Επιλέγουμε, κατά κανόνα αν όχι αποκλειστικά, τις χειρότερες εικόνες, μεταξύ όσων αναδύονται στις στατιστικές που μας μιλάνε για τις οικονομικές και επομένως κοινωνικές δυνατότητες των συμπολιτών. Λογικό. Θέλουμε μια κοινωνία ισότητας, ένα ισόμετρο σύνολο ευημερούντων πολιτών. Κι ας γνωρίζουμε ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί με διατάγματα. Υπάρχει όμως -κι ευτυχώς- μια κοινωνία που τα καταφέρνει, άλλοτε καλύτερα και αλλού χειρότερα.
Σε αυτή την πλευρά, μια προχθεσινή εικόνα που μας δίνει η Στατιστική, στο θέμα «Υγεία και Συνθήκες Διαβίωσης των Παιδιών ηλικίας έως 15 ετών» έχει το δικό της ενδιαφέρον. Θα κοιτάξω, κι ελπίζω να μη σας φανεί προκλητικό, την πλευρά όσων «τα καταφέρνουν», δηλαδή εκείνων που η Στατιστική χαρακτηρίζει «μη φτωχούς». Σημειώστε ότι η συγκεκριμένη Έρευνα αφορά στα εισοδήματα του 2023, αλλά η εικόνα δεν αλλάζει άρδην.
Ποιο είναι λοιπόν το τμήμα του πληθυσμού που δηλώνει «οικονομική αδυναμία» να προσφέρει (α’) εξωσχολικά βιβλία στο σπίτι, (β’) παιχνίδια εσωτερικού χώρου, (γ’) εξοπλισμό υπαίθριων δραστηριοτήτων αναψυχής, (δ’) ένα -τουλάχιστον- γεύμα με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι σε καθημερινή βάση, (ε’) φρούτα και λαχανικά κάθε μέρα μια φορά, (στ’) δύο ζευγάρια υποδημάτων στο σωστό μέγεθος ή (ζ’) κάποια καινούργια ρούχα;
Οι σωστές, πάντα με τη στατιστική έννοια, απαντήσεις είναι οι εξής: α’=2,4%, β’=2,1%, γ’=4%, δ’=4,5%, ε’=1,3%, στ’=1,1% και ζ’=0,8%.
Η διαπίστωση είναι απλή: η κατάσταση είναι καλύτερη από εκείνη που πολλοί θα περιμένατε, αφού μεταξύ όσων «τα καταφέρνουν» είναι λίγοι εκείνοι που τελικά «δεν μπορούν».
Εξίσου καλό μήνυμα είναι αυτό που καταγράφεται με το 99% των παιδιών μέχρι 15 ετών να έχει «πολύ καλή ή καλή υγεία» και «μόνο» το 0,6% όσων χρειάστηκαν ιατρική εξέταση ή θεραπεία για το παιδί να μην την έλαβαν κυρίως επειδή (88%) υπήρχε «μεγάλη λίστα αναμονής» ή/και το «επόμενο διαθέσιμο ραντεβού ήταν πολύ αργά». Συνδυαστικά, μόλις το 3,3% που χρειάστηκε οδοντιατρική φροντίδα δεν την είχε, με προφανή λόγο το οικονομικό ζήτημα.
Θα ρωτήσετε βεβαίως πόσοι είναι οι «μη φτωχοί» και οι «μη έχοντες». Δεν είναι λίγοι, αλλά είναι λιγότεροι από όσο πιστεύουμε. Το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει «κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού», έτσι το προσεγγίζει η Στατιστική, είναι, πρακτικά, ένα νοικοκυριό σε κάθε πέντε και έχει πολύ λίγο αλλάξει τα τελευταία χρόνια: 21% το 2014 και 19% το 2023. Πιο σημαντικό είναι ότι «μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις», δηλαδή τα προβλεπόμενα κρατικά επιδόματα, ο κίνδυνος «παιδικής φτώχειας» είναι μεγαλύτερος (22,4%).
Θα πρέπει όμως να ρωτήσετε πως ορίζουμε το επίπεδο κάτω του οποίου μιλάμε για φτώχεια. Αυτό είναι πιο δύσκολο. «Ως κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ορίζεται το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος», λέει η Στατιστική, ακολουθώντας τον ευρωπαϊκό και διεθνή κανόνα. Προσοχή, η διάμεσος δεν είναι ο μέσος όρος, δεν είναι η μέση τιμή, αλλά η μεσαία τιμή. Μπέρδεμα; Προφανώς. Αλλά είναι το σωστό «μπέρδεμα». Σημασία έχει η κατανομή, δηλαδή τα εισοδήματα κάθε ομάδας και όχι όλο «εθνικό» εισόδημα από τη μια και όλος μαζί ο πληθυσμός από την άλλη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το «κατώφλι φτώχειας» βρίσκεται στις 11.000 περίπου ευρώ ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα στις 20.103 ευρώ. Ειδικότερα το «κατώφλι» είναι 6.510 στο μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σχεδόν 14.000 για οικογένεια με δύο ενήλικες και δύο παιδιά κάτω των 14 ετών.
Με άλλα λόγια, όπως το δείχνουν και τα στοιχεία για ένα τόσο ευαίσθητο θέμα όπως η δυνατότητα μιας οικογένειας να στηρίξει το παιδί της, η κατάσταση δεν είναι αυτή που -δικαίως, αλλά για άλλους λόγους- δείχνουν τα media και, κατά κανόνα, χρησιμοποιείται σε «δραματικές» ομιλίες πολιτικών και τελικά έχουμε έτοιμη στο κεφάλι μας. Είναι καλύτερη ή χειρότερη θα το κρίνει ο καθένας με τον τρόπο του.
Εκείνο που οφείλουμε να προσέξουμε είναι η σημασία της κρατικής παρέμβασης και, ακολούθως, αλλά ίσως ακόμη πιο σημαντική, η πραγματική αντιμετώπιση από εμάς τους ίδιους. Είναι απαραίτητη μια διαφορετική, περισσότερο εξωστρεφής, συλλογική και κοινωνική αντιμετώπιση όσων, στο άμεσο αλλά ευρύ περιβάλλον, όπως είναι το σχολικό, αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Μια πραγματική κοινωνία διαμοιρασμού πέραν του κράτους (ακόμη και του Δήμου ο οποίος πρέπει, σε κανονικές άρα όχι «ελληνικές», συνθήκες να έχει τις ευαίσθητες κεραίες) μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Είμαστε πίσω, ως κοινωνία, συγκριτικά με άλλες, που τις λέμε «σκληρά» καπιταλιστικές ή προτεσταντικές. Μακάρι να δείχναμε πιο συχνά, πιο οργανωμένα και, τελικά, πιο αποτελεσματικά την ενσυναίσθηση που προκάλεσε το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Δυστυχώς όμως, η τόσο ευτελής μικροκομματική εκμετάλλευση παρόμοιων γεγονότων δείχνει τελικά πόσο εύκολα καταπίνουν την καλή σπορά, τα ζιζάνια και γιατί, τόσο συχνά, η φτώχεια «δεν παλεύεται».