Μποτιλιάρισμα εσωστρέφειας στη Λ. Αθηνών

Μποτιλιάρισμα εσωστρέφειας στη Λ. Αθηνών

Καταγράφοντας απώλειες περί το 30% από την αρχή του 2020 και χωρίς να έχει καλύψει τη ζημιά από τον Covid-19 -εν αντιθέσει με τους διεθνείς δείκτες- το ελληνικό Xρηματιστήριο συνεχίζει να παραμένει σε ιδιότυπη επενδυτική «καραντίνα», με εξαιρετικά μικρούς όγκους και τζίρους και τα ισχυρά χαρτοφυλάκια σε αναστολή των πρωτοβουλιών τους.

Την ώρα που διεθνώς γίνεται ένα νέο φρενήρες πάρτι σ’ όλα τα χρηματιστήρια, με τους δείκτες της Wall Street να πραγματοποιούν τον καλύτερο Αύγουστο 35 ετών με αλλεπάλληλα ιστορικά ρεκόρ και τις ευρωπαϊκές αγορές να έχουν εξαλείψει εντελώς τις απώλειες λόγω Covid-19, το ελληνικό Xρηματιστήριο παραμένει εγκλωβισμένο στην εσωστρέφεια.

Οι λόγοι ασφαλώς είναι σύνθετοι και καθόλου μονοδιάστατοι, οι οποίοι -πέραν του γεωπολιτικού ρίσκου και της κατάστασης της οικονομίας- συνδέονται με δομικές και χρόνιες αρρυθμίες που παρουσιάζει η ελληνική αγορά, η οποία είναι μια ακραία ρηχή περιφερειακή αγορά, απασχολώντας ένα απειροελάχιστο κομμάτι της παγκόσμιας «πίτας» των επενδύσεων.

Μια αγορά που τις τελευταίες δεκαετίες κατέστη ακραία τραπεζοκεντρική, οπότε πλέον με τον κλάδο να αποτελείται μόλις από τέσσερις μεγάλες μετοχές και ουσιαστικά σε συστημική ομηρία λόγω της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης, δεν μπορεί να «σηκώσει» το βάρος του ρόλου της ναυαρχίδας που έχει.

Οι τράπεζες τη δεκαετία της κρίσης φορτώθηκαν με «τοξικά», ενώ τα τελευταία χρόνια έγινε μια προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός με καθαρισμό των χαρτοφυλακίων τους, διαδικασία που έγινε με μεγάλη καθυστέρηση. Όμως, ο ερχομός της κρίσης του κορoνοϊού έρχεται αφενός να αναχαιτίσει την πρόοδο, αφετέρου να φορτώσει εκ νέου τοξικά το σύστημα, δεδομένου ότι όλη η οικονομία μπήκε σε ιδιότυπη καραντίνα, αλλάζοντας εκ νέου τις προτεραιότητες της κοινωνίας, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών.

Το lockdown βύθισε την ελληνική οικονομία στο δεύτερο τρίμηνο του έτους σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Το ΑΕΠ κατέγραψε μείωση της τάξης του 15,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019! Πρόκειται για την ιστορικά μεγαλύτερη συρρίκνωση του ΑΕΠ στη χώρα μας.

Συνάμα, η καταστροφική για τον τουρισμό σεζόν και η απώλεια περίπου 15 δισ. ευρώ από τη σημαντικότερη βιομηχανία της χώρας, που με τη σειρά της συντηρεί δεκάδες άλλους κλάδους και «αγορές» πέριξ αυτής, έρχεται να προξενήσει νέο ισχυρότατο πλήγμα στην ελληνική οικονομία αλλά και στην ελληνική κοινωνία.

Βεβαίως, παρόμοια ή και μεγαλύτερη καταστροφική τουριστική σεζόν έχουν και όλα τα άλλα μεγάλα διεθνή brands, όπως Γαλλία (πρώτη τουριστική δύναμη στον κόσμο με 84 εκατ. επισκέπτες το 2019), Ισπανία, Ιταλία κ.ά., όμως αυτές οι οικονομίες «ακουμπούν» και σε άλλες δεξαμενές, διαθέτοντας ισχυρή βιομηχανία και καλή παραγωγή στον πρωτογενή τομέα και ευρύτερα.

Θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι η Ελλάδα -εν αντιθέσει με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες- προέρχεται από μια υπερδεκαετή οικονομική κρίση, που «έλιωσε» περαιτέρω την εγχώρια παραγωγή και την οικονομία, έκλεισε περισσότερες από 500 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ έδιωξε από τη χώρα εκατοντάδες χιλιάδες νέους και μεγαλύτερους Ελληνες, εκπροσώπους από το πλέον δυναμικό και δημιουργικό κομμάτι της κοινωνίας και της οικονομίας.

Σε αυτό το ιστορικό timing και ενώ η χώρα έκανε προσπάθεια ανασύνταξης, ανασκουμπώματος μέσω γενικευμένων αλλαγών σ’ όλη την οικονομική λειτουργία, με αλλαγή φιλοσοφίας και στάσης και πολιτικές υπέρ των επενδύσεων με την αλλαγή κυβέρνησης πριν από 14 μήνες, ήρθε η κρίση του κορωνοϊού να αναχαιτίσει όλο αυτό το momentum.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό Χρηματιστήριο έκλεισε το 2019 στην πρώτη θέση των αποδόσεων παγκοσμίως, έχοντας άνοδο περί το 50%, με τον Γενικό Δείκτη να φτάνει στις αρχές του 2020 στην περιοχή των 950 μονάδων, που είναι νέα υψηλά πέντε περίπου ετών.

Εκτοτε, η αιφνίδια κρίση και το σοκ του κορωνοϊού «έλιωσε» τις αποτιμήσεις οδηγώντας τον Γενικό Δείκτη έως το χαμηλό των 469,55 μονάδων στις 17 Μαρτίου, με την ανάκαμψη έκτοτε να φτάνει στο 33%, αλλά σε καμιά περίπτωση να μην καλύπτει τη ζημιά που έλαβε χώρα. Τη στιγμή που σχεδόν όλοι οι διεθνείς δείκτες έχουν υπερκεράσει τη ζημιά από τον Covid-19, το ελληνικό Χρηματιστήριο εξακολουθεί να βρίσκεται περί το 32% χαμηλότερα από τα υψηλά του περασμένου Ιανουαρίου.

Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί από τις αρχές Αυγούστου το γεωπολιτικό ρίσκο και ο φόβος θερμού επεισοδίου στην Αν. Μεσόγειο που θα ανοίξει τον Ασκό του Αιόλου σε πολλά επίπεδα, κάτι που λειτουργεί ως ένας ακόμη αποτρεπτικός παράγοντας στην ανάληψη νέου ρίσκου από τα ξένα χαρτοφυλάκια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αύγουστος, με μέσο τζίρο στα 30,3 εκατ. ευρώ, ήταν ο πιο «στεγνός» από πλευράς συναλλαγών μήνας από τον Ιούλιο του 2018, ήτοι μια διετία πίσω.

Και όλα αυτά, την ώρα που στις αγορές διεθνώς γίνεται κυριολεκτικά πάρτι, με τον Dow Jones πάνω και από τις 29.000 μονάδες και μια ανάσα από τα ιστορικά υψηλά του, ενώ σε διαρκή ιστορικά ρεκόρ κινούνται οι S&P 500 και Nasdaq. O βιομηχανικός δείκτης έκλεισε το μήνα που έφυγε με συνολικά κέρδη 7,6%, έχοντας τον καλύτερο Αύγουστο από το μακρινό 1984! Ο S&P 500 έκλεισε με άνοδο 7%, έχοντας τον καλύτερο Αύγουστο από το 1986, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq έκλεισε σε μηνιαία βάση με άνοδο 9,6%, έχοντας τον καλύτερο Αύγουστο από το 2000 και την εποχή της φούσκας των dot coms. Συνάμα, εξαιρετική εικόνα έχουν και οι ευρωπαϊκές αγορές, με το σημαντικότερο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο, τον DAX της Φρανκφούρτης, να κινείται ξανά πάνω από τις 13.300 μονάδες, όχι μακριά από τα ιστορικά υψηλά του.

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββατοκύριακου 12-13 Σεπτεμβρίου.