Του Βασίλη Γεώργα
Οι διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση έχουν περάσει τις τελευταίες ώρες σε νέα φάση. Μολονότι οι ενδοκυβερνητικές εκρήξεις των τελευταίων ωρών αποδυνάμωσαν το σενάριο μιας «άτυπης συμφωνίας» πριν φτάσουμε στην Δευτέρα και στην κρίσιμη συνεδρίαση του Δ.Σ του ΔΝΤ, υπάρχουν πλέον σαφείς ενδείξεις πως η κυβέρνηση προτίθεται να εκπληρώσει τους περισσότερους από τους όρους που βάζουν στο τραπέζι οι δανειστές για να στείλουν πίσω στην Αθήνα τα κλιμάκια των αντιπροσώπων τους και να εκκινήσουν ξανά οι τεχνικές διαπραγματεύσεις.
Η υποβάθμιση των προσδοκιών για τα όρια πολιτικής διαπραγμάτευσης από την γερμανίδα Καγκελάριο που για μια ακόμη φορά παρέπεμψε στους «θεσμούς» τις αποφάσεις για το κλείσιμο της αξιολόγησης, φέρνει την κυβέρνηση αντιμέτωπη με τις μονότονα επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις Σόιμπλε για τη «δύσκολη θέση» στην οποία θα βρεθεί η Ελλάδα αν δεν τηρήσει τους όρους της συμφωνίας. Όλοι ξέρουν πλέον καλά πως μεταφράζονται οι «απειλές» του Βερολίνου…
Παρά τις διαψεύσεις, τις ηχηρές διαφωνίες και τις εσωκομματικές τριβές για τον χειρισμό της διαπραγμάτευσης, η κυβέρνηση φέρεται πως έχει ήδη αποδεχθεί την σημαντική μείωση του αφορολόγητου ορίου ώστε να κλείσει από εκεί το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών κενών του 2018 και 2019. Είναι, επίσης, πρόθυμη να κάνει ένα μεγάλο βήμα πίσω στο θέμα της άμεσης επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (μετά το 2018 και βλέπουμε), δεν θα μπορέσει να αποφύγει το πωλητήριο στη ΔΕΗ, και επιπλέον συζητά τον τρόπο με τον οποίο θα ενταχθούν στον «κόφτη δαπανών» οι μελλοντικές περικοπές των συντάξεων μέσω της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν ψηφίδες πάνω σε ένα πρώτο πλαίσιο συμβιβασμού που πλέον έχει περισσότερο νόημα να επιτευχθεί ώστε να ανακοπεί η εντεινόμενη δυναμική ενός πιθανού «ατυχήματος» στην οικονομία και τις τράπεζες, παρά για να ελπίζει κανείς πως την επαύριον μιας συμφωνίας τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο, η κατάσταση θα βελτιωθεί θεαματικά ή ότι η κυβέρνηση θα μπορεί να την υλοποιήσει ομαλά.
Όσο κι αν η διακύβευση βραχυπρόθεσμα είναι να ολοκληρωθεί γρήγορα η αξιολόγηση, πολιτικά η ζημιά έχει γίνει ενώ οικονομικά η καθυστέρηση έχει αρχίσει να δημιουργεί αρνητικές επιπτώσεις υπογείως και ελάχιστοι πιστεύουν πια πως το παιχνίδι μπορεί να γυρίσει και να αποφευχθεί στο τέλος ένα 4ο μνημόνιο.
Σύμφωνα με τις απόψεις αξιωματούχων της ευρωζώνης, το κλειδί για το πόσο γρήγορα θα προχωρήσουν μετά τη Δευτέρα οι συζητήσεις, θα είναι το τελικό ποσό του λογαριασμού που θα χρεωθεί στην Ελλάδα.
Από το πάζλ της αξιολόγησης και της «συμφωνίας-πακέτο» λείπουν ακόμη αρκετά κομμάτια μέχρι την τελική λύση.
