Είναι η Ελλάδα η χειρότερη για επενδύσεις «ανεπτυγμένη» χώρα;

Είναι η Ελλάδα η χειρότερη για επενδύσεις «ανεπτυγμένη» χώρα;

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Αν και ο χαρακτηρισμός «ανεπτυγμένη» σηκώνει συζήτηση - καθώς από το 2008 έως το 2015 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά 27% αγγίζοντας το όριο που χωρίζει τις ανεπτυγμένες από τις αναπτυσσόμενες χώρες και τα ποσοστά φτώχειας έχουν εκτιναχθεί - η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της Ευρώπης, και όχι μόνο, σε οτιδήποτε αφορά τις επενδύσεις.

Η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς ταξιδιωτικούς προορισμούς στον κόσμο, έχει πανέμορφα μέρη, ορυκτό πλούτο και τεράστια ιστορία. Έχει επίσης πολύ καλά μυαλά και εξαιρετικούς μάνατζερ, κάτι που παραδέχονται σημαντικοί επενδυτές που διατηρούν παρουσία στη χώρα μας. Είναι, όμως, αυτά αρκετά για να έρθει κάποιος και να ρισκάρει τα χρήματά του;

Κρίνοντας από τα στοιχεία που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, η απάντηση είναι και πάλι «σαφέστατα όχι». Οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν με ταχύτητα χελώνας και το φορολογικό πλαίσιο αλλάζει διαρκώς, η γραφειοκρατία παραμένει, οι ανισότητες διατηρούνται, ενώ σημαντικοί «αστερίσκοι» υφίστανται και για την παιδεία.

Έχουμε και λέμε: η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της Ευρώπης σε ότι αφορά το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ, είναι πίσω από το Μπαγκλαντές, τη Βενεζουέλα και άλλες ούτε καν αναπτυσσόμενες χώρες σε επίπεδο «δίκαιης ανάπτυξης», ενώ οι οίκοι αξιολόγησης προειδοποιούν εδώ και χρόνια τους επενδυτές να μην αγγίζουν τους ελληνικούς τίτλους, έχοντας… κολλήσει μία ετικέτα με την ένδειξη «Προσοχή Σκουπίδια».

Στον πάτο της Ευρώπης και με διαφορά

Οκτώ ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον πανευρωπαϊκό μέσο όρο βρίσκεται το μερίδιο των επενδύσεων στη σύνθεση του ΑΕΠ της Ελλάδας. Στο 19,5% ο μέσος όρος της Ε.Ε. των 28 χωρών, στο 19,7% ο μέσος όρος σε επίπεδο Ευρωζώνης και στο πενιχρό 11,5% το ποσοστό στη χώρα μας.

Σύμφωνα με την Eurobank, ένα από τα βασικά αποτελέσματα της πρωτόγνωρης για ανεπτυγμένη χώρα κρίσης, ήταν η αλλαγή της σύνθεσης του ΑΕΠ, όπου εκτός από την μείωση του ποσοστού των επενδύσεων σημειώθηκε και αύξηση του ποσοστού της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Μάλιστα, οι αναλυτές της τράπεζας παρομοιάζουν τις μεταβολές στη σύνθεση του ΑΕΠ με αυτές που βίωσε η αμερικανική οικονομία κατά την Μεγάλη Ύφεση της περιόδου 1929-1933. Σημειώνουν δε, ότι η παραμονή του  μεριδίου των ελληνικών επενδύσεων σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο αποτελεί «συνταγή στασιμότητας». «Το φυσικό κεφάλαιο θα συνεχίσει να μειώνεται – απαξιώνεται και οι παραγωγικές δυνατότητες θα συρρικνώνονται. Συνεπώς, η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης».

Σύμφωνα με τα στοιχεία του έτους 2015, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει το υψηλότερο μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης και το χαμηλότερο επένδυσης ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ-28. Σε ότι αφορά την ιδιωτική κατανάλωση, η απόκλιση ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και την ΕΕ-28 είναι στις +13,6 ποσοστιαίες μονάδες (69,9% vs 56,3% ή 54,9% σε όρους Ευρωζώνης). Η αύξηση του μεριδίου της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται στη μείωση του πλούτου των νοικοκυριών.

