Κάθε φορά που ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατακτά ένα επίπεδο τιμών, απαιτείται ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να αφομοιώσει η αγορά αυτό το γεγονός, να «βγουν» οι πωλητές, να «μπουν» νέοι αγοραστές, να ζυγιστούν οι νέες ισορροπίες και να αποτιμηθούν οι νέες κεφαλαιοποιήσεις.
Στο χρηματιστήριο, οι επενδυτές δεν αγοράζουν το χθες. Ούτε καν το σήμερα. Στην ουσία αγοράζουν το αύριο. Ή καλύτερα τις προσδοκίες για το αύριο. Οπότε, δεν έχει νόημα να αναφερθούμε στο πως και το γιατί το χρηματιστήριο από το 2019 μέχρι σήμερα, καταγράφει μια παρατεταμένη ανοδική πορεία, ακολουθώντας τις εξελίξεις των εισηγμένων επιχειρήσεων. Ακολουθώντας δηλαδή τα deals, την αύξηση του κύκλου εργασιών και των κερδών των εισηγμένων επιχειρήσεων.
Η εικόνα των σοβαρών εισηγμένων εταιρειών του 2025, δεν έχει την παραμικρή σχέση, με την εικόνα του 2019, του 2020, του 2022 ή του 2024. Μιλάμε για εντελώς διαφορετικές επιχειρήσεις που δικαιολογούν τις νέες αποτιμήσεις που έχουν οδηγήσει τον Γενικό Δείκτη στις 2.100 μονάδες. Αυτός είναι ο ένας πυλώνας που στηρίζει τις 2.100 μονάδες.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι το ισχυρό ενδιαφέρον από το εξωτερικό. Με μια σειρά από νέους θεσμικούς επενδυτές να τοποθετούνται για πρώτη φορά σε ελληνικούς μετοχικούς τίτλους, μετά από το μπαράζ των αναβαθμίσεων της Ελληνικής Οικονομίας και των διαδοχικών θετικών εκθέσεων και την αύξηση των τιμών - στόχων των μετοχών της υψηλής κεφαλαιοποίησης.
Και το ερώτημα των επενδυτών είναι το κατά πόσο υπάρχουν πραγματικά καύσιμα για να συνεχίσουν την χρηματιστηριακή πτήση πάνω από τις 2.100 μονάδες. Πραγματικά καύσιμα που να στηρίζονται στα αποτελέσματα των εταιρειών του Α’ εξαμήνου, που με τη σειρά τους θα ενεργοποιήσουν νέες τοποθετήσεις. Πραγματικά καύσιμα πάνω στα οποία να στηρίζονται οι νέες αποτιμήσεις. Και όχι αυξημένες προσδοκίες και κερδοσκοπικές ελπίδες, που έχουν κάνει την εμφάνιση τους τους τελευταίους μήνες με τη διάχυση του επενδυτικού ενδιαφέροντος σε ολόκληρο το ταμπλό.
Οι ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων των εισηγμένων εταιρειών θα ολοκληρωθούν μέσα στις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου και θα συμπέσουν χρονικά με τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Οπότε θα είναι πολλά αυτά που θα πρέπει να ζυγίσουν οι επενδυτές. Τι έχουμε όμως μέχρι στιγμής από πλευράς αποτελεσμάτων;
Η πιο μεγάλη εισηγμένη εταιρεία του χρηματιστηρίου, η Coca Cola HBC (EEE) με κεφαλαιοποίηση κοντά στα 17 δισ. ευρώ, εμφάνισε έσοδα αυξημένα κατά +9% και EBITDA αυξημένα κατά +13%.
Η «λοκομοτίβα» του χρηματιστηρίου, όπως συνηθίζουμε να λέμε τον τραπεζικό κλάδο, κινείται λίγο – πολύ στα περσινά επίπεδα εσόδων και EBITDA. Για την Eurobank τα έσοδα είναι στο +12% και τα EBITDA στο +4%, για την Εθνική Τράπεζα τα έσοδα είναι στο -9% και τα EBITDA στο -4%, για την Τράπεζα Πειραιώς τα έσοδα είναι στο -9% και τα EBITDA στο -1% και για την Alpha Bank τα έσοδα είναι στο -5% και τα EBITDA στο +2%.
Η ΔΕΗ εμφάνισε έσοδα αυξημένα κατά +15% και EBITDA +14%. Αντιθέτως η Helleniq Energy εμφάνισε μείωση εσόδων κατά -21% και μειωμένα EBITDA κατά -56%. Η ΤΙΤΑΝ είχε σταθερό κύκλο εργασιών, αυξημένα EBITDA κατά +2% και μειωμένα καθαρά κέρδη, λόγω καταγραφής ζημίας ύψους 51,9 εκατ. ευρώ από την πώληση της θυγατρικής εταιρείας Adocim στην Τουρκία.
Τα Ελληνικά Χρηματιστήρια (ΕΧΑΕ) ήταν από τους μεγάλους κερδισμένους, με τα έσοδα τους να αυξάνονται κατά +27% λόγω της θεαματικής αύξησης του όγκου συναλλαγών και το EBITDA να αυξάνεται κατά +41%.
Οι επενδυτές δεν «αγοράζουν» πλέον τα αποτελέσματα του Α’ εξαμήνου. Μελετούν το εάν αυτά που περίμεναν οι ίδιοι και οι χρηματιστηριακοί αναλυτές, αποτυπώθηκαν στους ισολογισμούς των εταιρειών. Εάν οι λογιστικές καταστάσεις δικαιολογούν τις τρέχουσες αποτιμήσεις και εάν ενισχύουν ή αποδυναμώνουν τις υπάρχουσες προσδοκίες για το μέλλον.
Οπότε μέχρι την ολοκλήρωση της δημοσίευσης όλων των αποτελεσμάτων και την παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος μέχρι το 2027 από την ΔΕΘ, η αγορά θα κινείται με την αύρα των ξένων χρηματιστηρίων, με τις βραχυχρόνιες κινήσεις «profit taking», με τις τοποθετήσεις σε περιφερειακές μετοχές που ξεδιπλώνουν πάσης φύσεως σενάρια, καθώς και με επιφυλακτική συσσώρευση μεταξύ 2.050 και 2.130 μονάδων.
Πέραν τούτων, η ζήτηση για ελληνικές μετοχές είναι δεδομένη. Η ενεργοποίηση παλαιών και νέων επενδυτικών μερίδων, μαζί με τη διατήρηση του όγκου συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα, πιστοποιούν τη εκδήλωση μιας σημαντικής αγοραστικής δυναμικής. Αρκεί αυτή η δυναμική να εδράζεται σε ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και σε απτές προοπτικές και όχι σε επισφαλή οικονομικά δεδομένα και σε ευφάνταστα σενάρια. Ουδείς θα πει «όχι», σε υπερβάσεις και υπερβολές. Χαρακτηριστικά που εμφανίζονται πάντα στις «bull markets». Ωστόσο η σταδιακή και ασφαλής άνοδος που ακολουθείται μέχρι σήμερα, η οποία επιτρέπει στην αγορά να παίρνει ανάσες, αποτελεί την καλύτερη και πιο δοκιμασμένη συνταγή.
Ας ελπίσουμε λοιπόν, τα αποτελέσματα των εταιρειών που δημοσιεύονται να δικαιολογήσουν τις αποτιμήσεις των μετοχών και τα μελλοντικά σχέδια να επιτρέπουν την ανάληψη περαιτέρω ρίσκου.