Μπάμπι Γιαρ, η ελεγεία της Εβραϊκής τραγωδίας

Μπάμπι Γιαρ, η ελεγεία της Εβραϊκής τραγωδίας

Το Μπάμπι Γιαρ (το Φαράγγι της Γιαγιάς στα ελληνικά) είναι μια χαράδρα στα βόρεια του Κιέβου, ένα μέρος που έμελλε να γίνει ο τάφος περίπου 35.000 εβραίων Ουκρανών. Από τον Σεπτέμβριο του 1941 μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 1943 που οι Γερμανοί εγκατέλειψαν πλέον το Κίεβο, το Μπάμπι Γιαρ αποτέλεσε το σκηνικό μιας ατελείωτης φρίκης που είχε πάνω από 100.000 θύματα.

Εκτός του εβραϊκού πληθυσμού που εξοντώθηκε εκεί, την ίδια τύχη είχαν και ομάδες Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου αλλά και πληθυσμοί Ρομά της περιοχής. Το έγκλημα που συνετελέσθη στο Μπάμπι Γιαρ ήταν κολοσσιαίο καθώς αν αναλογιστεί κανείς ότι ο εβραϊκός πληθυσμός του Κιέβου στις αρχές του 1940 ήταν περίπου 150.000 και ότι από αυτούς ένα μεγάλο μέρος του μεταφέρθηκε μαζί με τις βιομηχανίες στα Ουράλια Όρη, τότε είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι το μεγαλύτερο κομμάτι εκείνων που απέμειναν στο Κίεβο εξοντώθηκε βάναυσα στη χαράδρα του Μπάμπι Γιαρ.

Μάλιστα, οι ναζιστικές δυνάμεις, θέλοντας να αποκρύψουν τις μαζικές δολοφονίες που διέπραξαν στο φαράγγι και αντιλαμβανόμενοι ότι ο πόλεμος στη Σοβιετική Ένωση χάνεται, αποφάσισαν να κάψουν τα χιλιάδες πτώματα τον Αύγουστο του 1943. Οι μαρτυρίες λένε ότι οι φωτιές που έβαζαν, χρησιμοποιώντας ως καύσιμη ύλη τα άψυχα σώματα, έφταναν μέχρι το ύψος ενός κτιρίου δύο ορόφων. Ολοκλήρωσαν το μακάβριο έργο τους μετά από έξι συνεχείς εβδομάδες κατά τις οποίες οι φωτιές έκαιγαν ασταμάτητα. 

Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, υπήρξε πάντοτε ευαίσθητος απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο και στα δεινά που πέρασαν οι εβραίοι, όχι μόνο από τους ναζί αλλά και από τις σταλινικές δυνάμεις καταστολής. Ταυτόχρονα, τον συνάρπαζε η πλούσια μουσική παράδοση του κλέζμερ και των εβραϊκών ήχων εν γένει. Άλλωστε χρησιμοποίησε πολλά από αυτά τα αρχετυπικά αρμονικά και μελωδικά στοιχεία σε διάφορα έργα του. Η έμπνευση για τη Συμφωνία αρ. 13 “Babi Yar” ήρθε μετά από την ανάγνωση του ομώνυμου ποιήματος του Γεβγκένι Γεφτουσένκο, το οποίο ήταν αφιερωμένο στις μαζικές εξοντώσεις που έλαβαν χώρα στο Κίεβο.

Ο Σοστακόβιτς, ήδη εμβληματικός συνθέτης με μεγάλη απήχηση και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, αρχικά είχε αποφασίσει να συνθέσει ένα συμφωνικό ποίημα σε ένα μέρος. Παρόλα αυτά, κι όσο ερχόταν αντιμέτωπος με την ποίηση του Γεφτουσένκο, αποφάσισε να γράψει μία συμφωνία που τελικά επεκτάθηκε σε πέντε συνολικά μέρη. Αναγκαστικά, το έργο επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα, πέρα από την εβραϊκή τραγωδία του Μπάμπι Γιάρ.

Σοστακόβιτς

Όλα όμως τελικά λειτουργούν συμπληρωματικά. Το πρώτο μέρος, που συμπεριλαμβάνει το περίφημο ποίημα του Γεφτουσένκο, δίνει και το όνομα στο συγκεκριμένο έργο ενώ τα άλλα τέσσερα μέρη περιγράφουν εμμέσως τις συνθήκες ζωής των σύγχρονων Σοβιετικών. Άνθρωποι σε καταπίεση και φόβο, αυτός είναι ο συνδετικός κρίκος και ακριβώς αυτά τα νοήματα δεν άρεσαν στο σοβιετικό καθεστώς, ακόμη και το 1962 όταν προσδιορίστηκε η πρεμιέρα του έργου.

