Ακόμη και το ερώτημα είναι άτοπο. Αν σε κάτι αξίζει η Δημοκρατία είναι για το απόλυτο δικαίωμα έκφρασης γνώμης, το οποίο άλλωστε ασκούμε σ’ αυτή τη χώρα με βουλιμία. Ακόμη και ακατάσχετοι μύδροι ενδύονται τη συγκεκριμένη ελευθερία. Απαιτούν μάλιστα το προνόμιο να το κάνουν εκείνοι δίχως κανείς να μπορεί να αξιολογήσει, τα όσα λέγουν.
Εκείνοι που πρώτοι έχουν καθήκον να ομιλούν, όποτε το κρίνουν απαραίτητο, είναι οι «πρώην». Όσοι δηλαδή υπηρέτησαν από διάφορες δημόσιες θέσεις τον τόπο, το κράτος, το κόμμα τους ή κάποιον άλλο από τους θεσμούς της πολιτείας.
Αφού λοιπόν συμφωνήσουμε ότι οι δημόσιες παρεμβάσεις των πρώην είναι χρήσιμες, πρέπει να προσθέσουμε ότι όσοι χρημάτισαν πρωθυπουργοί, υπουργοί κ.ά., για παράδειγμα, έχουν πολλαπλάσιο καθήκον να μιλούν ανοικτά όταν εντοπίζουν κινδύνους. Εκείνους ιδίως τους κινδύνους που μπορεί να διαταράξουν κοινωνικές, και οικονομικές ισορροπίες ή, έτι περισσότερο, κινδύνους που συνδέονται με τις εθνικές προτεραιότητες.
Μην ξεχνούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν επιπροσθέτως την ευθύνη να μιλήσουν επειδή θα τους ζητήσουμε και τον λογαριασμό, γιατί δεν μίλησαν υπολογίζοντας το κομματικό «συμφέρον» ή την προσωπική τους... ηρεμία, όταν είδαν το πρόβλημα να έρχεται κατά πάνω μας.
Μου έρχεται πάντοτε το υπόδειγμα του Κώστα Σημίτη όταν, το 2008, κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού του Κράτους αναφέρθηκε δύο φορές στον κίνδυνο υποχρεωτικής προσφυγής στην αναγκαστική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της χώρας από το ΔΝΤ. Εν συντομία, ο πρώην πρωθυπουργός είχε αναφέρει τα ακόλουθα:
«Αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και (...) καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (αφού) στην περίπτωση που παρουσιαστούν δυσκολίες δανεισμού του ελληνικού κράτους θα έχει δοθεί η αφορμή να διατυπωθεί η υπόδειξη, ότι η λύση του προβλήματος θα πρέπει να επιζητηθεί μάλλον με προσφυγή στο ΔΝΤ».
Έξι μήνες αργότερα (12/6/2008), ο Γιώργος Παπανδρέου, τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, έθεσε τον τέως πρωθυπουργό «εκτός» κοινοβουλευτικής ομάδας, επειδή ο βουλευτής Σημίτης διαφώνησε ανοικτά με την απαίτηση Παπανδρέου να τεθεί σε δημοψήφισμα η νέα συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αργότερα, ο Γιώργος Παπανδρέου είδε με άλλο μάτι εκείνες τις συγκρούσεις, όπως έγραψε τις ημέρες της αποδημίας του τέως Πρωθυπουργού: «Αν σήμερα υπάρχει κάτι που με στεναχωρεί, είναι ότι δεν αφιέρωσα χρόνο, μετά την πρωθυπουργία μου, να βρεθώ με τον Κώστα Σημίτη, παρότι πάντα λέγαμε να βρεθούμε μακριά από την καθημερινότητα της πολιτικής, για να αναστοχαστούμε, ενθυμούμενοι το παρελθόν αλλά διερευνώντας το μέλλον της πατρίδας».
Αλλά και ο άλλος πρώην πρωθυπουργός, ο Κώστας Καραμανλής, που δημοσίως άσκησε προσεκτική κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη προχτές, είχε διαγράψει έξι στελέχη της ΝΔ. Μεταξύ των οποίων τον Γιώργο Σουφλιά. Τον «σοφό» συνυποψήφιό του στη διεκδίκηση της προεδρίας της ΝΔ επειδή ο Σουφλιάς είχε αρνηθεί, το 1998, να καταψηφίσει την αποκρατικοποίηση των ΔΕΚΟ που προώθησε τότε η κυβέρνηση Σημίτη. Ο ίδιος Καραμανλής που, πριν λίγο καιρό (Νοέμβριος 2024), επέκρινε τη διαγραφή Αντώνη Σαμαρά λέγοντας, πολύ σωστά, ότι «η άλλη γνώμη, η διαφορετική ανάγνωση, ακόμα και η έντονη κριτική δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται. Και πάντως δεν αντιμετωπίζονται με πειθαρχικά μέτρα, καθιστώντας μάλιστα δυσχερέστερη την απαραίτητη εθνική ομοψυχία για τη στήριξη της εθνικής γραμμής».
Υπάρχουν προφανώς και άλλα, πολλά, παραδείγματα πολιτικών διαφωνιών που τιμωρούνται από τον κομματικό τους χώρο με αποκλεισμούς και αποπομπές κάποτε και με διαπομπεύσεις.
Είναι καιρός για τα ελληνικά αστικά κόμματα να αφήνουν τις διαφωνίες να ανθίζουν, ειδικά στο υψηλό επίπεδο των «πρώην». Ας υπόκεινται αυτές στην κρίση των ανθρώπων κάθε κόμματος και, βεβαίως, των πολιτών. Ειδικά στον φιλελεύθερο χώρο τον οποίο εκφράζει με συνέπεια επί πέντε δεκαετίες το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Μέχρι και ο Τσίπρας, εν μέσω της νεοσταλινικής ζύμωσης που επιχειρεί με τα απομνημονεύματά του, έχει καταλάβει πως όταν δεν χωνεύεις (δηλαδή διαφωνείς...) με τους συντρόφους και συνεργάτες σου, φεύγεις εσύ (όπως και έκανε με δύο κινήσεις), φτιάχνεις ένα νέο σχήμα και διαλέγεις εσύ τους συνοδοιπόρους σου.
Εξάλλου, υπάρχει στην ελληνική πολιτική σκηνή, ένα κόμμα, που τα έχει με σαφήνεια λύσει όλα τούτα, όπως με δύο λόγια τα είχε ξεκαθαρίσει ο εκ των αειμνήστων ηγετών του Κώστας Λουλές: «Τα μέλη του ΚΚΕ είναι ελεύθερα να εκφράζουν την άποψη τους αρκεί να είναι η σωστή».
