«Έφυγε» ο ανυπότακτος Περικλής Κοροβέσης

«Έφυγε» ο ανυπότακτος Περικλής Κοροβέσης

Με τους δικούς του «Ανθρωποφύλακες» να μας γνέφουν σχεδόν ακόμα από το θέατρο, ο συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης σε ηλικία 79 χρονών, μετά από νοσηλεία σε νοσοκομείο, «έφυγε» για άλλους ουρανούς.

«Έχουμε μπει πια σε μια σκοτεινή εποχή και ίσως τα χειρότερα να μην τα έχουμε δει ακόμα. Η τάξη του κόσμου έχει διασαλευτεί. […] εγώ, με την ταπεινή μου γνώμη, θεωρώ την πιο μεγάλη απειλή της ζωής στον πλανήτη μας την αδιαφορία.» Οι τελευταίοι του θεατρικοί λόγοι.

Ο Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής, ακτιβιστής και πολιτικός της αριστεράς είχε γεννηθεί το 1941 στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας. Σπούδασε θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Ρολάν Μπαρτ και παρακολούθησε μαθήματα των Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Μαρσέλ Ντετιέν, Κορνήλιου Καστοριάδη και άλλων στο Παρίσι. Μετείχε από μικρή ηλικία στο κίνημα της αριστεράς και επί χούντας φυλακίστηκε και εξορίστηκε.

Το πρώτο και πιο γνωστό του βιβλίο είναι οι «Ανθρωποφύλακες» (1969), όπου περιγράφονται τα βασανιστήρια της Χούντας των Συνταγματαρχών  και η δική του, προσωπική του εμπειρία. Αρχικά κυκλοφόρησε κρυφά, αλλά αργότερα μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Έκτοτε δημοσίευσε και άλλα βιβλία, όπως η «Αριστερή Ανακύκλωση», οι «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες», οι «Γυναίκες ευσεβείς του πάθους», «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική», «Στο κέντρο του περιθωρίου» και άλλα. Εκτός από πεζά, έγραψε αρκετά θεατρικά όπως το «Tango Bar», αλλά και παιδικά, τα οποία υποδηλώνουν τον καλό και ευγενικό του χαρακτήρα.

Εργάστηκε ως αρθρογράφος στις εφημερίδες Ελευθεροτυπία, Η Εποχή και στην Εφημερίδα των Συντακτών ενώ συνεργάστηκε και με διάφορα περιοδικά, πολιτικά ή λογοτεχνικά, όπως η Γαλέρα.  

Ελεύθερο κι ανυπότακτο πνεύμα, δεν δίσταζε να φεύγει απ’ ό,τι στράβωνε, απ’ ό,τι χάλαγε: «Βρήκα από μικρός κάποια πατέντα και έγινε οδηγός μου: Να ακολουθώ αυτό που μου αρέσει κι όχι αυτό που πρέπει». Είπε πρόσφατα σε συνέντευξή του στο Διονύση Μαρίνο. Όπως επίσης ότι «Η ζωή δεν μπορεί να περιχαρακωθεί σε ένα δόγμα. Είναι ίδια η Φυσική ή η Μοριακή Βιολογία στις μέρες μας όπως ήταν πριν από 30 χρόνια; Όχι βέβαια. Ακόμη και η επιστήμη είναι προσωρινή.»

Για την ιστορία του, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το 1998 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων, με το συνδυασμό του Λέοντα Αυδή (ΚΚΕ) και αργότερα βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στο ξεκίνημα του. Το 2007 εκλέχθηκε στην Α’ περιφέρεια Αθηνών και μετείχε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής που ήταν μέλος της Διπλωματικής Αντιπροσωπείας για τη φιλία και συνεργασία με τα κοινοβούλια της Γεωργίας, Νότιας Αφρικής και Σουηδίας.

Το 2009 αποχώρησε από το κόμμα, δηλώνοντας: «Δεν είμαι πολιτικός. Είμαι καταρχάς κοινωνικός ακτιβιστής. Στην πολιτική αρένα είχα βγει για το «μπούγιο», για να ενισχύσω την Αριστερά. Εκλέχτηκα βουλευτής το 2009 (με τον ΣΥΡΙΖΑ), ξοδεύοντας μόλις 150 ευρώ. Είχαν πάθει πλάκα οι συνάδελφοι! Δεν είναι, ξέρεις, τόσο η ιδεολογική αναφορά όσο το ενδιαφέρον για το κοινό καλό που είναι, ταυτόχρονα, ατομικό. Δίνω προτεραιότητα στη δράση «από τα κάτω», με όλη την υπομονή και την επιμονή που απαιτεί. Όταν δεν γράφω ή μελετώ, πηγαίνω σε συζητήσεις, ομιλίες, καλέσματα... Ευαισθητοποιούμαι, βέβαια, ιδιαίτερα σε θέματα φυλακών, κρατουμένων και αστυνομικής βίας» [συνέντευξη στη Lifo].

Ας τον αποχαιρετήσουμε, όπως του αξίζει, με τις κουβέντες του:

«Με γοητεύει η ειλικρίνεια του βιώματος στους ανθρώπους. Αντιπαθώ την επίδειξη προσωπικότητας, μου θυμίζει εξουσία που αγιογραφεί εαυτήν. Κι εγώ δεν έχω μάθει, ξέρεις, να προσκυνώ, θέλω ισότιμους συνομιλητές απέναντί μου. Για τον ίδιο λόγο προτιμώ τη φυσική ομορφιά στις γυναίκες, όχι την επιτηδευμένη. Να, σαν τα μοντέλα των αγίων του Καραβάτζιο, που ήσαν αλήτες.»

«Η ζωή είναι ένα δώρο γιατί μπορεί να σου δώσει το συναίσθημα της υπέρβασης του θανάτου. Αν αρχίσω να μελετώ τους αρχαίους πολιτισμούς αποκτώ μια ζωή εκατοντάδων ετών. Έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σαν να είσαι θεός. Από εμάς εξαρτάται. Το θέμα είναι να μην χάσεις την τέλεια δύναμη που είναι η ζωή και αντί να σε απασχολούν οι διαμάχες των Φαραώ. Είναι πνευματικός υποσιτισμός.»

Δεν είχε να μετανιώνει για τίποτα: «Ταυτίζομαι με τον Βαμβακάρη: “Τέτοια ζωή που έκανα κι αυτή θα ξανακάνω”. Είμαι ευχαριστημένος. Αν αφαιρέσουμε την πολιτική δράση, τα άρθρα και οτιδήποτε άλλο είναι εξωτερικό και χειροπιαστό, υπάρχει μια πάλη εσωτερική που όσο μπόρεσα να ψάξω τον εαυτό μου, το έκανα. Όσο μπόρεσα. Μπορεί να υπάρχουν και πράγματα που θα ανακαλύψω στη συνέχεια, δεν ξέρω.»