Άνθρωποι και ποντίκια: Όταν ο πόνος γίνεται πολιτική καριέρα

Ο ίδιος θεωρώ την τάξη των πολιτικών αναγκαίο κακό. Σε γενικές γραμμές αποφεύγω όσους χαϊδεύουν αυτιά προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα πολυσυλλεκτικό κοινό. Πολιτικός, σχεδόν εκ φύσεως, σημαίνει να λες στους ανθρώπους αυτά που θέλουν να ακούσουν∙ πράγμα που συνεπάγεται να λες διαφορετικά –και συχνά αντιφατικά– πράγματα σε διαφορετικές ομάδες. Όποιος δεν το κάνει αυτό, απλώς δεν «κάνει» για πολιτικός.

Ωστόσο, η τάξη των πολιτικών είναι αναγκαία για τη λειτουργία μιας πολύπλοκης κοινωνίας. Το ίδιο και η τάξη των δημοσιογράφων (άλλη μεγάλη πληγή αυτή). Οφείλουμε λοιπόν να μάθουμε να ζούμε με τους πολιτικούς, ακόμη κι αν είναι ανίκανοι ή διεφθαρμένοι, αφού η ευημερία μας εξαρτάται εντέλει από αυτούς.

Προσωπικά, προτιμώ ικανούς και διεφθαρμένους που αφήνουν κάποιο έργο πίσω, παρά ανίκανους και τίμιους που δεν αφήνουν τίποτα πέρα από καταστροφή. Αυτό είναι όμως υπόθεση δική μου και της κάλπης. Ως δημοσιολόγος, δουλειά μου είναι να επιδιώκω την τιμωρία και τον περιορισμό της διαφθοράς. Μόνο η αυστηρή τιμωρία μπορεί να αποτρέψει την επανάληψη και την κλιμάκωσή της. Αυτό που με εξοργίζει περισσότερο, όμως, δεν είναι η διαφθορά –αυτή μπορεί, με δυσκολία, να συγχωρεθεί– αλλά η ηθική εξαθλίωση.

Παρατηρώ τις τελευταίες εβδομάδες μια αυξανόμενη κινητικότητα γύρω από τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, με πυρήνα μια μειοψηφική ομάδα συγγενών των θυμάτων των Τεμπών. Η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να μη χαρακτηριστεί μακάβρια: πρόκειται για εκμετάλλευση της οργής που γέννησε ένα τραγικό δυστύχημα, το οποίο οφείλεται στη διαχρονική κρατική δυσλειτουργία και διάλυση.

Αρνούμαι να δείξω ανοχή σε συμπεριφορές ανθρώπων που, αντί να σταθούν με σεβασμό στη μνήμη των παιδιών τους, φαίνεται να μετατρέπουν τη δημοσιότητα (και τη συλλογική οργή) που προκάλεσε η απώλεια, σε όχημα για εξουσία ή πλουτισμό. Η θλίψη, η αγανάκτηση και η οργή είναι απολύτως κατανοητές∙ η απαίτηση από χαροκαμένους ανθρώπους να σταθούν ψύχραιμοι, απαλλαγμένοι από θυμό, θα ήταν ασέβεια. Η κοινωνία οφείλει να τους αφήσει να θρηνήσουν, ακόμη κι αν ειπωθεί κάποια «βαριά κουβέντα».

Μέχρι εκεί, όμως. Από το σημείο αυτό και πέρα, όταν ο πόνος μετατρέπεται σε όχημα πολιτικής καριέρας, αγγίζουμε τα όρια όχι απλώς της ηθικής εξαθλίωσης αλλά μιας βαθύτερης παθολογίας. Πρόκειται για αυτό που ο Βίλχεμ Ράιχ ονόμασε «συναισθηματική πανούκλα»: μια ασθένεια των κοινωνιών, που τις καθιστά ευάλωτες σε εκφυλιστικές συμπεριφορές και στην αποδοχή αυταρχισμού και φασισμού.

Στο σύμπαν που ζούμε, οι δεσμοί γονέων–παιδιών είναι ιεροί. Η εξελικτική διαδικασία έχει σφραγίσει μέσα μας το ένστικτο της αυτοθυσίας για τους απογόνους, ως βιολογική εντολή της συνέχειας της ζωής. Όταν ένας γονιός χάνει παιδί, βιώνει το κενό της ίδιας του της ύπαρξης, όχι μια «ευκαιρία αναβάθμισης» μέσα από πολιτικές φιλοδοξίες.

Η ανοχή της κοινωνίας σε τέτοιες εκφυλιστικές συμπεριφορές είναι ένδειξη ψυχοκοινωνικής παρακμής. Όταν οι κοινωνίες συνηθίζουν να υποτάσσουν και να αλλοιώνουν τα θεμελιώδη ένστικτά τους, τότε η «συναισθηματική πανούκλα» εξαπλώνεται σαν επιδημία. Και αυτό δεν είναι απλώς ένα ζήτημα πολιτικής ηθικής, αλλά βαθύτερα ένα ζήτημα επιβίωσης της ίδιας της κοινωνίας.

Δεν έχω καμία αντίρρηση σε όσους υποστηρίζουν ότι το πολιτικό σκηνικό χρειάζεται ανανέωση. Η αλήθεια είναι ότι το πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης, που ευθύνεται για τη χρεοκοπία της χώρας, εξακολουθεί να την κυβερνά ακόμη και μετά τη χρεοκοπία. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι όπως στη μεταπολίτευση εμείς εκλέξαμε αυτούς που μας κυβέρνησαν, έτσι και αν τους αντικαταστήσουμε με νεότερους και «άφθαρτους», και πάλι ίδιους θα εκλέξουμε. Οι πολιτικοί μας δεν είναι παρά ο καθρέφτης μας: πιστή προβολή των προτερημάτων και των αδυναμιών μας.

Αυτό που με φοβίζει ακόμη περισσότερο είναι ότι οι καινούργιοι θα αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικοί στο έργο τους και περισσότερο επιρρεπείς στη διαφθορά. Η εμπειρία της περασμένης δεκαετίας, δυστυχώς, αυτό μας δίδαξε.

Υ.Γ. «Άνθρωποι και Ποντίκια»: Ο Τζον Στάινμπεκ στο μυθιστόρημα Άνθρωποι και Ποντίκια (1937) αφηγείται την ιστορία δύο περιπλανώμενων εργατών, του Τζορτζ και του Λένι, στην Καλιφόρνια της Μεγάλης Ύφεσης. Ο Τζορτζ είναι έξυπνος και ρεαλιστής, ενώ ο Λένι, σωματικά δυνατός αλλά πνευματικά αδύναμος, εξαρτάται από αυτόν. Το κοινό τους όνειρο είναι να αποκτήσουν ένα μικρό κομμάτι γης και να ζήσουν ανεξάρτητοι. Όμως η αφέλεια και η δύναμη του Λένι τον οδηγούν σε τραγικό ατύχημα με τη γυναίκα του αφεντικού, καταστρέφοντας τις ελπίδες τους.