Ενας ασήμαντος πόλεμος ανατίναξε τον Παρθενώνα

Ενας ασήμαντος πόλεμος ανατίναξε τον Παρθενώνα

«Την  πανσέληνο νύχτα της 26ης προς 27η Σεπτεμβρίου του 1687, μία βόμβα κατάφερε να διαπεράσει από κάποιο άνοιγμα τη στέγη τη στέγη του Παρθενώνα και να αναφλέξει τη μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας που ήταν αποθηκευμένη στο εσωτερικό του ναού. Η έκρηξη που ακολούθησε άνοιξε το κτίσμα στα δύο καταστρέφοντας το τελειότερο κτίσμα της κλασικής τέχνης. Οι Βενετοί, σύμφωνα με τις πηγές, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Από την έκρηξη ανατράπηκαν σχεδόν στο σύνολο οι τρεις από τους τέσσερις τοίχους του σηκού και κατέπεσαν τα τρία πέμπτα από τα ανάγλυφα της ζωφόρου. Από τη στέγη φαίνεται ότι δεν έμεινε απολύτως τίποτε στη θέση του. Κατέπεσαν έξι κίονες της νότιας πλευράς, οκτώ της βόρειας και ό,τι απέμεινε από την ανατολική πρόσταση εκτός από έναν κίονα. Οι κίονες συμπαρέσυραν στην πτώση τους τα τεράστια μάρμαρα των επιστυλίων, τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Ολόκληρο το κτίσμα υπέστη φοβερό κλονισμό. Όλη τη νύχτα καθώς και όλη την επομένη μέρα η Ακρόπολη καιγόταν»

Έτσι περιγράφει η Κορνηλία Χατζηασλάνη την ανατίναξη του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι, στη μελέτη της  «Ο Μοροζίνι, οι Βενετοί και η Ακρόπολη“Ο Μοροζίνι, οι Βενετοί και η Ακρόπολη” – Ιστορικό λεύκωμα | Ανοικτή Βιβλιοθήκη», Γεννάδειος Βιβλιοθήκη). Πρόκειται για μια ιστορία περισσότερο τραγική και από ό,τι φαίνεται, καθώς η  καταστροφική πράξη επέτρεψε να λεηλατηθούν σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο του ενός αιώνα, πολλά αγάλματα από τον γλυπτικό διάκοσμο που είχαν δημιουργήσει ο Φειδίας και οι μαθητές του. 

«Ως εκείνη τη στιγμή οι επεμβάσεις, οι μετασκευές και οι προσθήκες, ακόμη και οι επί τούτου καταστροφές, παρ’ ότι πολλές και συχνά βίαιες, δεν είχαν κατορθώσει να «επιτύχουν» αυτό το αποτέλεσμα, που μέσα σε μία νύχτα επέφεραν οι Ενετοί υπό τον Φραγκίσκο Μοροζίνι, αρχιστράτηγο και διοικητή όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων» όπως σημειώνει η Μαρία Θερμού στο κείμενό της «Η μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία του Παρθενώνα έγινε για έναν άχρηστο πόλεμο» που έχει αναρτηθεί στο Inside story. «Μια σημαντική προσωπικότητα χωρίς αμφιβολία, έναν ιδιαίτερα διορατικό και γενναίο στρατιωτικό, τη δράση του οποίου στην Ελλάδα –Κρήτη, Μοριά και Αθήνα– κατά τον 17ο αιώνα παρουσιάζει η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη Η κληρονομιά του Φραγκίσκου Μοροζίνι στην Κρήτη, την Αθήνα και τον Μοριά | American School of Classical Studies in Athens μέσα από σπουδαία τεκμήρια των συλλογών της, όπως χάρτες, έγγραφα, τοπογραφικά και αρχιτεκτονικά σχέδια, βιβλία και χαρακτικά με αφορμή τα 400 χρόνια από τη γέννησή του. (Η έκθεση λειτουργεί μέχρι τις 29 του μηνός).

Το Κάστρο της Αθήνας

«Στον δεύτερο τουρκοενετικό πόλεμο, όταν η κατάληψη της Αθήνας και ιδίως του κάστρου της, της Ακρόπολης, είχε γίνει στόχος των Βενετών για την εκδίωξη των Τούρκων από την πόλη» γράφει η Μαρία Θερμού. «Αλλά αν σήμερα η εκστρατεία αυτή κατά των Αθηνών θεωρείται από πλευράς στρατιωτικής ένα μάλλον ασήμαντο γεγονός, οι επιπτώσεις της, με την καταστροφή του μεγαλύτερου αριστουργήματος της κλασικής εποχής, έμειναν στην Ιστορία. Πόσω μάλλον, που επρόκειτο για μία μάταιη και χωρίς συνέχεια στρατιωτική νίκη. Ο Παρθενώνας χάθηκε άδικα –αν θα μπορούσε ποτέ να υπάρχει δικαιοσύνη σε αυτό– επειδή δύο αντίπαλοι πολεμούσαν σε ξένο έδαφος για την επικράτησή τους.»

