Και μια και δύο και πολλές ακόμη εκθέσεις πραγματογνωμόνων. Όλες, πρακτικά, αφορούν όσα συνέβησαν μετά τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη. Όχι, προφανώς, ότι αυτά δεν έχουν σημασία, αν και (σχεδόν) όλοι οι συνάνθρωποί μας που σκοτώθηκαν, σκοτώθηκαν λόγω της σύγκρουσης ενώ ο αριθμός όσων έπληξε η επακολουθήσασα πυρκαγιά παραμένει άγνωστος.
Μετά και το πόρισμα Καρώνη ο δρόμος είναι διάπλατα ανοικτός για τις δίκες που πρέπει να γίνουν ώστε να ερευνηθούν από τους δικαστές όσα έχουν κάποια συνάφεια με το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.
Είναι σαφές, σε αυτό το χρονικό σημείο και στη βάση όσων γνωρίζουμε, ότι το αποκαλούμενο «μπάζωμα» δεν παίζει, πρακτικά, τον ρόλο που του απέδωσαν όσοι έσπευσαν να κτίσουν ερμηνείες που κατά κανόνα στηρίχθηκαν σε σενάρια βαθιάς συνωμοσίας.
Ο ανακριτής και ο εισαγγελέας που θα ολοκληρώσει το έργο που απομένει για να εκκινήσει η δίκη, διαθέτουν πακτωλό στοιχείων που πρέπει τώρα να συνδυαστούν και να οδηγήσουν σε όσα ακόμη κατηγορητήρια και παραπομπές απαιτούνται και, τελικά, να ξεκινήσει η εκδίκαση όσων πρέπει να δικαστούν.
Συνεχίζω να μην κατανοώ επαρκώς πώς και γιατί θα συνδυαστούν σε μια δίκη όσα αφορούν στην ατελή και καθυστερημένη εκτέλεση των προμηθειών ασφαλείας (αυτό που αποκαλούμε σύμβαση 717). Προφανώς, η ολοκληρωμένη εγκατάσταση συστημάτων ασφαλείας μειώνει τις πιθανότητες ανθρώπινων λαθών, όπως αυτά που οδήγησαν στη μετωπική σύγκρουση. Εξίσου προφανές είναι όμως ότι ακόμη κι αν είχαν τοποθετηθεί όλα τα συστήματα, αλλά το δρομολόγιο γινόταν μετά τις καταστροφές του Daniel η ασφάλεια θα στηριζόταν στους ανθρώπους των σιδηροδρόμων, του ΟΣΕ και της Hellenic Train.
Υπ’ αυτή την έννοια, αν πρέπει (και πρέπει) να δικαστούν οι ενέργειες και οι παραλείψεις που αφορούν στην εκτέλεση αλλά και στη λειτουργία των συστημάτων ασφαλείας θα μπορούσαν να δικαστούν ξεχωριστά.
Αλλά και οι ενέργειες που αποδίδονται στον Τριαντόπουλο και όσους ακόμη συνεργάστηκαν στα συμβάντα μετά τη σύγκρουση θα μπορούσε να γίνει χωριστά. Κυρίως επειδή δεν φρόντισαν για την «αγιοποίηση», όπως την αποκάλεσε το πόρισμα του ΕΔΟΑΣΣΑΜ, δηλαδή τη διαφύλαξη του χώρου του δυστυχήματος.
Η έκθεση Καρώνη θα βρει, αναπόφευκτα, τους επικριτές της. Πλην όμως θα βαρύνει ιδιαίτερα στις κρίσεις τόσο του ανακριτή, ο οποίος και τη ζήτησε, όσο και των επ’ ακροατηρίω δικαστών. Η βασική διαφορά βαρύτητας της συγκεκριμένης έκθεσης, σε σύγκριση με όλες όσες γνωρίζαμε μέχρι τούδε, είναι ότι κρίνει επί πραγματικών στοιχείων και γεγονότων, ενώ όλες οι άλλες εκθέσεις πραγματογνωμόνων στηρίζουν τα συμπεράσματά τους επί υποθετικών σεναρίων. Πλην όμως τα δικαστήρια δεν κρίνουν με υποθέσεις και χωρίς πειστήρια.
Σίγουρα δεν κρίνουν στη βάση των συναισθημάτων, που είναι δικαιολογημένα και πολύ βαριά. Ούτε, ευτυχώς, στη βάση του μικροπολιτικού συμφέροντος καθεμιάς και καθενός. Είναι ώρα να αφήσουμε, όλοι μας, τους δικαστές να κάνουν τη δουλειά τους. Ραντεβού στα δικαστήρια!