Κωνσταντίνος Τζούμας: Μεγάλωσε με το σινεμά, λάτρεψε το θέατρο

Κωνσταντίνος Τζούμας: Μεγάλωσε με το σινεμά, λάτρεψε το θέατρο

«Το δήθεν εμπεριέχει μια παράσταση. Δίνεις μια παράσταση για τους άλλους, για να δείξεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι, γιατί δεν αντέχεις αυτό που είσαι. Πάρα πολλά όμορφα πράγματα, όμως, ξεκίνησαν από κάτι δήθεν, για να καταλήξουν σε κάτι ουσιαστικό». O ηθοποιός, ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας Κωνσταντίνος Τζούμας, που αγαπούσε το «δήθεν» αλλά ήταν αυθεντικότατος, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών.

Γεννημένος το 1944 στον Πειραιά από αστική οικογένεια, μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι με ιδιαίτερες επιδόσεις στον κλασικό αθλητισμό, στο πινγκ-πονγκ, στο μπιλιάρδο και στο ροκ εντ ρολ όπως συνήθιζε να λέει, αν και η κύρια ασχολία του ήταν το διάβασμα κλασσικής λογοτεχνίας. Στα 15 του έχασε τη μητέρα του και στα 18 του ανηφόρισε στην Αθήνα για να σπουδάσει ηθοποιός στη Σχολή Θεοδοσιάδη. Ενώ παρακολουθούσε μαθήματα χορού στη σχολή της Ζουζούς Νικολαϊδη, αρχές δεκαετίας του ’70 εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη με σκοπό να γίνει χορευτής.

«Γεννήθηκα σε μια κλινική της Νίκαιας, όχι της Νοτίου Γαλλίας, και έζησα στον Πειραιά» έλεγε σε μια συνέντευξη στη Μυρτώ Λοβέρδου. «Κάθε μέρα πηγαίναμε στο Πασαλιμάνι. Μεγαλώσαμε με σινεμά. Θέλαμε να μοιάσουμε σ΄ αυτούς τους υπέροχους ήρωες των ταινιών του Αντονιόνι, όπως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην «Ντόλτσε Βίτα». Είδα κι έπαθα να έχω στη Νέα Υόρκη μια σχέση αποξένωσης, όπως οι ήρωες του Αντονιόνι. Ήθελα να δω αν υπάρχει. Και ναι, υπάρχει.» 

Είχε αρχίσει να διαβάζει πριν πάω στο δημοτικό. «Είχα μανία» έλεγε στην ίδια συνέντευξη. «Ο πατέρας μου ήταν εργοστασιάρχης, είχε κλωστουφαντουργία. Η μητέρα μου ήταν από οικογένεια της Οδησσού, που ήρθαν εδώ κατεστραμμένοι οικονομικά. Ερωτεύθηκε τον πατέρα μου.»

Κάποια στιγμή η οικογένεια καταστράφηκε οικονομικά, όπως οι γονείς της μητέρας του κι εκείνη πέθανε. «Όταν τέλειωσε, έπρεπε να βρω κάτι να κάνω» σημείωνε. «Η πιθανότητα να πάω στην Ιταλία να σπουδάσω Νομική και να γίνω διπλωμάτης -όνειρο των γονιών μου, δεν με έβρισκε σύμφωνο. Δεν ήθελα να ξανακάτσω στα θρανία. Έχοντας πρόσβαση στα βιβλία, στο σινεμά, στη μουσική, δεν τα χρειαζόμουν. Τα φοιτητικά αμφιθέατρα μου έφερναν θλίψη. Έβλεπα, θυμάμαι, τα πρόσωπα των φοιτητών, με σπυριά και γυαλιά, και δεν με ενέπνεαν καθόλου. Όπως δεν με ενδιέφεραν καθόλου οι φοιτητικοί αγώνες. 

Πήγα κι έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή και φαίνεται ότι τους έπεισα. Τρία χρόνια, με δασκάλους την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Νίκο Τζόγια, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη, τον Φωτόπουλο, τον Γρηγορίου, άνθρωποι ευγενείς -καμία σχέση με το σήμερα. Και με τον υπέροχο Δημήτρη Κωνσταντινίδη στη θεατρολογία και στην ιστορία τέχνης».

