Επιβεβαιώνεται ότι αυτό που είχε πει ο Κώστας Αχ. Καραμανλής στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας της 26ης Μαρτίου 2024 ισχύει παρά τα περί συγκαλύψεως, αγνώστων εκρηκτικών και δεν συμμαζεύεται των διαφόρων σχολιαστών και κομματικών τυμβωρύχων: «Καμιά βουλευτική ασυλία δεν έχω για τα Τέμπη».
Αυτό το σημείο άλλωστε χειροκρότησαν τότε οι βουλευτές της πλειοψηφίας -και όχι γενικώς και αορίστως τον «Καραμανλή»- θέλοντας να ενισχύσουν δηλαδή τη διακήρυξη του Σερραίου πολιτικού σύμφωνα με την οποία «από τον Οκτώβριο είχα ζητήσει από όσους με κατηγορούν, να καταθέσουν πρόταση σύστασης προνακριτικής επιτροπής για τα Τέμπη».
Επομένως, η σημερινή διαδικασία, κατά πρώτον επαναλαμβάνει όσα έχουν ήδη διεκτραγωδηθεί και στη Βουλή στα πλαίσια της Ειδικής Εξεταστικής Επιτροπής για «Τη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών και όλων των πτυχών που σχετίζονται με αυτό», όπως ήταν ο πλήρης τίτλος της, στην οποία ο κ. Καραμανλής είχε καταθέσει και απαντήσει επί 10 ολόκληρες ώρες, σημειώνοντας εμφατικά: «Να είστε βέβαιοι ότι κανείς μέσα σε αυτή την αίθουσα δεν επιθυμεί περισσότερο την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, από εμένα».
Κατά δεύτερον όμως η εξελισσόμενη σήμερα διαδικασία αποκτά νέο, πρόσθετο ενδιαφέρον αφού ο πρώην υπουργός παραπέμπεται, τελικά, στην ειδικώς προβλεπόμενη για υπουργούς δικαστική διαδικασία, προκειμένου να εξεταστούν από τον «φυσικό δικαστή» οι υπό ανάκριση διαχειριστικές παραλείψεις τις οποίες, ενδεχομένως, έχει διαπράξει κατά τη θητεία του.
Η προσπάθεια των αντιπολιτεύσεων να στήσουν μια νέα διαδικασία εξέτασης, ανακριτικής φύσεως αυτή τη φορά, άρα μυστική, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν έχει καμία ξεχωριστή αξία πέραν της αναμενόμενης παραπομπής στην τακτική Δικαιοσύνη μέλους των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και της πολιτικής οικογένειας των «Καραμανλήδων», που προφανώς στηρίζονται χωρίς αστερίσκους από την ίδια την πλειοψηφία.
Πέραν τούτου ουδέν νεότερο. Αν βεβαίως δεν υπήρχε η άγνοια της κοινής γνώμης περί όσων έχουν γίνει πριν το δυστύχημα, η συσκότιση όσων συνέβησαν κατά τη διάρκεια του δυστυχήματος και η σύγχυση για όσα μπορεί να έχουν συμβεί μετά το δυστύχημα.
Η παραπομπή Καραμανλή ξαναφέρνει τα συμπαραμαρτυρούντα του δυστυχήματος και όχι το ίδιο το δυστύχημα. Η προανακριτική θα εξετάσει την παραπομπή Καραμανλή με μόνο πρόσθετο στοιχείο τις καταθέσεις προς τον ανακριτή Λάρισας των αρμόδιων διευθυντών του υπουργείου.
Πρακτικά, η πλειοψηφία κάνει τώρα το βήμα που δεν είχε κάνει όταν η Εξεταστική του 2023-24 υπό την προεδρία του βουλευτή Δημήτρη Μαρκόπουλου επισκόπησε όλα όσα συνδέονται με την εκτέλεση των έργων προστασίας του σιδηροδρόμου από τον κίνδυνο ατυχημάτων. Γι αυτό άλλωστε το σχετικό πόρισμα των 850 σελίδων περιέχει όλα όσα χρειάζεται κανείς για να μορφώσει εμπεριστατωμένη άποψη.
Αλλού βρίσκεται η διαφορά: αυτή τη φορά η εξέταση των συμβάσεων, χρηματοδοτήσεων, λειτουργιών, παρεμβάσεων, παραλείψεων και άλλων θεμάτων στα έργα και τη λειτουργία του σιδηροδρόμου θα γίνει από το δικαστήριο που θα δικάσει την υπόθεση και μάλιστα ένα Ειδικό Δικαστήριο.
Έχω κι άλλη φορά σημειώσει ότι θα αρκούσε ο τακτικός και ολοκληρωμένος έλεγχος της αρμόδιας Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, αν βεβαίως είχε εγκαίρως καταστεί σαφές ότι το όλο έργο απαιτούσε (και προφανώς απαιτεί ακόμη περισσότερο σήμερα) τη σύσταση ειδικής υποεπιτροπής Μεταφορών.
Ας είναι. Έστω κι έτσι, ικανοποιείται η απαίτηση της κοινής γνώμης για συνεκδίκαση όλων όσοι, παντιοτρόπως, είχαν παίξει κάποιον ρόλο στο έργο των σιδηροδρόμων και έχουν ενδεχομένως ευθύνες για την κατάσταση εντός της οποίας συνέβη το τραγικό δυστύχημα.
Η κατάσταση αυτή δεν έχει συμβεί ποτέ πριν και για κανένα από τα μεγάλα και τραγικά δυστυχήματα. Κανείς επομένως δεν μπορεί από τούδε και στο εξής να μέμφεται την πλειοψηφία ότι δεν έχει κάνει ό,τι οφείλει για την καθ’ ολοκληρίαν διερεύνηση όλων των πτυχών.
Μένει, με την ευκαιρία όσων διαδραματίζονται, να ρυθμιστεί ένα σπουδαίο ζήτημα σε ό,τι αφορά στη διεκπεραίωση των ρόλων εντός των διοικητικών δομών της δημόσιας διοίκησης και, εξαιρετικά σημαντικό, στην κατανομή των ευθυνών. Εδώ και πολλά χρόνια η κρατική γραφειοκρατία έχει βρει τρόπους να «κάνει πάσα» τις ευθύνες της στην πολιτική ηγεσία και να απολαμβάνει την νομική κάλυψη της Βουλής. Η ανευθυνότητα των κρατικών λειτουργών πρέπει να αναιρεθεί και αυτό είναι έργο παράλληλο με την περίφημη μονιμότητα και την πάντοτε φευγαλαία αξιολόγηση των στελεχών του κρατικού μηχανισμού.
Το πάθημα του Καραμανλή πρέπει να γίνει μάθημα για τη Νέα Δημοκρατία, την παράταξη που έχει, κατά πλειοψηφία και συχνότερα κάθε άλλης, την ευθύνη διοίκησης του κράτους.