Γιατί πληρώνουμε ΦΠΑ με «καπέλο»

Λόγος πολύς, έντονος και συχνά δίχως αντικειμενική βάση γίνεται για την ακρίβεια. «Τι έδωσε ο Μητσοτάκης για την ακρίβεια;» ρωτούσαν πολλοί χωρίς να μετρούν ούτε ένα ευρώ από όσα πρόκειται να πάρουν, στο χέρι, οι φορολογούμενοι μετά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, που θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2026.

Κι όμως, το καλύτερο που μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του κόστους ζωής είναι να παίρνει ένα μικρότερο μέρος από εκείνα που βγάζουν οι πολίτες ώστε να τους μένουν περισσότερα.

Αντιτάσσουν, οι ίδιοι ή άλλοι δεν έχει σημασία, πως «όχι», η μείωση της φορολογίας εισοδήματος δεν είναι η σωστή οδός, αλλά πρέπει να μειώσει τον ΦΠΑ, γιατί έτσι θα μειωθούν οι τιμές και θα υποχωρήσει η ακρίβεια. Ακόμη κι αν αυτό ήταν σίγουρο πως θα συμβεί και πάλι η μείωση του φόρου εισοδήματος, δηλαδή «στην πηγή», όπως λέγαμε όταν, ακόμη, μιλούσαμε την απλή ελληνική, είναι πολύ καλύτερη μέθοδος.

Παρά ταύτα, η τρέχουσα συζήτηση δίνει την ευκαιρία να επαναλάβουμε γιατί στην Ελλάδα έχουμε υψηλότερο ΦΠΑ, συγκριτικά προς άλλες χώρες. Θα σας δώσω στοιχεία, αλλά, κρατήστε στο μυαλό σας πως υπάρχουν δύο, αλληλένδετοι, λόγοι.

Ο ένας είναι ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να δίνει τη μάχη για την εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών της. Χρειάζεται κάθε χρόνο να πληρώνουμε πάνω από 8 δισ. ευρώ σε τόκους για το τεράστιο (ακόμη) δημόσιο χρέος. Χωρίς τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που μας έκαναν οι εταίροι μας, θα χρειαζόμασταν τα διπλάσια και βάλε. Αλλά μετά το 2032, θα χρειαστούμε πολλά περισσότερα, αν μέχρι τότε δεν καταφέρουμε να μειώσουμε το απόλυτο μέγεθος του δημόσιου χρέους (που παραμένει γύρω στα 360 δισ. ευρώ) όπως το πετυχαίνουν άλλα κράτη που βρέθηκαν στη δίνη της δημοσιονομικής κρίσης.

Ο δεύτερος είναι ότι η Ελλάδα παραμένει κράτος υψηλής φοροδιαφυγής. Και στο εισόδημα (όχι βεβαίως των μισθωτών και των συνταξιούχων) και στον ΦΠΑ. Σύμφωνα με θερινά στοιχεία του ρεπορτάζ, με βάση τα στοιχεία του κρατικού Λογιστηρίου η Κομισιόν αναγνώρισε ότι το 2024 μειώσαμε τη φοροδιαφυγή κατά 1,7 δισ. και το 2025 το ποσό αυτό θα αυξηθεί στα 2,2-2,5 δισ. ευρώ.

Η Κομισιόν υπολογίζει για όλα τα κράτη-μέλη έναν δείκτη που μας λέει πόσα χάνει κάθε κράτος από την αμελή είσπραξη ΦΠΑ, το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ». Όταν ιδρύθηκε η ΑΑΔΕ (2017) το «κενό» αναλογούσε στο 29%. Το 2022, έτος για το οποίο έχουμε σίγουρα στοιχεία, το «κενό» είχε μειωθεί στο 13,7% και η εκτίμηση είναι ότι πριν το 2027 θα έχει πέσει στο 9%.

Προσέξτε τώρα το εξής: το «κενό ΦΠΑ» εξηγεί το πόσο υψηλότερος πρέπει να είναι ο ΦΠΑ συγκριτικά προς τα άλλα κράτη ώστε η Ελλάδα να μπορεί να έχει τον ίδιο συντελεστή ΦΠΑ με εκείνα τα κράτη. Η Γερμανία και η Πορτογαλία, για παράδειγμα, εμφανίζουν «κενό ΦΠΑ» γύρω στο 4%.

Στην πρώτη ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ είναι στο 19% και στη δεύτερη στο 23%. Γιατί η Πορτογαλία τον διατηρεί τόσο υψηλότερο αφού το χρέος της είναι στο 95% του ΑΕΠ ενώ το ελληνικό βρίσκεται στο 150%; Γιατί θέλει να το μειώσει κι άλλο, ώστε να νοιώθει και να είναι πιο ασφαλής απέναντι σε μια αναπάντεχη κρίση όπως αυτή που αντιμετώπισε σχεδόν ταυτόχρονα με τη δική μας.

Κι όμως, το «καπέλο» των τεσσάρων μονάδων ΦΠΑ που μας χωρίζει από τη Γερμανία δεν την κάνουν την χώρα αυτή φθηνότερη από την  Ελλάδα. Παραμένει ακριβότερη, αν και όχι παντού και όχι σε όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες. Επειδή όμως είναι πλουσιότερη οικονομία, πολίτες και επιχειρήσεις είναι πιο πειθαρχημένοι και το δημόσιο χρέος της είναι στο 62% μπορεί να κρατά χαμηλότερο τον ΦΠΑ.

Ο γενικός κανόνας είναι πως πέραν των σπουδαίων λόγων που μας υποχρεώνουν να έχουμε υψηλότερους φόρους, το χειρότερο είναι οι απάτες, οι κλοπές και η συστηματική απόκρυψη κερδών και εισοδημάτων. Όσα περισσότερα «κλέβουμε» από το κράτος, τόσα περισσότερα μας ζητεί να πληρώσουμε.

Σε κάποια φάση των συζητήσεων που είχαν οι δικοί μας τεχνοκράτες και πολιτικοί με τους τροϊκανούς και τους άλλους την εποχή των μνημονίων, έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να επιστρέφεται ένα, μικρό, μέρος του ΦΠΑ για όσες δαπάνες κάνουμε με ηλεκτρονικά μέσα. Ήσαν λίγες τότε. Επειδή όμως, ακόμη και στις ηλεκτρονικές πληρωμές ο ΦΠΑ δεν έφθανε, με σιγουριά, στο κρατικό ταμείο, η ιδέα απορρίφθηκε.

Το ελληνικό κράτος δεν έχει βρει, ακόμη σήμερα, τον τρόπο να ανταμείβει τον καλό φορολογούμενο και να τιμωρεί τον παραβάτη. Αντιθέτως, συνεχίζει να βάζει τον πρώτο να πληρώνει για τα σπασμένα του δεύτερου.

Οι ρυθμίσεις Μητσοτάκη είναι ένα πρώτο βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Περιμένουμε όμως από αυτόν, να εμφανίσει ένα σύστημα δικαιότερης φορολόγησης, που θα πείσει τους πολίτες ότι η φορολογία μπορεί να γίνει εργαλείο υπέρ των εργαζομένων και όχι υπέρ του παμφάγου κράτους και όσων το εξαπατούν.