Ο «πόλεμος των πάγων» έχει ήδη ξεκινήσει

Ο «πόλεμος των πάγων» έχει ήδη ξεκινήσει

Του Γιώργου Παυλόπουλου

Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αγόρασαν από την τσαρική Ρωσία την Αλάσκα, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, η τότε κυβέρνησή τους δέχθηκε έντονη κριτική, καθώς δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν τα 7,2 εκατομμύρια δολάρια που διατέθηκαν για τον σκοπό αυτό ως υπερβολικό και αδικαιολόγητο ποσό. Στις μέρες μας, βεβαίως, μάλλον δεν υπάρχει κανείς στην Ουάσινγκτον ο οποίος να υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Πολύ περισσότερο δε ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος πρόσφατα προκάλεσε αίσθηση σε ολόκληρο τον πλανήτη με την προσφορά την οποία έκανε προς την κυβέρνηση της Δανίας, προκειμένου να αγοράσει από αυτήν τη Γροιλανδία.
 

Για μια ακόμη φορά, πάντως, εάν αναλογιστούμε και συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς διακυβεύεται στην περιοχή της Αρκτικής, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο Τραμπ δεν έκανε του κεφαλιού του, ούτε πέταξε ένα ακόμη «πυροτέχνημα» για να δημιουργήσει εντυπώσεις ή να... πικάρει κάποιον σύμμαχο της χώρας του. Το επιβεβαιώνουν, εξάλλου, τα λόγια του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, κατά την παρουσία του στη σύνοδο του Αρκτικού Συμβουλίου τον περασμένο Μάιο: «Είναι η ώρα της Αμερικής να δηλώσει παρούσα ως χώρα της Αρκτικής και για το μέλλον της (...) Η Αρκτική βρίσκεται στην πρώτη γραμμή από την άποψη των ευκαιριών και της αφθονίας», είπε ο Μάικ Πομπέο, για να προσθέσει ότι «οι αρκτικές γραμμές ναυσιπλοΐας θα μπορούσαν να γίνουν τα Κανάλια του Σουέζ ή του Παναμά κατά τον 21ο αιώνα». «Η Αρκτική, με άλλα λόγια, είναι πλέον ανοιχτή για μπίζνες», όπως εύστοχα ερμήνευσε το National Geographic τις παραπάνω δηλώσεις, σε πρόσφατη ανάλυσή του για τα τεκταινόμενα στην περιοχή.

Συμμαχία Ρωσίας-Κίνας

Φυσικά, δεν είναι μόνο οι Αμερικανοί που επιδεικνύουν έντονο ενδιαφέρον. Για την ακρίβεια, εάν τουλάχιστον πιστέψουμε όσους επιμένουν σε αυτό (και είναι πολλοί), έρχονται δεύτεροι πίσω από τους Ρώσους και τώρα δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να... πατούν γκάζι για να καλύψουν το προβάδισμα που έχουν πάρει οι μεγάλοι ανταγωνιστές τους στον αγώνα δρόμου σε αυτή τη βόρεια εσχατιά του πλανήτη. Ενα προβάδισμα, μάλιστα, το οποίο η Μόσχα προσπαθεί να κατοχυρώσει όχι μόνο νομικά -μέσω των διεκδικήσεων που προβάλλει επικαλούμενη το διεθνές δίκαιο της Θάλασσας και τα δικαιώματα που (ισχυρίζεται ότι) πηγάζουν από αυτό αναφορικά με την ανακήρυξη ΑΟΖ- αλλά και επικοινωνιακά. Οπως έκανε το 2007, όταν μια ομάδα από βαθυσκάφη, με επικεφαλής τον βετεράνο εξερευνητή Αρτούρ Τσιλινγκαρόφ, «φύτεψε» μια ρωσική σημαία (κατασκευασμένη από τιτάνιο) στον βυθό της θάλασσας της Αρκτικής, κάτω από εκατομμύρια τόνους πάγου που σήμερα την καλύπτουν.

