Η υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, Ρέιτσελ Ριβς, αντιμετωπίζει μια κρίσιμη δοκιμασία την Τετάρτη, καθώς ετοιμάζεται να παρουσιάσει έναν προϋπολογισμό που ενδέχεται να περιλαμβάνει δεκάδες δισεκατομμύρια λίρες σε νέες φορολογικές αυξήσεις – έναν χρόνο μετά το μεγαλύτερο πακέτο αυξήσεων από τη δεκαετία του 1990.
Τα νέα μέτρα, που αναμένεται να αποφέρουν μεταξύ 20 και 30 δισ. λιρών, έρχονται εν μέσω πιο αδύναμων οικονομικών προοπτικών και υψηλότερου κόστους δανεισμού, που έχουν περιορίσει τα περιθώρια της κυβέρνησης, σύμφωνα με το Investing.
Η Ριβς δήλωσε ότι λαμβάνει «δίκαιες και αναγκαίες αποφάσεις» για να στηρίξει τη μακροπρόθεσμη υγεία της χώρας και να αναζωογονήσει την ανάπτυξη, αναγνωρίζοντας τη δυσαρέσκεια των πολιτών.
«Ξέρω ότι οι άνθρωποι νιώθουν απογοητευμένοι από τον ρυθμό των αλλαγών ή θυμωμένοι με την αδικία στην οικονομία μας», είπε σε δηλώσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την ομιλία της. «Πρέπει να είμαι ειλικρινής: οι ζημιές από τη λιτότητα, το χαοτικό Brexit και την πανδημία ήταν χειρότερες από όσο νομίζαμε».
Τόνισε ακόμα ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να στηρίξει τα νοικοκυριά με το κόστος ζωής, να μειώσει τις λίστες αναμονής στα νοσοκομεία και να εργαστεί για τη μείωση του δημόσιου χρέους. «Δεν θα επιστρέψω τη Βρετανία στη λιτότητα, ούτε θα χάσω τον έλεγχο των δημοσίων δαπανών με απερίσκεπτο δανεισμό».
Η πίεση προς τη Ριβς έχει ενταθεί μετά το περσινό δημοσιονομικό πακέτο, που περιλάμβανε αυξήσεις φόρων 40 δισ. λιρών και περίπου 70 δισ. λίρες νέων δαπανών για να «επισκευαστούν τα θεμέλια» της οικονομίας.
Ωστόσο, αυτά τα θεμέλια παραμένουν εύθραυστα. Η ανάπτυξη πιθανότατα θα υποχωρήσει στο 1,2% του χρόνου, ο πληθωρισμός παραμένει ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της G7 και η ανεργία -ιδιαίτερα στους νέους- αυξάνεται.
Πολιτικά λάθη έχουν επιδεινώσει την πίεση. Παρότι είχε δεσμευτεί προεκλογικά να μην αυξήσει τους φόρους στα εργαζόμενα νοικοκυριά, η κυβέρνηση κατέφυγε σε στενά και στρεβλωτικά φορολογικά μέτρα που απέφεραν περιορισμένα έσοδα και ενθάρρυναν πλουσιότερους φορολογουμένους να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Η μοναδική ευρύτερη αύξηση -η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης- οδήγησε σε υψηλότερο κόστος προσλήψεων και συνέβαλε στην αδυναμία της αγοράς εργασίας.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση εγκατέλειψε δύο σημαντικές περικοπές δαπανών: τον περιορισμό της χειμερινής επιδότησης καυσίμων για τους συνταξιούχους και τη σκλήρυνση των παροχών πρόνοιας. Και οι δύο στόχευαν στη μείωση των δαπανών, αλλά κατέρρευσαν λόγω σχεδιαστικών αδυναμιών.
Σύμφωνα με το Institute for Fiscal Studies, η υπαναχώρηση από αυτές τις πολιτικές αποτελεί τώρα σημαντική πηγή της αυξημένης μελλοντικής δανειοληψίας.
