Σαρηγιάννης: Περιμένουν σχεδόν 4.000 κρούσματα ημερησίως στα τέλη του μήνα

Σαρηγιάννης: Περιμένουν σχεδόν 4.000 κρούσματα ημερησίως στα τέλη του μήνα

«Περιμένουμε μια αύξηση στον αριθμό των κρουσμάτων την επόμενη εβδομάδα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πάνω από 4000 κρούσματα ημερησίως, στο τέλος του μήνα. Θα οφείλεται εν μέρει στα σχολεία και στο γεγονός της επιστροφής του αστικού πληθυσμού στις πόλεις ενεργά», εκτίμησε ο ο καθηγητής του Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δημοσθένης Σαρηγιάννης.

Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα ο καθηγητής του ΑΠΘ ανέφερε πως είμαστε σε μια πτωτική πορεία από τις αρχές του Σεπτεμβρίου και σε μια σταθεροποίηση τις τελευταίες 4-5 ημέρες. «Τις τελευταίες δύο, έχουμε αρχίσει μια αυξητική πορεία, αλλά περιμένουμε πιο καθαρή εικόνα από τις 20 του μηνός και μετά, όπου περιμένουμε να δούμε τον πραγματικό αριθμό αναπαραγωγής, πόσους δηλαδή μπορεί να επιμολύνει ένας φορέας, αν ξεπερνά την μονάδα» σημείωσε και πρόσθετε ότι αυτός είναι ο τυπικός ορισμός της αυξητικής πορείας, να είναι πάνω από την μονάδα και φαίνεται πως ανεβαίνει γρήγορα. Σήμερα είναι στο 0,94, χθες ήταν 0,91 και την Τετάρτη ήταν στο 0,88.

Όσο αφορά στον λόγο που δεν επαληθεύτηκαν επακριβώς οι προβλέψεις σε σχέση με τον αριθμό των κρουσμάτων στα τέλη του καλοκαιριού ήταν τα πολλά τεστ εξήγησε ο κ. Σαρηγιάννης.

«Ο μεγάλος αριθμός των τεστ μας δείχνει μεν πολλά κρούσματα αλλά περιορίζει και την διασπορά. Είναι ένας πολύ καλός μηχανισμός για έλεγχο της διασποράς και αποτελεί και την στρατηγική που ακολούθησαν χώρες όπως η Ν. Κορέα, η Ν. Ζηλανδία, η Αυστραλία που είχαν πολύ καλή επίδοση στο ζήτημα της προστασίας της δημόσιας υγείας. Τώρα καταφέρνουμε και το κάνουμε. Έχουμε ένα καλύτερο μείγμα από ποτέ, συνδυάζοντας και αυξημένο αριθμό σελφ τεστ και εργαστηριακών».

Τα μοντέλα δείχνουν ότι χωρίς έναν ικανό ρυθμό εμβολιασμού το φθινόπωρο θα είναι από αβέβαιο έως δύσκολο και το πώς θα εξελιχθεί η αναμενόμενη αύξηση θα εξαρτηθεί από τους εμβολιασμούς. «Εάν φτάσουμε στο 63% του πληθυσμού θα έχουμε μια πιο ήπια διαχείριση του υγειονομικού κινδύνου», εκτίμησε ο κ. Σαρηγιάννης.