Είναι ξεκάθαρο άλλωστε -καθώς οι επιστήμονες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας περί αυτού και οι κυβερνήσεις κάνουν ελάχιστα για να αντιμετωπίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη- ότι σε μερικές δεκαετίες οι πάγοι θα κοντεύουν να εξαφανιστούν. Για του λόγου το αληθές, οι πιο πολλές αναλύσεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι κάποιο καλοκαίρι πριν από το 2050, η Αρκτική θα βρεθεί «ελεύθερη» από πάγους. Κι αυτό είναι κάτι που σημαίνει πολλά, τόσο για το εμπόριο και τη ναυτιλία όσο και για τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των τεράστιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που εκτιμάται ότι είναι κρυμμένα καλά, εδώ και αιώνες, κάτω από τους πάγους.

Δεν συνιστά, λοιπόν, έκπληξη η ανησυχία που προκάλεσε στα επιτελεία της Ουάσινγκτον και των υπόλοιπων πρωτευουσών των χωρών της Αρκτικής η είδηση ότι στα μέσα Δεκεμβρίου ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι δοκιμές του πιο μεγάλου και ισχυρού ρωσικού παγοθραυστικού, του πυρηνοκίνητου «Arktika», το οποίο έχει μήκος 173 μέτρα και προορίζεται να μεταφέρει υγροποιημένο φυσικό αέριο μέσα από τους πάγους. Αναμένεται δε να ξεκινήσει τα δρομολόγιά του προς την Κίνα και άλλες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας τον ερχόμενο Μάιο - για να ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια τουλάχιστον δύο ακόμη πλοία της ίδιας κλάσης που είναι υπό κατασκευή, το Ural και το Sibir.

Όπως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, στο παιχνίδι της Αρκτικής έχει μπει δυνατά και η Κίνα. Τον λόγο εξηγεί ο Αντριου Χόλαντ, του American Security Project: «Οι Κινέζοι ενδιαφέρονται έντονα για τη Διαδρομή της Βόρειας Θάλασσας, όχι για να εξάγουν τα προϊόντα τους, αλλά για τις εισαγωγές που πραγματοποιούν. Η Κίνα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους υδρογονάνθρακες που εισάγει μέσω θαλάσσης. Γνωρίζει, επίσης, ότι σε περιόδους συγκρούσεων, το ναυτικό των ΗΠΑ μπορεί εύκολα να κλείσει τα Στενά της Μάλαγα, κάτι το οποίο θα στραγγάλιζε την οικονομία της».

Ο γρίφος των ΑΟΖ

Με βάση όλα τα παραπάνω, η διαδικασία για τον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών στην Αρκτική, με σκοπό την «οικοπεδοποίησή» της από τα κράτη που την περιβάλλουν, δεν θα είναι μια απλή υπόθεση. Και σίγουρα δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί μέσω του Αρκτικού Συμβουλίου, οι αρμοδιότητες του οποίου είναι σαφώς περιορισμένες.

Ηδη, για του λόγου το αληθές, η Μόσχα ισχυρίζεται ότι μεγάλο τμήμα του πυθμένα της Αρκτικής -οι αποκαλούμενες «Ράχες» Λομονόσοφ και Μεντελέγιεφ- αποτελεί φυσική συνέχεια της ηπειρωτικής χώρας και, κατά συνέπεια, έχει τον πρώτο λόγο στην εκμετάλλευσή του. Κάτι αντίστοιχο κάνουν, όμως, Δανία και Καναδάς - με τον τελευταίο, μάλιστα, να ετοιμάζεται να καταθέσει ένα συνολικό αίτημα που θα αφορά τις διεκδικήσεις του στην περιοχή.

Οι αντιθέσεις ασφαλώς θα κλιμακωθούν όσο επιταχύνεται το λιώσιμο των πάγων και όσο πλησιάζει η ώρα της τελικής μοιρασιάς είναι λογικό να οδηγούν και σε ένταση του στρατιωτικού ανταγωνισμού στην Αρκτική. Οπως χαρακτηριστικά προειδοποίησαν πρόσφατα οι υπηρεσίες πληροφοριών της Δανίας στην ετήσια έκθεσή τους, στην περιοχή «διαμορφώνεται ήδη ένα παιχνίδι ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις», δηλαδή Ρωσία, ΗΠΑ και Κίνα, το οποίο αυξάνει και την πιθανότητα «θερμών επεισοδίων». Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η κυβέρνηση Τραμπ έχει δώσει έμφαση στην ενίσχυση των αμερικανικών μονάδων εκεί, ενώ η Μόσχα σχεδιάζει να δημιουργήσει μια «ασπίδα» με το γνωστό σύστημα των S-400.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, ο «πόλεμος της Αρκτικής» έχει ήδη ξεκινήσει.