Πίσω ακόμη και από τη Βενεζουέλα

Είμαστε καλύτεροι από την Τανζανία, την Ουγκάντα και τη Ζιμπάμπουε (όχι κατά πολύ), αλλά καταφέρνουμε να βρισκόμαστε πίσω από τη Βενεζουέλα, το Νεπάλ, το Μπαγκλαντές. Όλα αυτά, στα στοιχεία που συνθέτουν το δείκτη δίκαιης ανάπτυξης, σύμφωνα με έκθεση που παρουσιάστηκε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός.

Η Ελλάδα βρίσκεται στην 29η – και τελευταία - θέση μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών και παράλληλα εμφανίζει τη χειρότερη 5ετή τάση σε επιμέρους στοιχεία. Η σύγκριση με χώρες όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Ελβετία και η Δανία είναι απογοητευτική, όμως αυτό που κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ότι στις περισσότερες μετρήσεις η Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με το γκρουπ των ανεπτυγμένων οικονομιών.

Η βαθμολογία, μάλιστα, είναι χειρότερη ακόμα και από αναπτυσσόμενες οικονομίες. «Αρκετές αναπτυσσόμενες οικονομίες καταφέρνουν να παρουσιάσουν καλύτερη βαθμολογία γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των προσπαθειών για έξοδο από μία βαθιά οικονομική κρίση», αναφέρεται στην έκθεση.

Πιο αναλυτικά, η Ελλάδα βαθμολογείται με 3,68 στο δείκτη δίκαιης ανάπτυξης, όταν η Καμπότζη έχει 3,97, η Βενεζουέλα 4,25, το Μπαγκλαντές 4,03. Στην 5ετία, η Ελλάδα εμφανίζει πτώση του δείκτη σε ποσοστό 7,87% που είναι η πέμπτη χειρότερη επίδοση στον κόσμο πίσω μόνο από τις Ρουάντα (-8,44%), Μαλάουι (-8,49%), Μοζαμβίκη (9,27%) και Ζάμπια (-9,69%).

Τι πρέπει να γίνει; Στην έκθεση τονίζεται η ανάγκη αναμόρφωσης της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης, όχι μόνο ώστε οι νέοι να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για την αγορά εργασίας, αλλά και για να μειωθεί η ανισότητα ευκαιριών που αντιμετωπίζουν όσοι προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.

Για να δοθούν κίνητρα σε εταιρείες να προσφέρουν καλύτερες προοπτικές απασχόλησης θα πρέπει να καταπολεμηθεί η διαφθορά και η γραφειοκρατία, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τη φορολογική βάση και ενισχύοντας τα έσοδα του κράτους, σημειώνεται στην έκθεση.

Ανάπτυξη… χωρίς επενδύσεις βλέπει η S&P

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προβλέψεις της Standard & Poor' s για την ελληνική οικονομία, αλλά και η αναφορά της στο πεδίο των επενδύσεων. Ο οίκος αξιολόγησης επιβεβαίωσε την περασμένη Παρασκευή την αξιολόγηση της Ελλάδας σε «Β-», την οποία είχε αναβαθμίσει τον Ιανουάριο του 2016, εν τω μέσω της πρώτης αξιολόγησης.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η S&P προβλέπει ισχυρή πραγματική ανάπτυξη με ρυθμό 3% την περίοδο 2017-2020, χωρίς ωστόσο επενδύσεις, καθώς τοποθετεί το ποσοστό των επενδύσεων στο 10% του ΑΕΠ το 2017, έναντι περίπου 25% πριν την κρίση.

Ακόμη όμως και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2020 η ελληνική οικονομία θα είναι 15% μικρότερη από το 2008. Η ανάκτηση αυτής της χαμένης αξίας, σύμφωνα με τον οίκο, θα εξαρτηθεί από την ανάκαμψη του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα που αντιμετωπίζει προβλήματα. Η ανάκαμψη των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις επενδύσεις από τη στιγμή που μόνο μέσω βιώσιμων επενδυτικών πλάνων μπορεί να στηριχθεί η ανάπτυξη, να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη και να εξομαλυνθούν οι συνθήκες.