Ένα, όμως, είναι το σημαντικότερο και αυτό έχει να κάνει με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Τα μέτρα αυτά εμμέσως συνδέονται με το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που εκτός θετικού απροόπτου θα κλειδώσουν στο 3,5% για τουλάχιστον 3 ή 5 χρόνια, και τελικά με το ύψος των μέτρων που θα πρέπει να πάρει προκαταβολικά η Ελλάδα μέχρι το 2020. Είναι αυτό που βρίσκεται πίσω από την φράση την οποία επικαλείται συστηματικά ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, πως «μερικά πράγματα δεν μπορούν να συμφωνηθούν, αν δεν συμφωνηθούν όλα ως πακέτο».
Η κυβέρνηση διεκδικεί να πάρει από το επόμενο Eurogroup όχι μόνο μια ρητή δέσμευση για τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις μείωσης του χρέους που θα δρομολογηθούν μετά το 2018, αλλά την πλήρη και αναλυτική εξειδίκευση των μέτρων.
Χρειάζεται αυτό το «πιστοποιητικό» αφενός για να το δείξει στην κοινοβουλευτική της ομάδα και τους ψηφοφόρους της, αφετέρου για να το παρουσιάσει και στις αγορές ως αποδεικτικό ότι το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε τροχιά ρύθμισης, και σε κάθε περίπτωση για να το δώσει στην ΕΚΤ ως εισιτήριο ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση.
Δεδομένης της έως τώρα αρνητικής στάσης του Βερολίνου και μιας σειράς ακόμη χωρών που αντιτίθενται στην εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος, δεν υπάρχει ακόμη καμία ένδειξη ότι το αίτημα αυτό θα ικανοποιηθεί, ενώ μόνος ουσιαστικός σύμμαχος που πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση εξακολουθεί να είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και σε δεύτερο πλάνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τη Δευτέρα, στη Σύνοδο του Ταμείου όπου θα συζητηθούν και οι δύο εκθέσεις σχετικά με την Ελλάδα, μπορεί να μην αναμένεται κάποια θεαματική απόφαση, αλλά θα δοθεί ένα καθαρότερο στίγμα για το πώς και σε ποιο χρόνο θα κινηθεί το ΔΝΤ.
Υπό το πρίσμα αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία η συνάντηση μεταξύ του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του Πωλ Τόμσεν με θέμα την Ελλάδα, καθώς τα αποτελέσματα που γεννήθηκαν από αυτή σχετίζονται άμεσα και με τις «παραχωρήσεις» που ζητείται πλέον να κάνει και η ευρωζώνη ώστε το ΔΝΤ να συμμετάσχει με πλήρη χρηματοδότηση στο ελληνικό πρόγραμμα. Ο Πωλ Τόμσεν και η ομάδα του ΔΝΤ θα παραμείνουν στο Βερολίνο όλο το σαββατοκύριακο καθώς οι επαφές θα συνεχιστούν.
Ακόμη και μια λίγο σαφέστερη απόφαση για τις ενέργειες μεσοπρόθεσμης διευθέτησης του χρέους θα είναι καλοδεχούμενη από όλους. Αλλά δεν αλλάζει θεαματικά τα πράγματα, ούτε και μπορεί να εξισορροπήσει ή πόσο μάλλον να επισκιάσει επικοινωνιακά το φορτίο των νέων μέτρων τα οποία οι δανειστές επιμένουν στη θέση ότι πρέπει να ψηφιστούν από τη Βουλή.
Η δρομολόγηση των μέτρων θα είναι άμεση, θα κληθούν να τη σηκώσουν πολιτικά στις πλάτες τους οι βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ που ήδη δυσφορούν, ενώ οι παρεμβάσεις για το χρέος –εάν και εφόσον αποφασιστούν- θα γίνουν αρκετά μετά τις γερμανικές εκλογές και θα είναι συνδεδεμένες με πολύ συγκεκριμένες δεσμεύσεις και προαπαιτούμενα για λογαριασμό των ευρωπαίων που εξ αρχής έχουν στο μυαλό τους μια λύση με διαρκείς επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις στο χρέος τα επόμενα χρόνια.