Αρκτικό Συμβούλιο

Ενα «φόρουμ» καλών προθέσεων, αλλά μειωμένων δυνατοτήτων...

Το Αρκτικό Συμβούλιο είναι ένα «διακυβερνητικό φόρουμ» που ιδρύθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1996 και έχει οκτώ χώρες-μέλη -Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Καναδά, Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία, Σουηδία και Ισλανδία- οι οποίες εναλλάσσονται στην προεδρία του ανά διετία (σήμερα τη συγκεκριμένη θέση κατέχει η Ισλανδία). Στις έξι ομάδες εργασίας που λειτουργούν στο πλαίσιό του συμμετέχουν, επίσης, έξι οργανώσεις που εκπροσωπούν τους κατοίκους της Αρκτικής, οι οποίες τυπικά έχουν τα ίδια δικαιώματα με τα κράτη-μέλη.

Στόχος του Αρκτικού Συμβουλίου, σύμφωνα με την ιδρυτική Διακήρυξη της Οτάβα, είναι «η προώθηση της συνεργασίας, του συντονισμού και της διάδρασης ανάμεσα στις αρκτικές χώρες, τις κοινότητες των ιθαγενών και άλλους κατοίκους της περιοχής σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος που αφορούν την Αρκτική, κυρίως όσον αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη και την περιβαλλοντική προστασία της».

Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν αρκετά σημαντικά πράγματα που δεν κάνει το Αρκτικό Συμβούλιο. Ιδού τι αναφέρεται στην ίδια Διακήρυξη: «Το Αρκτικό Συμβούλιο είναι ένα φόρουμ (...) Δεν επιδιώκει και δεν μπορεί να εφαρμόσει ή να επιβάλει τις κατευθυντήριες γραμμές, τις εκτιμήσεις ή τις συστάσεις του. Αυτή η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά σε κάθε ξεχωριστό κράτος-μέλος. Η εντολή του Αρκτικού Συμβουλίου (...) εξαιρεί κατηγορηματικά τα ζητήματα στρατιωτικής ασφάλειας».

Η Αρκτική σε αριθμούς

25%

των παγκόσμιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων -δηλαδή φυσικού αερίου και πετρελαίου- που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη υπολογίζεται ότι υπάρχουν στην Αρκτική. Ειδικά όσον αφορά το πετρέλαιο, τα εκτιμώμενα κοιτάσματα ανήκουν κατά το ένα τρίτο περίπου (32,6%) στις ΗΠΑ, κατά 29,2% στη Ρωσία, ενώ σε Δανία, Καναδά και Νορβηγία αναλογούν ποσοστά της τάξης του 14,6%, 11,1% και 4,7% αντιστοίχως.

40%-60%
μικρότερη είναι η απόσταση που πρέπει να διανύσει ένα πλοίο για να φτάσει από τη Βόρεια Ευρώπη στην Κίνα ή αντιστρόφως, εάν επιλέξει την αποκαλούμενη Διαδρομή της Βόρειας Θάλασσας αντί του Καναλιού του Σουέζ ή του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Το λιώσιμο των πάγων έχει πολλαπλασιάσει τα φορτηγά πλοία που διέρχονται από εκεί, με αποτέλεσμα να φτάσουν φέτος τα 25, έναντι μόλις 4 το 2010.

55.000
τετρ. χιλιόμετρα πάγου εξαφανίζονται κάθε χρόνο από τον Αρκτικό Ωκεανό, ο οποίος με συνολική έκταση κάπου 14 εκατ. τετρ. χιλιομέτρων είναι 1,5 φορά μεγαλύτερος από τις ΗΠΑ, αλλά και ο μικρότερος ωκεανός του πλανήτη. Το αποτέλεσμα είναι, το πάχος του πάγου να έχει μειωθεί από τα 4 (κατά μέσο όρο) μέτρα, σε κάτω από 2 μέτρα.

4 εκατ.
άνθρωποι εκτιμάται ότι ζουν σήμερα στην περιοχή της Αρκτικής, με τους ιθαγενείς να εκπροσωπούν μόλις το 10% του παραπάνω αριθμού. Ο πληθυσμός βρίσκεται κατανεμημένος στις 8 χώρες οι οποίες βρέχονται από τον Αρκτικό Ωκεανό.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 25 Ιανουαρίου.