«Μεταποίηση»: Μια χαρακτική μυθολογία στην γκαλερί Ζουμπουλάκη

«Μεταποίηση»: Μια χαρακτική μυθολογία στην γκαλερί Ζουμπουλάκη

«Tο 2015 στο Παρίσι, τα θέατρα: Eurydice, Zérο και Théâtre du Cristal, χρησιμοποίησαν χαρακτικά του έργα, για την προβολή των παραστάσεων τους» μεταφέρω από το βιογραφικό του Χριστόφορου Κατσαδιώτη. Η τέχνη έχει ένα μαγικό τρόπο να δίνει σανίδα σωτηρίας σε όποιον ψάχνει διαφυγή από τη συνήθως σκληρή πραγματικότητα, αλλά εδώ φαίνεται ότι η ζωή υπέδειξε στον ίδιο τον καλλιτέχνη πού να κατευθύνει τη δουλειά του. Έπειτα από εφτά χρόνια, στο αθηναϊκό κέντρο όπου βρίσκεται η γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο μάστορας χαράκτης έστησε τον δικό του ψηφιακό «μπερντέ», μια παράσταση (ας επιτραπεί ο όρος) χαρακτικής μυθοπλασίας.

Χαρακτικά  έργα βγαλμένα με τον μόχθο της οξυγραφίας, με επάλληλη, κοπιαστική επεξεργασία, ραμμένα στο χέρι με κλωστή, συγκροτούν τη «Μεταποίηση», μια έκθεση με έντονη θεατρικότητα που καθηλώνει τον θεατή. Είναι απολαυστικό να ακούς τον ίδιο τον καλλιτέχνη μέσα στην αίθουσα να μιλά για τη διαδικασία που ακολουθεί, μετά το τύπωμα κάθε μήτρας. Προηγείται ένας τεμαχισμός πολλών χαρακτικών ώσπου ο καλλιτέχνης να βρει την ιδανική σύνθεση. Τα κομμάτια που είναι από παλιά χαρακτικά συμπληρώνουν τα καινούργια, καθώς τα προσαρμόζει μεταξύ τους ράβοντας κάθε κομματάκι χαρτιού με το αντίστοιχο χρώμα κλωστής. Τίποτε από αυτά όμως δεν είναι ορατό στο θεατή (μονάχα στην πίσω όψη του έργου φαίνονται οι ραφές). Πρόκειται κυριολεκτικά για μια «γέννα» με μοναδικό αποτέλεσμα.

Ο Χ.Κ. μοιάζει με φυσικό επίγονο του James Ensor. Όπως ο βέλγος χαράκτης, έτσι κι ο δημιουργός αγαπά την καυστική τέχνη (από οξέα και σάτιρα), υπηρετώντας  κι εξελίσσοντας την οξυγραφία. Στο έργο του, θα συναντήσεις την ειρωνεία και τον γκροτέσκο ρεαλισμό του Ότο Ντιξ, ραμμένο με εικόνες από το Νταντά, τα παιδικά παιχνίδια της κόρης του ή τα χαρακτικά του Μπρύγκελ που απηχούν τα ζωόμορφα στοιχεία σε ανθρώπους.

Σε αντίθεση όμως με τον Ντιξ,  ο Χ.Κ. δένει το άγριο, την ωμότητα με απαλά χρώματα που παραπέμπουν σε θρησκευτικά ημερολόγια τσέπης ή σε εικόνες – ανθίβολα ρωσικής τεχνοτροπίας. Εδώ, ίσως, μπορεί κάποιος να εκφράσει ένα ερωτηματικό ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί στο ολοζώντανο κόκκινο ή στο μαύρο φόντο, δείχνεται πιο δυνατός κι αυτά είναι τα έργα που, προσωπικά, μου εντυπώθηκαν φεύγοντας από την γκαλερί.

Ποιος είναι, όμως, ο χαρακτήρας των έργων, το στοιχείο που τον διαφοροποιεί ως χαράκτη; Στον Κατσαδιώτη δεν  απέχει ο μύθος από την πραγματικότητα. Εδώ έχουμε μία δεύτερη μεταποίηση σε συμβολικό επίπεδο. Ο μύθος γίνεται λόγος ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα στη συνείδηση να μην είναι καθρέφτης αντι-κειμένων  αλλά να νοεί ερμηνείες και συνδέσεις. Ο Χ.Κ. σχηματοποιεί καταστάσεις και κομμάτια, αντλώντας υλικό από το ασυνείδητο. Ο σουρεαλισμός υφίσταται μέσα στην πραγματικότητα, όχι παράλληλα μe αυτήν.

Επιπλέον, είναι ένας δημιουργός που έχει πίσω του όλη την εικονογραφική παράδοση από την Αθήνα και το Παρίσι όπου ζει τα τελευταία χρόνια. Οι ευρωπαίοι είμαστε κληρονόμοι της  χριστιανικής αντίληψης για το τί ο θεός που δεχόμαστε ή απορρίπτουμε. Αλλά ο μύθος στον Κατσαδιώτη δεν μιλάει μόνο για θεούς κι αγγέλους∙ μιλώντας γι αυτούς, αφηγείται  το πώς της κοινωνίας και το «παράλογο» της ανθρώπινης συνθήκης. Η δική του «μέθοδος»  είναι η προσπάθεια ενός καλλιτέχνη,  ενός παθιασμένου αλλά πάντως μεθοδικού «ερευνητή» (όχι απλώς  χαράκτη) που γοητεύεται ψάχνοντας το τί  πακτώνει το όνειρο. Στο προσωπικό του ταξίδι πορεύεται ως ταπεινός προσκυνητής όχι κάποιου θεού, αλλά της βαθειάς ανάγκης του ανθρώπου να βρει απάντηση στα αγωνιώδη του ερωτήματα.  

Ως επιστέγασμα, μας καταθέτει τον δικό του μύθο στο «θέατρο της χαρακτικής». Στη μικρή εσωτερική αίθουσα της γκαλερί προβάλλεται ένα δεκάλεπτο animation που υπογράφει ο Χ.Κ. Εκεί, βλέπει ο θεατής συμπυκνωμένη όλη του τη δουλειά. Πρόκειται για μια θεατρική παράσταση όπου περνάνε στη σκηνή χαρακτήρες εκτελώντας αυτόνομα σκετς. Τους παράδοξους ήρωες συνοδεύει μια ποικιλία ήχων από εκκλησιαστικό όργανο, ρολόγια, μηχανήματα, ζώα. Προσωπικά, θα ήθελα την αίθουσα, όχι λουσμένη στο φυσικό φως από το πίσω κηπάριο, αλλά σαν σκοτεινό θάλαμο (Camera obscura) που να παραπέμπει στο εργαστήρι και να μεταδίδει  την αίσθηση του ανοίκειου στο  σκοτάδι. Και πάλι, όμως, ο Χριστόφορος Κατσαδιώτης μας δίνει ένα εντυπωσιακό δείγμα των δυνατοτήτων του. Εξελίσσει την χαρακτική και μέσα από αυτήν αναδύεται αυθεντικός μάστορας. Το έργο αυτό αγοράστηκε από τον συλλέκτη Σωτήρη Φέλιο. Θα ήθελα να το ξαναδώ στο γνωστό, φιλότεχνο στέκι της Κυψέλης.

Γκαλερί Ζουμπουλάκη, πλατεία Κολωνακίου. Έως 5/2.