Το μνημείο ήταν σε καλή κατάσταση, σύμφωνα με όσα κατά καιρούς αναφέρει ο Μανόλης Κορρές; «Η αρχαία στέγη είχε καταστραφεί από τον 3ο μ.Χ. αιώνα με εμπρησμό και μαζί της σχεδόν ολόκληρο το εσωτερικό του σηκού. Η νέα στέγη όμως, ξύλινη με πήλινες κεραμίδες, επειδή τα οικονομικά μέσα ήταν πλέον στενά περιορίστηκε μόνο στην έκταση του σηκού κι έτσι τα πτερά έμειναν για πάντα αστέγαστα. Παράθυρα ανοίχθηκαν κατά την χριστιανική εποχή στους μακρούς τοίχους διακόπτοντας τη ζωφόρο, επιπλέον είχαν τέτοιο ύψος ώστε το άνω μέρος τους να σχηματίζει μικρά αετώματα πάνω από το επίπεδο της στέγης.

Όσον αφορά τον μιναρέ, όταν πλέον ο Παρθενώνας έγινε τζαμί, υψώθηκε στη νοτιοδυτική γωνία του σηκού επάνω στον ισχυρό κορμό ενός παλαιότερου λιθόκτιστου πύργου. Στο εσωτερικό του σηκού κατασκευάσθηκαν υπερώα, καθώς μάλιστα το επέτρεπε η διώροφη διάταξή των και το δάπεδο στο ανατολικό τμήμα του ανυψώθηκε για να δημιουργηθεί το ιερό. Οι Τούρκοι εξάλλου κάλυψαν με επιχρίσματα το εσωτερικό του τζαμιού, ώστε να κρύψουν τις χριστιανικές αγιογραφίες.»

Η Κορνηλία Χατζηασλάνη περιγράφει πώς τον Αύγουστο του 1687 ο Μοροζίνι, που ο στρατός του βρίσκεται στην Κόρινθο, δέχεται έναν καπουτσίνο παπά, ο οποίος έχει αποσταλεί για να διαπραγματευθεί την ακύρωση της εκστρατείας των Ενετών εναντίον της Αθήνας με αντάλλαγμα έναν φόρο που θα πληρωνόταν ανά έτος. Συμφωνούν· ο Μοροζίνι υπόσχεται ότι επίθεση δεν θα γίνει, αλλά σε πολεμικό συμβούλιο που γίνεται στις 14 Σεπτεμβρίου όλοι οι αρχηγοί των στρατευμάτων έχουν αντίθετη γνώμη.

Ο Μοροζίνι, που βλέπει πιο μακριά από όλους, αντιλαμβάνεται τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν από αυτήν την εκστρατεία. Αλλά στην κρίσιμη στιγμή φθάνει μία ακόμη αντιπροσωπεία Προκρίτων Αθηναίων, που τώρα πλέον ζητούν από τους Βενετούς να σπεύσουν.

Και στο μεταξύ οι Τούρκοι από τη μεριά τους προετοιμάζονται καταλλήλως ενισχύοντας τις οχυρώσεις τους. Στις διάφορες κατασκευές τους χρειάζονται οικοδομικό υλικό, το οποίο βρίσκουν κατεδαφίζοντας τον ναό της Αθηνάς Νίκης! Το ευτυχές όμως είναι ότι από τις ανασκαφές που έγιναν μετά την απελευθέρωση, αποκαλύφθηκαν όλα τα μέλη του ναού και έτσι έγινε η πρώτη αναστήλωσή του το 1838.

Γαληνοτάτη κατά Οθωμανών

Η εκστρατεία κατά των Αθηνών ξεκινάει στις 19 Σεπτεμβρίου και το πρωί της 21ης Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί ξυπνώντας βλέπουν αγκυροβολημένο στον Πειραιά ολόκληρο τον ενετικό στόλο. Εγκαταλείπουν την πόλη και κλείνονται όλοι στο κάστρο της Ακρόπολης, ενώ στην Αθήνα κυκλοφορούν πια μόνον Έλληνες. Οι επιθέσεις γίνονται κατά κύματα και με όλα τα μέσα και στις 25 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τον κόμη Λεόν ντε Λαμπόρντ, μια βόμβα που πέφτει στα Προπύλαια, σε μικρή αποθήκη πυρίτιδας, αναφλέγεται και ένα τμήμα τους καταρρέει. «Οι πληροφορίες της εποχής σχετικά με το “τυχαίο” της ανατίναξης του Παρθενώνα συγκρούονται. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η βολή ήταν τυχαία, άλλες όμως ότι ήταν κατευθυνόμενη», γράφει η Κορνηλία Χατζηασλάνη. Και προσθέτει: «Σύμφωνα με την μαρτυρία του Γερμανού αξιωματικού Σομπιεβόλσκυ, στις 22 Σεπτεμβρίου, κάποιος που είχε διαφύγει από το Κάστρο, πληροφόρησε τους Βενετούς ότι όλα τα πυρομαχικά είχαν μεταφερθεί μέσα στον ονομαζόμενο “Ναό της Αθηνάς” και ότι εκεί είχαν εγκατασταθεί όλοι οι ανώτεροι Τούρκοι πιστεύοντας ότι οι Χριστιανοί ποτέ δεν θα έβλαπταν τον ναό. Μετά την πληροφορία αυτή οι περισσότεροι όλμοι κατευθύνουν τα πυρά τους προς τον ναό, χωρίς όμως επιτυχία, καθώς ήταν από μάρμαρο, δηλαδή το κτήριο ήταν καλά προστατευμένο».

