Γιατί έχουν έρθει κοντά το Πακιστάν με την Τουρκία

Γιατί έχουν έρθει κοντά το Πακιστάν με την Τουρκία

H σχέση του Πακιστάν με τη Τουρκία φαίνεται να έχει «βαθιά θεμέλια» καθώς πρόκειται για χώρες οι οποίες ακολουθούν τα τελευταία χρόνια μια παρόμοια πορεία. 

Άγκυρα και Ισλαμαμπάντ ήταν σύμμαχοι και θεωρούμενοι ως δύο από τα «στρατηγικά πλεονεκτήματα» των ΗΠΑ και της Δύσης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ωστόσο τις δύο τελευταίες δεκαετίες και οι δυο έχουν απομακρυνθεί από τη θέση αυτή. Και συνεχίζουν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο.

Όπως αναφέρει η Jerusalem Post «οι δύο χώρες διέπονται σήμερα από ένα είδος ισλαμικής εθνικιστικής ιδεολογίας  και αναζητούν μια εναλλακτική ευθυγράμμιση, η οποία σε μια εποχή αυξανόμενης παγκόσμιας πόλωσης οδηγεί τόσο το Ισλαμαμπάντ όσο και την Άγκυρα προς μεγαλύτερη εγγύτητα με την Κίνα».

Τα εξοπλιστικά προγράμματα των δύο χωρών είναι ένας σημαντικός δείκτης.

Η Τουρκία είναι πλέον ο τέταρτος μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων του Πακιστάν, καθώς το Ισλαμαμπάντ αναζητά εναλλακτικές λύσεις (κύριος εξαγωγέας όπλων στο Πακιστάν παραμενει η Κίνα).

Επίσης, το Πακιστάν βρίσκεται στη διαδικασία αγοράς τεσσάρων πολεμικών πλοίων MILGEM από τον τουρκικό στρατό, έχει παραγγείλει 30 ελικόπτερα T-129 ATAK, ενώ το συνολικό κόστος των αγορών οπλικών συστημάτων αποτιμάται σε περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια δολάρια. 

Ωστόσο, η σημασία αυτής της σχέσης υπερβαίνει τα παραπάνω. Τόσο το Πακιστάν όσο και η Τουρκία έχουν δικαιολογημένες ανησυχίες σχετικά με την πιθανότητα κυρώσεων από τη Δύση ως αποτέλεσμα των πολιτικών τους, ενώ η στενή τους σχέση αντικατοπτρίζεται και στη διπλωματική σφαίρα. Ανώτεροι αξιωματούχοι του Πακιστάν έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους απέναντι στις θέσεις της Τουρκίας σχετικά με τις έρευνες φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Η Τουρκία, με τη σειρά της, σε μια εξέλιξη που προκαλεί ανησυχία στο Νέο Δελχί, υποστηρίζει τους πακιστανικούς ισχυρισμούς για το Κασμίρ. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε τον Φεβρουάριο του 2020 ότι το ζήτημα ήταν τόσο σημαντικό για την Τουρκία όσο και για το Πακιστάν. Αναφερόμενος στα γεγονότα του τουρκικού πολέμου της ανεξαρτησίας, ο Ερντογάν είχε δηλώσει: «Και τώρα, αισθανόμαστε το ίδιο για το Κασμίρ». Το Σεπτέμβριο μάλιστα του 2019, η Τουρκία έθεσε το ζήτημα του Κασμίρ στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο.

Η συνεργασία μεταξύ Άγκυρας και Ισλαμαμπάντ εγείρει ανησυχίες και όσον αφορά τα πυρηνικά. Το Πακιστάν είναι μια πυρηνική δύναμη, με 160 στρατιωτικές κεφαλές.  Η Τουρκία η οποία διαθέτει σήμερα δύο πυρηνικούς αντιδραστήρες, τους Tr-1 και Tr-2, έχει πλούσια κοιτάσματα ουρανίου κάτι που της παρέχει δυνατότητες για ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.

Το Πακιστάν, το οποίο δεν έχει υπογράψει τη συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, διαθέτει αυτή την τεχνογνωσία. Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ενεργού συνεργασίας, αξίζει να σημειωθεί ότι η Τουρκία ήταν ένας κρυφός κόμβος για τις δραστηριότητες ενός καταζητούμενου πακιστανού πυρηνικού επιστήμονα για 20 χρόνια.

Η παραπάνω συμμαχία λαμβάνει χώρα σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο στρατηγικό τοπίο, όπου απουσιάζει η αρχιτεκτονική ασφαλείας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Αποτέλεσμα αυτής της απουσίας είναι να εμφανίζονται νέοι δεσμοί ισχύος. Τόσο η Τουρκία όσο και το Πακιστάν είναι επίσης πρόθυμοι να συνδέσουν τις φιλοδοξίες τους με τη στρατηγική πρόοδο της Κίνας. Η Τουρκία έχει σημασία για το Πεκίνο ως κόμβος μεταφορών προς τη Μεσόγειο και την Ευρώπη, και ως χώρα προτεραιότητας για επενδύσεις σε υποδομές. Στη λογική αυτή, η Τουρκία έχει ρόλο παρατηρητή στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης. Εχεί επίσης τη σημασία του ότι οι προσπάθειες του Ερντογάν να παρουσιαστεί ως ηγέτης των μουσουλμάνων του κόσμου και όλων των λαών που είναι εθνοτικά συνδεδεμένοι με τους Τούρκους, δεν επεκτείνεται στους μουσουλμάνους Ουιγούρους, για την τύχη των οποίων είναι ιδιαίτερα σιωπηλός.

Οι σχέσεις του Πακιστάν με την Κίνα από την άλλη, είναι βαθιές και μακροχρόνιες. Σχετίζονται με τον κοινό γεωπολιτικό ανταγωνισμό απέναντι στην Ινδία. Σημειωτέον ότι το Πακιστάν ήταν αποδέκτης επενδύσεων αξίας 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του Πεκίνου, «Μια Ζώνη, ένας Δρομος» (Belt and Road).