Το μοιραίο προεδρικό τραπέζι του 2015

Τελικά, η κύρια ικανότητα του ανδρός είναι το θράσος. Ακόμη χειρότερα επειδή το συνδυάζει με άγνοια. Αυτός είναι ο πιθανότερος συνδυασμός που τον οδηγούσε σε μια τόσο άμεση αλλά, προφανώς πειστική χρήση του ψεύδους.

Ο λόγος για τον Αλέξη Τσίπρα, τέως πρωθυπουργός, τέως αρχηγός αξιωματικής αντιπολίτευσης, τέως επικεφαλής της πιο επιδραστικής αριστερής πλατφόρμας. Μεγάλη ατυχία.

Κι όμως, αυτό ο άνθρωπος, με αυτά τα χαρακτηριστικά, έκανε κάτι που κανείς άλλος από τους αρχηγούς της περιόδου 2007-2018, μιας ολόκληρης δεκαετίας, δεν τόλμησε να κάνει. Και το έκανε καλά. «Καλά» με την έννοια της αποτελεσματικότητας, σε κάθε στιγμή της μακράς αυτής περιόδου. Καταπάτησε κάθε πιστεύω του και κάθε υπόσχεση, ακόμη και την ψήφο του Λαού.

Η επιλεκτική ανάγνωση επιλεγμένου μέρους της μερικώς μόνον καταγεγραμμένης συζήτησης μεταξύ των Παυλόπουλου, Τσίπρα, Μεϊμαράκη, Γεννηματά, Θεοδωράκη και Κουτσούμπα το πρωινό της Δευτέρας 6ης Ιουλίου 2015, επί περισσότερες των επτά ωρών, είναι, ακόμη κι έτσι, αποκαλυπτική.

Ο Τσίπρας πήγε στη σύσκεψη με τόσο μεγάλα γεγονότα, όπως το δημοψήφισμα της προηγούμενης μέρας, να μην έχουν κανένα αποτύπωμα. Δηλαδή, ούτε τα στοιχειώδη του μαρξισμού δεν κατείχε ο άνθρωπος. Κι ας ήταν ο ίδιος, εκείνος ο βασικός μοχλός που χρησιμοποίησε, εκείνες τις ώρες, η Ιστορία για να βρει μια νέα ισορροπία. Προφανώς το έκανε με τη βοήθεια εξαπατημένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται φίλοι του τότε προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, του ιδίου του Βαγγέλη Μεϊμαράκη κατά την αυθόρμητη και μετ΄επιχειρημάτων μάλιστα αφήγησή του, την οποία, μέχρις ώρας, δεν έχει διαψεύσει.

Ο Τσίπρας πήγε στο Καθαρτήριο που προσεκτικά του ετοίμασε ο Προκόπης Παυλόπουλος, χρησιμοποιώντας γι αυτό τις ειδικές εξουσίες που παρείχε το Σύνταγμα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εξεβίασε τεχνηέντως και πειστικά τους τρομοκρατημένους αρχηγούς, εμφανιζόμενος πρόθυμος να σταλεί, προς των αδημονούντα Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολαντ, μέχρι τη δωδεκάτη μεσημβρινή, μια «αυθεντική» και ομόθυμη ερμηνεία της λαϊκής ψήφου.

Τι ζήτησε ο Τσίπρας; «Ως πρωθυπουργός, η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, καλούμαστε σήμερα, να χαράξουμε τη διαπραγματευτική στρατηγική της χώρας και την πορεία της το επόμενο διάστημα, με δεδομένο τον σεβασμό στην λαϊκή ετυμηγορία».

Μακροπρόθεσμη λύση; Καθόλου. Έχει μείνει κολλημένος στην καταστροφική διαπραγμάτευση των προηγουμένων πέντε μηνών, ζητώντας μόνον μια κάποια προσωρινή διέξοδο. Θέλει χρήματα για να επιβιώσει η συγκυβέρνηση, τα οποία έπρεπε, κατά τον Τσίπρα, να δώσει η Ευρωτράπεζα: «να παρέχει έκτακτη ρευστότητα μέχρι να βρεθεί συμφωνία, για λόγους ουσιαστικούς, αλλά και για λόγους ανθρωπιστικούς. Διότι η χώρα βρίσκεται μπροστά σε κίνδυνο ανθρωπιστικής κρίσης, εάν η στάση της ΕΚΤ παραμείνει αρνητική». Μα το ίδιο ζητούσε και ο Βαρουφάκης, γιατί τον απέλυσε εκείνο το ίδιο πρωινό;

Το υπενθυμίζει στους πολιτικούς αργηγούς που καμώνονται τους ανήξερους: «Στις 30 Ιουνίου η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτημα προς τον ESM για διετή δανειακή συμφωνία με πλήρη χρηματοδοτική κάλυψη και αναδιάρθρωση χρέους προς το EFSF, ώστε να καταστεί βιώσιμο, καταθέτοντας ως πλαίσιο προαπαιτούμενων δράσεων για αυτήν την συμφωνία το πλαίσιο της πρότασης Γιούνκερ που ήρθε μετά το τελεσίγραφο των δανειστών».

