Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μετά από έξι χρόνια ύφεσης, εφαρμογής ακραίων φοροεισπρακτικών μέτρων και λειτουργώντας σε περιβάλλον τραπεζικών περιορισμών, η ελληνική οικονομία παθαίνει ασφυξία και μόνο στο άκουσμα των λέξεων «αβεβαιότητα» και «νέοι φόροι».
Αυτό γίνεται αντιληπτό σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικονομίας: από το λιανεμπόριο και τις τράπεζες μέχρι τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η χώρα πλέει, για μία ακόμη φορά, σε... ταραγμένα νερά και πλέον ιδιώτες, τράπεζες και επιχειρήσεις περιμένουν ένα θαύμα.
Ποιο είναι αυτό; Η επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές χωρίς την ταυτόχρονη επιβολή επιπρόσθετων φόρων. Γίνονται, όμως, θαύματα το 2016;
Αναλυτές, ανώτερα τραπεζικά στελέχη και παράγοντες της αγοράς απαντούν πως βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο και προειδοποιούν ότι στην περίπτωση που επαναληφθεί η ακραία κατάσταση του περασμένου καλοκαιριού, οι επιπτώσεις για την οικονομία θα είναι αυτή τη φορά πολύ πιο σοβαρές και πιθανότατα μη αναστρέψιμες. «Δεν θα μπορούν να μετρηθούν σε μερικά δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά θα πλήξουν σε όλα τα επίπεδα την κοινωνία», τονίζουν με νόημα.
Δεν είναι μόνο οι ανησυχίες για την επανάληψη του... περσινού έργου και του αντίκτυπου που θα έχει ενδεχόμενο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων. Είναι και τα περίπου 9 δισ. ευρώ του «λογαριασμού» που προκύπτει από το πακέτο που ετοιμάζει η κυβέρνηση και ενισχύεται με προληπτικά μέτρα. Επιπλέον, η οικονομία «υπολειτουργεί» και οι αντοχές ιδιωτών και επιχειρήσεων έχουν ξεπεράσει τα όριά τους.
Τα σημάδια είναι απογοητευτικά για τη συνέχεια. Η κατάσταση στην αγορά δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας καθώς το πρώτο τρίμηνο του έτους εκτιμάται πως ήταν το χειρότερο της κρίσης σε επίπεδο τζίρου. Αποτέλεσμα είναι να έχει στεγνώσει και η... τελευταία σταγόνα ρευστότητας, την ώρα που οι τράπεζες διατηρούν κλειστές τις στρόφιγγες του δανεισμού. Και πως να τις ανοίξουν όταν δεν έχουν πρόσβαση στο φθηνό χρήμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και βρίσκονται αντιμέτωπες με πάνω από 100 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων;
Οι καταθέσεις μειώνονται κάθε μήνα – στα 2 δισ. ευρώ οι εκροές από την αρχή του έτους - και η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) καθυστερεί από τη στιγμή που δεν έχει οριστικοποιηθεί το πλαίσιο. Και πλέον όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς την επιστροφή των καταθέσεων και τη μείωση των NPLs οι τράπεζες δεν μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά και να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
«Πρέπει κάποια στιγμή η αγορά να πάρει μία ανάσα. Οι τράπεζες έχουμε πολλά ανοιχτά μέτωπα με πρώτο αυτό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όμως αν δεν υπάρξουν θετικές εξελίξεις δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα άλλο εκτός από την επιδείνωση των συνθηκών», δηλώνει στο Liberal.gr διοικητικό στέλεχος τράπεζας. «Βρισκόμαστε σε κομβικό σημείο, αν και θα ήταν προτιμότερο να έχουμε αποφύγει αρκετά λάθη στο παρελθόν», συμπληρώνει.
Το... τέλος της κρίσης
Ήταν πριν από μόλις δώδεκα ημέρες, στις 15 Απριλίου, όταν η ΕΚΤ αποφάσισε να συμπεριλάβει τα ομόλογα εκδόσεως EFSF που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός έσπευσε να χαρακτηρίσει την κίνηση του Μάριο Ντράγκι ως την αρχή του τέλους της κρίσης.
Σήμερα, οι διαπραγματεύσεις έχουν φτάσει σε αδιέξοδο με τον Αλέξη Τσίπρα να ζητάει έκτακτη Σύνοδο Κορυφής και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να προειδοποιεί ότι πρέπει να αποφευχθεί νέα κατάσταση αβεβαιότητας για την Ελλάδα.
Η εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος ξυπνάει μνήμες από το πρώτο εξάμηνο του 2015, όταν η αβεβαιότητα για την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη οδήγησε σε εκροές καταθέσεων ύψους 40 δισ. ευρώ, στο κλείσιμο των τραπεζών, στην επιβολή capital controls και σε όλες τις εξελίξεις που σημάδεψαν το περασμένο έτος.
Η απόφαση της ΕΚΤ για τα ομόλογα του EFSF έδωσε μία ψυχολογική ώθηση, ωστόσο, όπως είχε αναφέρει το liberal.gr, δεν είχε καμία σχέση με την πορεία των διαπραγματεύσεων και την εκ νέου ένταξη των ελληνικών τραπεζών στις πράξεις αναχρηματοδότησης του ευρωσυστήματος.
Στην περίπτωση που βρεθεί κοινό έδαφος και προχωρήσει η αξιολόγηση, τότε η ΕΚΤ είναι έτοιμη να επαναφέρει άμεσα την εξαίρεση για τους ελληνικούς τίτλους και να συμπεριλάβει τις τράπεζες τόσο στις πράξεις χρηματοδότησης με μηδενικό επιτόκιο όσο και στο νέο γύρο χορήγησης δανείων μακροπρόθεσμης διάρκειας (TLTRO). Όπως αναφέρουν σε κάθε ευκαιρία οι τραπεζικές διοικήσεις, η επαναφορά του waiver δεν δίνει λύση στα πάντα, ωστόσο αποτελεί την πρώτη από μία σειρά θετικών εξελίξεων, απαραίτητων για την επιστροφή της οικονομίας σε ανάπτυξη.
Επόμενο θετικό γεγονός θα είναι η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ – αφού βρεθεί λύση για το χρέος – που και πάλι δεν αποτελεί «μαγική συνταγή», βγάζει όμως τη χώρα από την «απομόνωση» και την επαναφέρει σταδιακά στην κανονικότητα.
Για να έχουν, όμως, νόημα όλα αυτά, ο ιδιωτικός τομέας ζητά να βρεθούν λύσεις για την πραγματική ανασυγκρότηση της οικονομίας, λύσεις εκ διαμέτρου αντίθετες με τη... μόνιμη αύξηση των φόρων!