Δεν σας κρύβω ότι η «επιθετικότητα» την οποία έχει εσχάτως αναπτύξει η πλευρά ΠΑΣΟΚ, μου αρέσει. Στριμωγμένος ο Νίκος Ανδρουλάκης, συνεχώς, μεταξύ της αδιαμφισβήτητης πρωτοκαθεδρίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, της μετεωρικής ανόδου της Ζωής Κωνσταντοπούλου και, εσχάτως, της δημοσκοπούμενης επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα, τα «λέει χύμα». Κι ό,τι βγει. Πυροβολεί αδιακρίτως, χωρίς να υπολογίζει μήπως ξεμείνει από πολεμοφόδια, ούτε που φοβάται μήπως γίνει ρεζίλι όταν οι πολίτες θα πάρουν «μολύβι και χαρτί» για να ζυγίσουν όσα λέει. Μόνο να κερδίσει έχει την ώρα που όλοι διαπιστώνουν πως θα είναι το σίγουρο θύμα της ήδη εξελισσόμενης εκλογικής σύγκρουσης.
Άλλο όμως αυτό κι άλλο να ξεχάσουμε κι όσα γνωρίζαμε. Λέει, για παράδειγμα, σε προς τον εκπρόσωπο Μαρινάκη απάντησή του το ΠΑΣΟΚ: «Ευτυχώς δεν έχουμε οικονομολόγους σαν αυτούς που έχει η Νέα Δημοκρατία και οδήγησαν τη χώρα στον πάτο των επιδόσεων ως προς την αγοραστική δύναμη των πολιτών και την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Που διογκώνουν συνεχώς το δημόσιο χρέος και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των καρτέλ.» Υπερβολές.
Το δημόσιο χρέος οδεύει μειούμενο, κινείται δηλαδή προς το καλύτερο. Πρέπει να αποφασίσουν εκεί στο ΠΑΣΟΚ αν δεν θέλουν να αποπληρώνει ο Μητσοτάκης μέρος του χρέους αλλά να ξοδεύει τα χρήματα αυτά σε περισσότερες και μεγαλύτερες παροχές. Είναι όμως γεγονός, αντικειμενικά μιλώντας, ότι η διαχείριση του χρέους δημιουργεί την ασπίδα που χρειαζόμαστε την ώρα που η Γαλλία υποφέρει ήδη στις αγορές ομολόγων, ενώ η Ελλάδα δανείζεται φθηνότερα.
Εξίσου ακατανόητες είναι οι μπερδεψοδουλιές των στελεχών του με τα οικονομικά μεγέθη, όταν αναφέρονται σε παροχές που ζητούν να εισαγάγει η κυβέρνηση. Αμφισβητεί ο Τσουκαλάς τον Μαρινάκη γιατί, λέει, αρκεί να υπολογίζουμε τις δαπάνες του κράτους «καθαρές» δηλαδή αφότου θα έχουμε αφαιρέσει τους φόρους και άλλες κρατήσεις που εισπράττει το κράτος επί όσων πληρώνει το ίδιο κράτος, προκειμένου για βρούμε το πραγματικό κόστος για το κρατικό ταμείο.
Πρωτότυπη λογιστική. Σίγουρα όμως τόσο «δημιουργική», που θα οδηγούσε σε σίγουρη κατακραυγή των απανταχού παρόντων ελεγκτών των Βρυξελλών αφού θα καταπατούσαμε στοιχειώδεις ευρωπαϊκούς κανόνες που προσδιορίζουν με ακρίβεια τριών μηδενικών όσα επιτρέπεται να προσθέσουμε στις τρέχουσες, δηλαδή τις πραγματικές καταβολές, των κρατικών δαπανών.
Το ίδιο ισχύει με το καθόλου δημιουργικό μπέρδεμα, ανεπίτρεπτο για πρωτοετείς οικονομολόγους, μεταξύ τρεχουσών και σταθερών μεγεθών του εθνικού εισοδήματος. Σε τρέχουσες τιμές, δηλαδή εκείνες που ισχύουν στην πράξη, προτού αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό, μεταξύ 2024 και 2019 ο Μητσοτάκης αύξησε την «πίτα» κατά κάτι περισσότερο από 100 δισ. ευρώ. Αν όμως αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό, η ίδια αύξηση περιορίζεται σε μόλις 32 δισ. ευρώ.
Να τον επευφημήσουμε για το πρώτο ή να τον επιτιμήσουμε για το δεύτερο; Κάπως πρέπει να μας το διευκρινίσει το ΠΑΣΟΚ. Η αγοραστική δύναμη μετράται πάντως με το δεύτερο, μικρότερο, νούμερο. Και δεν είναι καθόλου λίγα, αφού αναλογούν σε πραγματική, μετά τον πληθωρισμό, βελτίωση του εθνικού εισοδήματος κατά 11% σε μια πενταετία παρά την τεράστια ύφεση που προκάλεσε ενδιαμέσως η πανδημία, η οποία έφθασε στο ίδιο, συμπτωματικά, ποσοστό (-11,3%).
Η συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ (την οποία κοπιάρει από αντιπολιτευτική προχειρότητα και ο κ. Φάμελλος) είναι ανοίκεια. Με τη φροϋδική έννοια. Πλην όμως η κυβερνητική πράξη δεν μπορεί να απαιτεί ψυχαναλυτικές μεθόδους για να γίνει κατανοητή στους πολίτες. Θα ήταν καλύτερα για το ΠΑΣΟΚ να μας διαφωτίσει με πραγματικές προτάσεις, όπως, για παράδειγμα, ποια κλίμακα και με ποιους συντελεστές παρακράτησης προτείνει να γίνεται η φορολόγηση των εισοδημάτων που καταφέρνουν, με σκληρή δουλειά, να κερδίζουν οι εργαζόμενοι.