Ζητούσε δηλαδή να τον απαλλάξουν οι Ευρωπαίοι, με το έτσι θέλω, και από τις άμεσες και από τις μεσοπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας. Να απαλλαγεί δηλαδή η τετραετία Τσίπρα-Καμμένου από τις υποχρεώσεις που είχε η χώρα έναντι του ΔΝΤ, της ΕΚΤ, των ιδιωτών ομολογιούχων και των σχετικών τόκων. Αυτά και τίποτε λιγότερο...

Ήταν ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο χωρίς μια συμφωνία επί ενός προγράμματος που θα διασφάλιζε ότι η Ελλάδα θα έβαζε κι αυτή κάτι από την τσέπη της; Όχι βέβαια. Αλλά, αφού μάλιστα είχαν ξοδέψει όσα είχε μαζέψει η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, ο μόνος τρόπος για να υπάρχει κάτι στην «κρατική τσέπη» ήταν να προκύψει ένα κάποιο πλεόνασμα στον προϋπολογισμό. Και για να προκύψει τέτοιο πλεόνασμα, θα έπρεπε να ληφθούν σφικτά μέτρα και στην πλευρά των δαπανών και σε εκείνη των εσόδων.

Εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο και πιο βαρύ λάθος Τσίπρα. Αν, όταν ανέλαβε, τον Ιανουάριο, είχε κλείσει στα γρήγορα τις εκκρεμότητες του δεύτερου μνηνονίου, καταγεγραμμένες στο γνωστό μέιλ Χαρδούβελη, δεν θα είχε χρειαστεί τρίτο μνημόνιο. Είναι μάλιστα εξαιρετικά πιθανόν ότι η Ελλάδα θα εύρισκε, σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των 8-14 μηνών, τον διάδρομο εξόδου από την δημοσιονομική κρίση.

Αρκεί να είχε εμπιστευτεί τις αγορές. Μετά το κούρεμα του χρέους το 2012, με διασφαλισμένους τους δανειακούς πόρους από τους Ευρωπαίους και τη ρευστότητα από την ΕΚΤ, οι αγορές θα κοιτούσαν την επόμενη και μεθεπόμενη μέρα της Ελλάδας. Με το ιστορικό εχέγγυο που έδωσε ο Ντράγκι, πρόεδρος τότε της ΕΚΤ, με την ρήση «whatever it takes» θα είχαμε μια σπουδαία ασπίδα κάλυψης των ακόμη μεγάλων κινδύνων, που βάραιναν τις προσδοκίες για την ελληνική οικονομία.

Επιπλέον, με τις τιμές όλων των αξιών να έχουν υποστεί ιστορικό βύθισμα, θα είχαμε γίνει, το αργότερο μέσα στο 2016, χώρα ευκαιριών. Που σημαίνει ότι θα είχαμε σοβαρή εισροή κεφαλαίων υποστηριζόμενη από εσωτερική ανάκαμψη.

Αντ’ αυτού προτίμησε να τινάξει τα πάντα στον αέρα.

Είναι εκπληκτικό κάτι ακόμη: μπορεί ο Τσίπρας να ήταν ό,τι ήταν και να μην είχε δυο δράμια εμπειρία και μυαλό πρωθυπουργού. Δεν βρέθηκε όμως κανείς σε εκείνο το προεδρικό τραπέζι να του πει κάτι έξυπνο και πρακτικό για να βγούμε από το τέλμα, έστω εκείνη την αποφράδα ώρα;

Προφανώς δεν ήταν μόνον ο Τσίπρας που δεν κατανοούσε τίποτε από αγορές. Γύρω από το μοιραίο εκείνο προεδρικό τραπέζι υπήρχαν μόνον μοιραίοι άνθρωποι της πολιτικής, οπαδοί του μοιραίου κρατισμού. Η μεγάλη «αμαρτία» αυτής της χώρας!