Προανακριτικές αντί εκλογές

Σημείωνα τις προάλλες ότι θεωρώ αδύνατον αλλά και αντίθετο στον κοινό νου, να πιστεύσουμε ότι οι βουλευτές θα κάνουν σωστά τη δουλειά της ανάκρισης. Αδύνατον πρακτικώς και ανθρωπίνως να αποδώσουν πραγματικές ευθύνες και όχι από αυτές που προσφυώς θυμίζουν «τυμβωρυχία» και μάλιστα να παραπέμψουν με κατηγορητήριο το οποίο δεν θα καταπέσει στο δικαστήριο. Ιδίως για τους βουλευτές των αντιπολιτεύσεων αλλά και της συμπολιτεύσεως, αν και για διαφορετικούς λόγους.

Επιπροσθέτως, όλα τα κόμματα έχουν συμφωνήσει ότι οι διαδικασίες ελέγχου πρέπει να αλλάξουν συθέμελα για τις, σύμφωνα με το Νόμο, υπουργικές ευθύνες, όταν προκύπτει θέμα παράβασης ή αμέλειας ή παραμέλησης των καθηκόντων μελών του υπουργικού συμβουλίου. Έχουν μάλιστα συμφωνήσει ότι η συνταγματική αλλαγή, μετά από εκείνη που εισηγήθηκε η Νέα Δημοκρατία και ήδη ισχύει η οποία μάλιστα κρατά ζωντανή την έρευνα για όσο χρόνο χρειαστεί, είναι μάλλον απλή: όλες οι υποθέσεις, πλην ελαχίστων που κρίνονται «πολιτικές», θα προκρίνονται απευθείας στη Δικαιοσύνη, άνευ διαμεσολάβησης της Βουλής.

Επομένως, η συζήτηση που γίνεται αυτές τις μέρες για τη σύσταση προανακριτικής, η οποία μάλιστα θα λειτουργήσει ως Μηντιακό και Πολιτικό Δικαστήριο αφορά μόνον και αποκλειστικά την «απόλαυση» που θα προσφέρουν ορισμένοι βουλευτές στους ακολούθους τους κατά τον μεταξύ τους ανταγωνισμό στο ποιος «καλύτερα» θα κατασπαράξει υπουργό Καραμανλή. Με τον κρύφιο πόθο και το φανερό μίσος να γκρεμιστεί το φάντασμα του Καραμανλισμού που κυνηγά επί δεκαετίες την αριστερά και τους πράσινους συνοδοιπόρους της. Επικουρικώς, τα κόμματα-εισαγγελείς προσδοκούν να εισπράξουν κέρδη από τον διασυρμό του Κυριάκου Μητσοτάκη και δι’ αυτού των Μητσοτάκηδων.

Όλα τα άλλα είναι ως εκ περισσού και εις επίρρωσιν αυτού σημειώνω πως ο... Περισσός συμπλέει με τους «συμβιβασμένους» της υπόλοιπης αντιπολιτεύσεως, απλώς και μόνον γιατί το ΚΚ πολύ διασκεδάζει κάθε φορά που το αστικό καθεστώς περνά παρόμοιες κρίσεις.

Για να το κάνω όσο πιο απλό είναι δυνατόν, για να στηρίξει οι κατηγορίες που σκέφτηκε το ΠΑΣΟΚ, το μόνο κόμμα που μέχρι στιγμής μίλησε φανερά, είναι τέτοιες που αν καταδικαστεί βαρύτατα ο Καραμανλής θα έπρεπε οι τσιγγάνοι που έκλεβαν και έτσι διέλυαν συστηματικά τα συστήματα ασφαλείας του ΟΣΕ, αλλά και οι εταιρείες που ανταγωνιζόντουσαν στην κατάποση των σχετικών κονδυλίων, αλλά και οι δικηγόροι τους που μπλοκάριζαν με ενστάσεις και αγωγές την ολοκλήρωση των σχετικών εργασιών όπως και κάποιοι μεταξύ των συνδικαλιστών που έστησαν το σύστημα ΟΣΕ να πάνε όλοι φυλακή για πολλά χρόνια.

Για να το σοβαρέψουμε, ενόσω εξακολουθώ να πιστεύω ότι κάθε υπουργός έχει συγκεκριμένες διαχειριστικές ευθύνες και όχι αορίστως «πολιτικές», η προσπάθεια που εξελίσσεται προκειμένου να διατηρείται η σύγχυση στην κοινή γνώμη πάνω στο πραγματικό ηθικό βάρος που καταπλακώνει τις ψυχές όλων μας είναι κατάφορα παραπειστική.

Μεταφέρω εδώ απόσπασμα άρθρου της νομικού Μαίρης Αποστολίδη στο αδελφικό «Μακεδονικά Νέα, mkdn.gr»: «Η ποινική ευθύνη δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα γενικό κλίμα διοικητικής ανεπάρκειας, ούτε να συναχθεί από την πολιτική ευθύνη ως τέτοια. Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μορφών ευθύνης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατικής έννομης τάξης. Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ υποπίπτει στην πλάνη της μεταφοράς ποινικής ευθύνης, δηλαδή στην προσπάθεια να αποδοθεί ποινική ευθύνη με βάση το αξίωμα και όχι με βάση πράξεις που θεμελιώνουν τύπο εγκλήματος.  

Επιπλέον, ακόμα και αν η εν λόγω πρόταση στηριζόταν σε πράξεις παράλειψης, θα όφειλε να στοιχειοθετήσει συγκεκριμένη νομική υποχρέωση ενέργειας - garantenstellung, του υπουργού ως προς τον σιδηροδρομικό κίνδυνο, αλλά και τη δυνατότητα άμεσης αποτροπής του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Δεν προκύπτει τίποτε τέτοιο».

Με κάποιο τρόπο, οφείλουν και οι αντιπολιτεύσεις να κατανοήσουν τη διάκριση μεταξύ διοικητικής, διαχειριστικής και πολιτικής ευθύνης, αφού τόσο πολύ επιμένουν να μπερδεύουν τα πράγματα. Ορθώς -και σε αυτό συμφωνούμε όλοι, η Πολιτεία θα δικάσει όποιον έχει την παραμικρή ευθύνη στη μεγάλη εικόνα μέσα στην οποία μάτωσε την κοινωνία το δυστύχημα των Τεμπών.

Ορθολογικά όμως θα πρέπει να αποφασίσουμε αν προτού η χώρα πάει σε εκλογές θα πρέπει, κάθε φορά, να δικάζονται οι υπουργοί για όποιο παράπτωμα θα έκριναν όποιοι θα είχαν κάποιο έννομο συμφέρον. Με άλλα λόγια, οι αντιπολιτεύσεις δεν πιστεύουν στην απόδοση δικαιοσύνης, απλώς θέλουν να κρατούν «ζεστές τις μηχανές» της απογοήτευσης σε βάρος της κυβέρνησης, μέχρις ότου έρθουν και παρέλθουν οι προσεχείς εκλογές. Κι επειδή ένα δικαστήριο χρειάζεται τον χρόνο του, θέλουν τώρα να αντικαταστήσουν τις κάλπες με όσες προανακριτικές καταφέρουν να στήσουν.