Παρόλα όμως τα εμπόδια, το έργο παίχθηκε στην αρχική του μορφή τουλάχιστον δύο φορές, πριν ο Γεφτουσένκο «πεισθεί» να αλλάξει ένα μέρος των στίχων του ποιήματός του, αναγκάζοντας και τον Σοστακόβιτς να προσαρμοστεί. Μετά από μερικές εκτελέσεις του έργου το 1963, κυρίως με τους νέους στίχους που είχαν αντικαταστήσει τα επίμαχα σημεία του Μπάμπι Γιαρ και εξυμνούσαν τη μητέρα πατρίδα σε αντίθεση με το θρηνητικό τόνο για την τραγωδία των εβραίων που είχαν αρχικά, το έργο έπεσε σε κάποιου είδους αφάνεια στη Ρωσία. Η αυθεντική παρτιτούρα όμως, με το αρχικό κείμενο, είχε ήδη διοχετευθεί στη Δύση και η πρώτη ηχογράφηση του έργου στις ΗΠΑ έγινε το 1970 από την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας υπό τον Γιουτζίν Όρμαντι.

KLEBANOV

Το πρώτο μέρος είναι ένας ηχητικό μνημείο για τους νεκρούς εβραίους του Μπάμπι Γιαρ, μία μεγάλη παραβολή με διάφορες απολήξεις που κάνει πράξη αυτό που είχε πει κάποτε και ο Σοστακόβιτς, ότι δηλαδή «το χαρακτηριστικό της εβραϊκής μουσικής είναι ότι έχει αυτή την ικανότητα να χτίζει μία χαρούμενη μελωδία πάνω σε ένα θλιμμένο ηχητικό υπόβαθρο. Γιατί πρέπει ο άνθρωπος να φτιάχνει τέτοιου είδους χαρούμενες μελωδίες; Μα γιατί είναι βαθιά θλιμμένος». Έτσι κι ο Σοστακόβιτς, επιστρατεύει ακόμη και το χιούμορ σε κάποιες στιγμές για να περιγράψει ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που διεπράχθη κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Αξίζει κανείς να αναφερθεί, έστω και για λίγο, σε έναν ξεχασμένο Ουκρανό συνθέτη που είδε το έργο του να μην λαμβάνει την αναγνώριση που του άξιζε. Αυτός ήταν ο Ντμίτρι Κλεμπάνοφ (1907-1987), ο οποίος ήταν ο πρώτος χρονικά που άγγιξε το θέμα του Μπάμπι Γιαρ στο έργο του Συμφωνία αρ. 1 «Στη μνήμη των θυμάτων του Μπάμπι Γιαρ». Το έγραψε το 1945, δύο μόλις χρόνια μετά τα γεγονότα που στιγμάτισαν την εποχή του, γεγονότα που αποτελούσαν κομμάτι της πραγματικότητάς του μιας και ζούσε πάντοτε στην Ουκρανία. Όμως αυτό δεν άρεσε στο σταλινικό καθεστώς που τον απέπεμψε από τη θέση του προέδρου του παραρτήματος της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών στο Χάρκοβο και ουσιαστικά τον καταδίκασε να γράφει μονάχα «σωστή» μουσική, αν ήθελε αυτή να παίζεται. Το έργο βασίζεται σε παραδοσιακές εβραϊκές μελωδίες που δεν ήταν ιδιαιτέρως ανεκτές ως πρωταρχικό συνθετικό υλικό και σίγουρα δεν συμβάδιζαν με το δόγμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού που ευαγγελιζόταν το καθεστώς. Η πρώτη εκτέλεση του έργου έγινε το 1990, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη. 

Σήμερα, το έργο του Σοστακόβιτς είναι πλέον αναγνωρισμένο ως μία προσπάθεια αποτύπωσης και διατήρησης ζωντανής της μνήμης του εγκλήματος που συνέβη σε εκείνη τη χαράδρα, λίγο έξω από το Κίεβο. Μία ηχητική περιγραφή όχι του τρόπου με τον οποίο εξόντωσε τόσους ανθρώπους το ναζιστικό καθεστώς αλλά μία καταγραφή στη συλλογική μνήμη του άδικου θανάτου τόσων ψυχών. Δίπλα σε αυτό, στέκεται και όλο το υπόλοιπο μουσικό οικοδόμημα που αφορά το καταπιεστικό περιβάλλον της Σοβιετικής Ένωσης της εποχής αλλά κυρίως μία περιγραφή, ένα ξέσπασμα εναντίον του σταλινικού μορφώματος που ταλαιπώρησε τόσους και τόσους. Μπορεί κάποιες φορές ο ακροατής να χαμογελάσει ακούγοντας το ωραίο, ευγενικό, γλυκό μουσικό εύρημα του συνθέτη αλλά δεν πρέπει να ξεχνά πως αυτό το ίδιο χαμόγελο είχε και ο Σοστακόβιτς. Μονάχα που ήταν συχνά πικρό. 

Ευχαριστούμε τον Αλέξανδρο Χαρκιολάκη για τη συμμετοχή του στο αφιέρωμα. Με σπουδές μουσικολογίας και διεύθυνσης ορχήστρας στο πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, ανέλαβε τον Μάιο του 2017 τη διεύθυνση του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής. Από το 2013 έως το 2017 ζούσε και εργαζόταν στη Κωνσταντινούπολη όντας διευθυντής της μουσικής βιβλιοθήκης "Ερόλ Ουτσέρ" και λέκτορας ιστορικής μουσικολογίας στο ερευνητικό κέντρο για τη μουσική ΜΙΑΜ στο Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης.