Η πάντοτε κακή σχέση Τσίπρα και αριθμών

Πριν γίνει πρωθυπουργός και ακόμη περισσότερο όταν έγινε, ο Αλέξης Τσίπρας είχε «κακή σχέση» με τους αριθμούς. Και ακόμη χειρότερη με όσα λένε οι αριθμοί. Το δεύτερο είναι χείριστο του πρώτου, ειδικά όταν έχεις στα χέρια σου τις τύχες ενός ήδη ταλαιπωρημένου λαού, από αυτήν ακριβώς την «στρεβλή σχέση» της πολιτικής και των πολιτικών με τα στοιχεία.

Απ’ αυτή την άποψη δεν με εκπλήσσει ότι επιχειρώντας την επάνοδό του στο πολιτικό προσκήνιο, ο Τσίπρας εμφανίζεται ξανά ως jongleur, με τη μεσαιωνική ερμηνεία της δουλειάς των ταχυδακτυλουργών.

Για παράδειγμα, ο Τσίπρας είπε στις οικονομικές στήλες της Le Monde πως το 2015 «Η συντηρητική κυβέρνηση μας είχε αφήσει ένα χρέος που αντιπροσώπευε το 180% του ΑΕΠ, και άδεια ταμεία.» Η αλήθεια είναι πως το χρέος είχε ανέβει λόγω της αναγκαίας εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών και της ύφεσης που αυτή προκάλεσε.

Θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το 2018 το χρέος είχε πάει στο 186% και γιατί το 2025 θα πέσει κάτω από το 150%, παρόλο τον έκτακτο δανεισμό που προκάλεσε η πανδημία. Είναι επίσης αλήθεια ότι τα ελλειμματικά ταμεία της κρίσης είχαν γεμίσει. Δεν μιλά γι αυτά, εκ του πονηρού.

Είπε ακόμη πως με το δημοψήφισμα «ήθελα να επιτύχω ένα καλύτερο αποτέλεσμα για τον ελληνικό λαό (...) μέσω μιας μορφής δραματοποίησης, να επιτύχω παραχωρήσεις από τους πιστωτές.» Συνέβη το αντίθετο και ακόμη σήμερα επιμένει ότι με τις παλαβομάρες του «η Ελλάδα μπόρεσε να αναδιαρθρώσει το δημόσιο χρέος της».

Ψέμματα. Αφού όλοι γνωρίζουμε ότι ήδη το 2012 η χώρα έχει καταφέρει το μεγαλύτερο κούρεμα χρέους που πέτυχε ποτέ μια χώρα. Είχε επιπλέον λάβει ρητώς τη διαβεβαίωση ότι με την ολοκλήρωση του δεύτερου μνημονίου θα της προσφερόταν νέα προσαρμογή του χρέους, όπως με επιμονή υπενθύμισε το ΔΝΤ ακόμη και στις δύσκολες ώρες της πιο τραγικής «διαπραγμάτευσης» του Ιουνίου 2015.

Αυτό που τελικά «πήραμε» ήταν λιγότερο σε ουσία και χρονικό ορίζοντα (μέχρι το 2032) ενώ το πληρώσαμε με δέσμευση και πάγωμα 37 δισεκατομμυρίων και την τεχνική υποθήκη ολόκληρης της περιουσίας του Κράτους. Τώρα δουλεύουμε σωστά για να στρώσουμε τα πράγματα πέραν του 2032.

Αν έχει άλλη άποψη, ας την διατυπώσει αλλά να μην τα ξεχνά. Ίσως να μας διαφωτίσει, εμάς και τον υπουργό του Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, στο βιβλίο του.

Είπε ακόμη το εξής παράδοξο: «ορισμένες μεταρρυθμίσεις ήταν χρήσιμες, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων (χωρίς την οποία) το συνταξιοδοτικό σύστημα θα είχε καταρρεύσει (ενώ σήμερα έχουμε) ένα από τα καλύτερα ποσοστά αναπλήρωσης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Δεν διευκρίνισε σε ποια «μεταρρύθμιση» αναφέρεται. Η δύσκολη προσαρμογή της συνταξιοδοτικής δαπάνης είχε γίνει μέχρι το 2015. Προφανώς «ντρέπεται» να αναφέρει τον νόμο-προκρούστη του Κατρούγκαλου, το πάγωμα των συντάξεων και την προσωπική διαφορά, την αθέτηση της υπόσχεσής του να καταργήσει την εισφορά αλληλεγγύης κ.λ.π.

Τέλος, ο κ. Τσίπρας χρησιμοποίησε και προχθές σε ανάρτησή του μη αληθοφανή στοιχεία των οποίων δεν γνωρίζουμε την προέλευση, για να ισχυριστεί ότι επί των ημερών του σημειώθηκε αύξηση στα εισοδήματα των φτωχότερων ενώ επί Μητσοτάκη μείωση των αντίστοιχων εισοδημάτων. Έναντι αυτού, θα μπορούσε όμως να προσέξει ότι ο κίνδυνος φτώχειας ήταν υπαρκτός για το 48% του πληθυσμού το 2015 και το 45% το 2018, αλλά μειώθηκε στο 31% το 2025 και θα έχει πέσει κάτω από το 30% πριν τις προσεχείς εκλογές.

Το παιχνίδι των αριθμών δεν ταιριάζει σε όσους δεν πιστεύουν στην ανοικτή κοινωνία και τη φιλελεύθερη οικονομία. Ας το έχει στο νου του, τώρα που θέλει να επανέλθει στα «πράματα», ο Αλέξης Τσίπρας.