πωλήσεων νωπής τσιπούρας στη Γαλλία.

Ωστόσο, τα πράγματα στην Ιταλία δεν ήταν το ίδιο, καθώς την ώρα που η Τουρκία τριπλασίασε σε 2 χρόνια από το 2012 στο 2014 τις εξαγωγές της προς τη χώρα, η Ελλάδα υπέστη σε σχέση με το 2013 σημαντική μείωση των εξαγωγών κατά 35%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα μειώθηκαν κατά 16%.

Το 2014 εισήχθησαν στην Ιταλία 5.279 τόνοι λαβρακιού, εκ των οποίων οι 2.307 τόνοι, δηλαδή το 44%, προήλθαν από την Ελλάδα.

Η Ισπανία αποτελεί τη 2η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, καθώς απορροφά σχεδόν στο 17% της ελληνικής παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 22% των συνολικών εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2014 εισήχθησαν συνολικά 19.214 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού, εκ των οποίων οι 11.738 τόνοι, δηλαδή το 61%, προήλθαν από την Ελλάδα, καθιστώντας την έτσι κύριο προμηθευτή νωπών ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας (61% επί των εισαγωγών). Το 2014 εισήχθησαν στην Ισπανία 13.935 τόνοι νωπής τσιπούρας, εκ των οποίων οι 9.431 τόνοι, δηλαδή το 80%, προήλθαν από την Ελλάδα.

Σε σχέση με το 2013, παρατηρείται μείωση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 6%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα μειώθηκαν κατά 12%.

Έντονο προβληματισμό προκαλεί η αύξηση των μεριδίων του κύριου ανταγωνιστή της Ελλάδας, της Τουρκίας, σε όλες τις παραδοσιακές και νέες αγορές, καθώς οι κρατικές ενισχύσεις που λαμβάνουν οι Τούρκοι παραγωγοί τους επιτρέπουν να διαθέτουν το προϊόν τους σε πολύ χαμηλότερες τιμές. Η πρακτική αυτή δημιουργεί συνθήκες άνισου ανταγωνισμού έναντι των ευρωπαίων παραγωγών.

Ανταγωνιστικότητα το κλειδί

Απαραίτητη, ωστόσο, προϋπόθεση για να επιτευχθούν οι στόχοι και να υλοποιηθεί το όραμα του Συνδέσμου είναι να δοθεί έμφαση στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου μέσα από τους εξής τομείς:

--- Πρώτον, στη δημιουργία μιας εθνικής στρατηγικής προώθησης με έμφαση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού προϊόντος. Σύμφωνα με τον ΣΕΘ, μέχρι τώρα, δεν έχει γίνει ποτέ μια ολοκληρωμένη εθνική εκστρατεία προώθησης, ενώ οι δράσεις προώθησης που έχουν υλοποιηθεί ήταν είτε σε εταιρικό επίπεδο, είτε μέσω συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων που περιορίζονται σε πολύ συγκεκριμένες δράσεις.

--- Δεύτερον, στην έρευνα και καινοτομία με στόχο αφενός τη μείωση του κόστους παραγωγής των υφιστάμενων ειδών ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικά σε σχέση με τα εισαγόμενα και αφετέρου στη βελτίωση της τεχνογνωσίας στην παραγωγή νέων ειδών.

Αδειοδότηση

Από εκεί και πέρα, αναγκαία θεωρείται η απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών, καθώς το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο που διέπει το καθεστώς ίδρυσης και λειτουργίας των μονάδων είναι πολύπλοκο και γραφειοκρατικό, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ασάφειες και αλληλοεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων μεταξύ των εμπλεκομένων Υπηρεσιών. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από τη Γ.Δ. Αλιείας, ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης των διαδικασιών χορήγησης άδειας κυμαίνεται στους είκοσι πέντε (25) μήνες, ενώ το κόστος των διαδικασιών χορήγησης νέας άδειας υδατοκαλλιέργειας κυμαίνεται έως 25.000 ευρώ. Την περίοδο 2007 έως 2013 κατατέθηκαν συνολικά 72 αιτήματα για χορήγηση νέων αδειών, εκ των οποίων τελικά ικανοποιήθηκε πλήρως το 25% αυτών. Καθοριστική επίσης θεωρείται η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού και ειδικότερα οι διαδικασίες ίδρυσης Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδ/γειών (ΠΟΑΥ), όπως προβλέπεται από το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού για την Αειφόρο Ανάπτυξη των Υδατοκαλλιεργειών (ΕΠΧΣΑΑΥ) από το 2011.

Δυνατά και τρωτά σημεία του κλάδου

Όπως καταγράφεται στη μελέτη, ο κλάδος έχει δυνατά και τρωτά σημεία.

> Στα δυνατά σημεία μετρώνται:

• Τεχνογνωσία και εμπειρία σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας

• Συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας

• Ολοκληρωμένος χωροταξικός σχεδιασμός- διαθεσιμότητα κατάλληλου θαλάσσιου χώρου

• Εφαρμογή αυστηρών όρων προστασίας του περιβάλλοντος

> Στα αδύνατα σημεία του κλάδου λογίζονται η απουσία εθνικής στρατηγικής προώθησης, η έλλειψη ρευστότητας, αύξηση του κόστους παραγωγής και η μικρή διαφοροποίηση προϊόντων (είδη, μορφές).

Από την άλλη, το χρονοβόρο και πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο, η αδυναμία απορρόφησης κονδυλίων του ΕΠΑΛ, ο ανταγωνισμός στη χρήση του αιγιαλού με άλλες δραστηριότητες τα προβλήματα πρόσβασης σε απομακρυσμένες και παραμεθόριες περιοχές αλλά και ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τρίτες χώρες, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες βράδυνσης της ανάπτυξης.