Η τελική έκρηξη όμως και η ανατίναξη ήταν αναπόφευκτη, προκαλώντας απερίγραπτο πανικό. Τριακόσιοι Τούρκοι σκοτώθηκαν από τα μάρμαρα που εκτοξεύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γύρω σπίτια και καθώς δεν υπήρχε αρκετό νερό η φωτιά απλωνόταν όλο και περισσότερο. Η Ακρόπολη καιγόταν.

Στις 29 Σεπτεμβρίου παρέδωσαν οι Τούρκοι την Ακρόπολη, λαμβάνοντας εγγύηση ζωής και ελεύθερης αναχώρησης –κάτι που τελικά δεν συνέβη αφού στον δρόμο προς τον Πειραιά υπέστησαν πολλές επιθέσεις από τους μισθοφορους– και η βενετική σημαία υψώθηκε στα Προπύλαια.

«...Πόσο στεναχωρήθηκε η εξοχότητά του (σ.σ.: εννοεί τον Καίνιξμαρκ) που αναγκάσθηκε να καταστρέψει τον ωραίο ναό που για 3.000 χρόνια βρισκόταν χτισμένος εκεί και λέγεται ναός της Αθηνάς! Μάταια όμως! Οι βόμβες έκαναν τη δουλειά τους έτσι που ποτέ πια σ' αυτόν τον κόσμο ο ναός αυτός δεν θα μπορέσει να ξαναχτισθεί!...», έγραφε η Άκερχελμ σε μία επιστολή της. Η είσοδός του στην πόλη και κυρίως του Μοροζίνι βέβαια ήταν θριαμβευτική, ενώ ευχαριστήριος δοξολογία ψάλλεται σε ένα από «τα μεγαλύτερα τζαμιά», που μετατρέπεται σε εκκλησία του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.

Η λεηλασία

Η λεηλασία της Ακρόπολης και των Αθηνών αρχίζει, με πρώτο διδάξαντα τον Μοροζίνι, που μετέφερε στη Βενετία τρία λιοντάρια, από την Ακρόπολη, από το Θησείο καθώς και το γνωστό λιοντάρι του Πειραιά, εξ αιτίας του οποίου το λιμάνι του Πειραιά είχε ονομασθεί Πόρτο Λεόνε. Αλλά και οι αξιωματικοί του το ίδιο έπραξαν, παίρνοντας μαζί τους ό,τι μεταφερόταν εύκολα. Τα περισσότερα μάλιστα βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, όπως το κεφάλι του γυναικείου αγάλματος που έπεσε από το δυτικό αέτωμα, που κατέληξε στο Λούβρο –είναι η λεγόμενη «κεφαλή Λαμπόρντ»– ένα τμήμα της ζωφόρου με δύο ιππείς και το κεφάλι ενός αλόγου, που βρίσκονται στο Μουσείο της Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη και δύο κεφαλές από τις νότιες μετόπες, που αφαίρεσε ένας Δανός αξιωματικός ονόματι Χάρτμαντ και βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης. Κι αν η συστηματική λεηλασία αποφεύχθηκε αυτό μάλλον οφειλόταν στην εσπευσμένη αναχώρηση και στις δυσκολίες μεταφοράς.

Κατά την Κορνηλία Χατζηασλάνη, «ο Παρθενών πριν καταστραφεί ήταν τέμενος Μουσουλμανικής λατρείας. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την απόσπαση και του παραμικρού λίθου από κτήριο θρησκευτικής σημασίας. Μόνον διότι συνετρίβη από τις βόμβες του Μοροζίνι και εγκαταλείφθηκε ως άχρηστο ερείπιο μπόρεσε αργότερα ο Έλγιν να πάρει άδεια να αποσπάσει ορισμένα τεμάχια και κάνοντας κατάχρηση του φιρμανιού να προβεί στην τέλεια λεηλασία του ερειπωμένου Παρθενώνα».

Μικρή (;) λεπτομέρεια: ο Μοροζίνι και οι Ενετοί είχαν σκοπό να κατεδαφίσουν όλα τα κτίσματα της Ακρόπολης και να τινάξουν τον Ιερό Βράχο, ώστε να μην οχυρωθούν ξανά εκεί οι Τούρκοι. Ευτυχώς δεν πρόλαβαν.