Όταν πριν πέντε χρόνια, καταμεσής της πανδημικής κρίσης, παρουσιάστηκε το τελικό σχέδιο της Έκθεσης Πισσαρίδη ο νομπελίστας οικονομολόγος είπε ότι «κεντρικός στόχος είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον μέσο όρο της ΕΕ».
Ο καθηγητής Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, είχε προσθέσει ότι τα μέτρα/προτάσεις «ενισχύουν και την κοινωνική συνοχή και ιδίως τα πιο αδύναμα νοικοκυριά – αυτό ισχύει και για τμήματα του πληθυσμού που σήμερα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, όπως οι νέοι και οι γυναίκες που χωρίς την πληρέστερη ενσωμάτωσή τους στην οικονομία, η ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα δεν θα είναι εφικτή.»
Λίγο αργότερα δημιουργήθηκε, υπό την διαχείριση του ΚΕΦΙΜ, το «Παρατηρητήριο της Έκθεσης Επιτροπής Πισσαρίδης» το οποίο μας ενημερώνει για την εφαρμογή των 525 προτάσεων της Έκθεσης. Δεδομένου του ενδιαφέροντος του ίδιου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος εξέφρασε, τις προάλλες, την ικανοποίησή του καθώς «τουλάχιστον 8 στις 10 από τις συστάσεις αυτής της σημαντικής έκθεσης είτε έχουν υλοποιηθεί πλήρως ή μερικώς, είτε βρίσκονται υπό υλοποίηση, γεγονός, προσέθεσε που βοήθησε τη χώρα να «φτάσει στην ηγεσία του Εurogroup ακριβώς επειδή υιοθετήσαμε ως κυβέρνηση αυτό το σχέδιο και επιμείναμε με μεγάλη μεθοδικότητα στην εφαρμογή του». Δεν είναι ακριβώς έτσι...
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο από τις 525 προτάσεις της Έκθεσης, το 70 ή το 13% έχουν υλοποιηθεί πλήρως. Όμως, 91 προτάσεις (17%) δεν έχουν καν ξεκινήσει να εξετάζονται στα σοβαρά.
Μερικώς, αλλά «με μετρήσιμα αποτελέσματα για τους πολίτες» εφαρμόστηκαν 181 προτάσεις (34%), άλλες 183 προτάσεις (35%) βρίσκονται σε εξέλιξη (που σημαίνει ότι η εφαρμογή τους έχει ξεκινήσει, αλλά δεν έχει παραχθεί ακόμη λειτουργικά ορατό αποτέλεσμα).
Γιατί είναι σημαντικά τα παραπάνω; Για τον απλούστατο λόγο ότι πρόκειται για την πρακτική, άρα και μετρήσιμη, πλευρά όσων μεγαλοστόμως εξαπολύονται στον δημόσιο διάλογο για την ανάγκη «να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο».
Βεβαίως, όταν αυτό το ισχυρίζονται πολιτικοί όπως ο Τσίπρας, δεν σημαίνει τίποτε απολύτως ή τίποτε περισσότερο από έναν (ακόμη) πομφόλυγα από αυτούς με τους οποίους βαυκαλίζονται οι δήθεν αριστεροί στη χώρα μας. Όταν δηλαδή, κατά την ορθή ερμηνεία του προηγούμενου ρήματος, προσπαθούν να «εξαπατήσουν ή να καθησυχάσουν με ψεύτικες προσδοκίες».
Λογικό είναι να σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό όταν την εφαρμογή των προτάσεων Πισσαρίδη επικαλείται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που υπήρξε μάλιστα ο εμπνευστής της Έκθεσης. Το πιο σημαντικό είναι ότι η Ελλάδα διαθέτει, μέσω της συγκεκριμένης Έκθεσης, μια εθνικά προσαρμοσμένη εκδοχή της Έκθεσης Ντράγκι, τη σημασία της οποίας όλοι πλέον έχουν αναγνωρίσει, ειδικά στο πλαίσιο του νέους παγκόσμιου ανταγωνισμού για την Ευρωπαϊκή Συμμαχία.
Είναι πολλά ή λίγα τα όσα έχουν γίνει και πραγματοποιηθεί; Δεν είναι αρκετά, αλλά δεν είναι λίγα. Είναι όμως πολύ σημαντικό να γίνουν όσα έχουν «κολλήσει». Οι μεταρρυθμίσεις Πισσαρίδη είναι εκείνες που δημιουργούν τη βάση επί της οποίας θα χτίσει η χώρα την παραγωγική βάση, την ανταγωνιστική της θέση, το νέο επίπεδο παραγωγικότητας δηλαδή όλα όσα απαιτούνται για να βελτιωθούν εισοδήματα και κέρδη, δηλαδή η αγοραστική δύναμη των κατοίκων αυτής της χώρας σε σύγκριση με εκείνη των άλλων κρατών.
