Είμαι υπερβολικά απαισιόδοξος;

Καλός και σπουδαίος φίλος, του οποίου τη γνώμη εκτιμώ πάντοτε, με επέκρινε για το χθεσινό σημείωμά μου, με την άνεση της ανοικτής συζήτησης, λέγοντας: «Διαφωνώ με την τόση απαισιοδοξία σου». Τον ευχαριστώ! 

Είναι αλήθεια πως με την αλλαγή του 2019 και ειδικά μετά το 2022, υπήρξα σταθερά αισιόδοξος για την πορεία των πραγμάτων στην οικονομία. Συχνά απαντώ, ακόμη σήμερα, σε όσους μου κάνουν την τιμή να ζητούν τη γνώμη μου: στη «βάση» πάμε καλά, προβλήματα έχουμε με το «εποικοδόμημα», που θα έλεγαν και οι παραδοσιακοί μαρξιστές.

Ιδίως μετά όσα συνέβησαν επί δωδεκαετία: από την εν αρχή ασύγγνωστη αντιμετώπιση της εγνωσμένης δημοσιονομικής κρίσης, που ανάτρεψε πεποιθήσεις για την ασφάλεια της κρατικής διαχείρισης, μέχρι τις τρεις εισβολές (πανδημική, πουτινική και πληθωριστική), που ανάτρεψαν πολλά και σημαντικά που θεωρούσαμε δεδομένα.

Σημειώστε ότι σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα, σε μια κανονική χώρα, θα είχαμε τρεις κανονικές κυβερνητικές θητείες. Εμείς όμως «καταναλώσαμε» έξι κυβερνήσεις, τριών μεγάλων και τεσσάρων μικρότερων κομμάτων, σε κάθε πιθανό συνδυασμό και σύνθεση.

Πλην όμως, ο φίλος δεν έχει άδικο. Τον τελευταίο καιρό με κατακλύζουν απαισιόδοξες σκέψεις και προβληματισμοί. Η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να μετατρέψει την πραγματική αναπτυξιακή επαναφορά της οικονομίας, σε καλύτερες μέρες για τους κατοίκους της. Ιδίως για τους μισθωτούς (που είναι και οι συνεπείς φορολογουμένοι). Ούτε για τη νεολαία που έχει κολλήσει στη λάσπη του κρατικώς οριζόμενου κατώτατου μισθού. Ούτε όμως και για την επιχειρηματική «τάξη», η οποία έχει διασπαστεί μεταξύ εκείνων που τα καταφέρνουν μια χαρά και των άλλων που παλεύουν, ακόμη, με τα χρέη της προ μνημονίων εποχής των «παχέων αγελάδων».

Με αποτέλεσμα, η κοινωνία των πολιτών να έχει τριχοτομηθεί μεταξύ τυχερών, κρατικοδίαιτων και απολωλότων.

Τυχεροί, για ουσιαστικούς λόγους, όσοι απολαμβάνουν υψηλότερες αμοιβές και καλά κέρδη, γιατί κατέχουν τέχνες ακριβοπληρωμένες. Όχι, υποχρεωτικώς επειδή έκαναν γενικώς «καλές σπουδές», αλλά επειδή έχουν ικανότητες, πετυχαίνουν στην επιχειρηματικότητα που διάλεξαν, διαθέτουν γνώσεις που ζητούνται ανυπερθέτως από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με γεμάτο πορτοφόλι.

Κρατικοδίαιτοι, που συνεχίζουν τη ζωή τους, δίχως κανέναν ενθουσιασμό ή/και ζήλο, προσκολλημένοι στην τεράστια γραφειοκρατική μηχανή του κράτους των 100+ δισεκατομμυρίων ευρώ (το μισό ΑΕΠ!) κάνοντας μόνον τα ελάχιστα, ενώ απαιτούν τον «ουρανό με τ’ άστρα».

Απολωλότες, που βλέπουν τα ευρώ να τελειώνουν προτού καλά - καλά προλάβουν να ξοδέψουν για το παραπανίσιο, ίσως και αχρείαστο, εξόριστοι πλέον της κάποτε λαμπερής καταναλωτικής κοινωνίας.

Αυτές οι τρεις κατηγορίες πολιτών, κατοικούν την ίδια χώρα, τις ίδιες πόλεις, την ίδια ύπαιθρο. Αλλά, ολοένα περισσότερο, δεν έχουν μεταξύ τους τις κοινές αναφορές που είχαμε κάποτε. Στις καλές μέρες, αλλά και στις δύσκολες. Ψηφίζουν όμως πάντα στην ίδια κάλπη.

Κι έρχομαι τώρα στη συγκεκριμένη απαισιοδοξία μου.

Τα τρία τελευταία χρόνια, η κοινωνία κρατιέται ενωμένη, κακήν - κακώς, επειδή υπάρχει η ελπίδα ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν να πηγαίνουν καλύτερα. Πεποίθηση που εδράζεται σε τέσσερα, βασικά, σημεία.

Ένα, ότι ο πληθωρισμός που πλέον έχει πέσει, θα επιτρέψει να επουλωθούν τα τραύματα της ακρίβειας.

Δύο, ότι οι δουλειές τους θα πάνε καλύτερα.

Τρία, ότι στο «ιδιωτικό» κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά τους, θα υπερισχύει το καλό και η ασφάλεια.

Και τέσσερα, ότι τελικά θα κερδίσουν οι δίκαιοι και ευσεβείς έναντι των βίαιων και των απατεώνων.

Τίποτε από αυτά τα τέσσερα δεν πρόκειται όμως να συμβεί εάν δεν συντρέχουν τρεις πρόσθετες αλλά βασικές προϋποθέσεις.

Να συνεχίσει η εθνική οικονομία να τρέχει με ρυθμό καλύτερο των υπολοίπων ανταγωνιστριών οικονομιών.

Να ανακατανεμηθούν τα εισοδήματα και τα κέρδη με ακόμη καλύτερες αμοιβές για τους επιτυχημένους αλλά και με επιτέλους επαρκείς αμοιβές για τους απλώς συνεπείς.

Να ασχοληθεί η κυβέρνηση με την κοινωνία, να προλαμβάνει την αφασία του κράτους και να τιμωρεί αμείλικτα τους παραβάτες και, τελευταίο αλλά σημαντικό, να μην παύσει να απολαμβάνει την μικρότητα των αντιπολιτεύσεων.

Αυτά όλα, με ρυθμό ανάπτυξης της χώρας στο μόλις «1,7%» όπως το προέβλεψε η Κομισιόν, δεν γίνονται.

Αυτή είναι η διαφωνία μου. Τα υπόλοιπα τα συζητούμε...