Με την ευκαιρία, αλλά και ως παράδειγμα κρίσιμων προτάσεων, που δεν έχουν υλοποιηθεί και δηλώνουν την καθυστέρηση η οποία εμποδίζει δύο κρίσιμους τομείς να διορθώσουν αδυναμίες και να βελτιώσουν τον δυναμισμό τους, σημειώστε τα ακόλουθα:
Από τις 17 προτάσεις για την Οικονομία, που προβλέπουν απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία των Αγορών και αφορούν το θέμα «Επιχειρήσεις & Ανταγωνισμός» έχει εφαρμοστεί, πλήρως, μόνον ΜΙΑ, υπό τον τίτλο «Σταδιακή πώληση μετοχικών συμμετοχών του δημοσίου στις τράπεζες, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας σε ιδιώτες και επενδυτές», που έγινε με τον Νόμο 4941 του 2022.
Οι υπόλοιπες 16 βρίσκονται «σε εξέλιξη». Ανάμεσά τους όμως είναι ζητήματα υψίστης σημασίας, όπως δείχνει η πρόταση με τίτλο «Επένδυση στην επέκταση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης». Στη σχετική έκθεση, την οποία συνέταξε η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, μόλις το 2024, εξηγείται το τιτάνιο έργο που έχουμε μπροστά μας, για το οποίο ελάχιστα είναι γνωστά στους πολίτες και τους άλλους ενδιαφερόμενους, ακόμη και τους βουλευτές.
Ιδίως εκείνους της αριστερής αντιπολιτεύσεως που είχαν σπεύσει στις πρώτες ημέρες της Βουλής του 2019 να με επικρίνουν με τον γνωστό βδελυρό τρόπο τους όταν ζήτησα από την αρμόδια Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Προστασίας Περιβάλλοντος να συζητήσει και να εξετάσει τα προβλήματα με τη διαχείριση των υδάτων, ειδικά από την πλευρά του κόστους. Δεν βαριέστε, μυαλό δεν είχαν οι άνθρωποι, ακόμη θυμάμαι τη μοχθηρή ειρωνεία των κκ. Φάμελλου και Σκουρλέτη που νόμισαν ότι η πρόταση μπορούσε να συμπτυχθεί σε κάποιο κρυφό σχέδιο δήθεν αύξησης της τιμής του νερού. Αλλά, όπως λέει και ο Κουτσούμπας και τώρα το γράφει και ο Τσίπρας «αυτοί είστε». Ολίγιστοι...
Πιο κοντά σε όσα παρακολουθούμε αυτές τις ημέρες βρίσκονται οι 12 προτάσεις της Έκθεσης για τον «Αγροδιατροφικό Τομέα», δηλαδή τους αγρότες που βρίσκονται στα μπλόκα ή στα χωράφια τους.
Σε αυτόν τον τόσο κρίσιμο τομέα μόνον 2 προτάσεις έχουν εφαρμοστεί, οι οποίες αφορούν την «Εφαρμογή νομοθετικών ρυθμίσεων που αυξάνουν την αυτονομία, την εσωτερική οργάνωση και την επιχειρηματική κατεύθυνση συνεταιρισμών» και τα «Οικονομικά κίνητρα για συμμετοχή σε συνεργατικά σχήματα και αυξημένη καθετοποίηση της αγροτικής παραγωγής».
Σημαντικές, δεν λέω, αλλά και η πρόταση «Μείωση κόστους και αύξηση παραγωγικότητας μέσω ορθής διαχείρισης φυτοπροστασίας, επιλογής πιστοποιημένων σπόρων υψηλών προδιαγραφών, ορθολογικής αγοράς γεωργικού εξοπλισμού και λιπασμάτων, αποτελεσματικής άρδευσης και εφαρμογής τεχνικών, όπως η συγκαλλιέργεια», είναι πολύ σημαντική αλλά βρίσκεται «σε εξέλιξη».
Ενώ, μια άλλη πρόταση, «Δημιουργία κινήτρων προσέλκυσης νέων αγροτών με υψηλότερη εκπαίδευση και καλύτερη ανταπόκριση στην αξιοποίηση σύγχρονων μεθόδων παραγωγής και επιχειρηματικών στρατηγικών» που δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί, λέει πολλά για τα πραγματικά αδιέξοδα του πρωτογενούς τομέα, πέραν των επιδοτήσεων στο πετρέλαιο και το ρεύμα.
Είναι κρίμα, αλλά τόσο σύνηθες, τόσο σοβαρά ζητήματα να μένουν κάτω από το ραντάρ, μέχρις ότου να ξεσπάσει κάποια μεγάλη κρίση που μας θυμίζει πόσο πίσω μένουμε, συνεχώς...