Στη Νέα Υόρκη, έκανε μαθήματα ανάμεσα σε άλλους και με κορυφαίους χορογράφους όπως ο Άλβιν Νίκολαϊ, ο Μερς Κάνιχαμ και ο Άλβιν Έιλι. Χορευτής εντέλει δεν έγινε αλλά έμεινε τέσσερα χρόνια ζώντας από κοντά, ρουφώντας μέχρι το μεδούλι τη ζωή του Μανχάταν σε εποχές μεγάλης κραιπάλης, σεξουαλικής απελευθέρωσης και σημαντικών καλλιτεχνικών κινημάτων. 

Επέστρεψε στην Αθήνα το 1975 όπου και έπαιξε σε ταινίες και παραστάσεις της γενιάς του που άφησαν εποχή. Στις δύο πιο χαρακτηριστικές του Νίκου Νικολαϊδη «Γλυκιά Συμμορία» και «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», στον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού, στους «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, στο «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, αλλά και στο «Happy day», στο «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927» και «Ακροπόλ» του Παντελή Βούλγαρη. Στο τελευταίο ως συμπρωταγωνιστής με τον Λευτέρη Βογιατζή. Η κινηματογραφική του καριέρα έκλεισε το 2017 με το «Γυναίκες που περάσατε από δω» του Σταύρου Τσιώλη. 

Στο θέατρο ξεκινώντας με το «Περιμένοντας τον Γκοντό» ακολούθησαν επιτυχίες στις οποίες πάντα έδινε το προσωπικό του στίγμα σε όποιο ρόλο κι αν του ανέθεταν:  «Εσωτερικαί ειδήσεις», «Φαύστα» (έπαιξε το Ριτσάκι), «89,90 Fm Stereo», «Αι δύο Ορφαναί», «La Nonna», «Ένα καινούργιο κόκκινο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», και τα τελευταία χρόνια το «Εγώ δεν …» του Βασίλη Αλεξάκη, το «Κ. Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος» σύνθεση κειμένων του Γιάννη Φαλκώνη και «Επικίνδυνες Μαγειρικές» του Ανδρέα Στάικου.

Στην τηλεόραση έχει κάνει guest εμφανίσεις στις σειρές: Οι Απαράδεκτοι, Οι Τρεις Χάριτες, Οι Μεν και οι Δεν και Δύο Ξένοι.

Υπήρξε ραδιοφωνικός παραγωγός σε καθημερινή εκπομπή στον σταθμό «Εν Λευκώ». Έχει εκδώσει τρία αυτοβιογραφικά βιβλία

«Οι έρωτες με καθόρισαν -ως έναν βαθμό» τόνιζε. «Αν κι έχω μείνει φίλος με ό,τι έχει προκύψει, θα έλεγα ότι έχω μια αδυναμία αφοσίωσης και μια απροθυμία ολοκλήρωσης. Ξεκινάω κάτι από κεκτημένη ταχύτητα πια, αλλά πολύ γρήγορα αναρωτιέμαι τι κάνω. Παλιότερα όχι, δεν θα έκανα το ίδιο. Τώρα όμως νομίζω ότι δεν αντέχω τα πολλά τετ-τετ. Μου αρέσει η συντροφιά, η παρέα, πάντα μου άρεσε.

Με γοήτευε ο κόσμος της τέχνης περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Όσο όμως έμπαινε πιο μέσα, τόσο έβλεπα και άλλες πλευρές. Μιλούσαν για μια αλήθεια, μια ταπεινότητα, ένα ενεργειακό ισοκράτημα, λίγο ζόρικα πράγματα για ένα ανήσυχο παιδί από το Πασαλιμάνι. Δεν είχα ποτέ καμία βαθύτατη επιθυμία να εκφραστώ. Με ενδιέφερε κυρίως η ζωή, να περνάω καλά στη ζωή μου. Εκείνη η έκφραση που λέγαμε παιδιά, αυτός είναι ωραίος τύπος, αυτός δηλαδή που είναι στην ώρα του, από το ωριαίος.

Τι είναι σήμερα όμορφο; Για μένα όμορφο είναι τυχαία περιστατικά, απρόσμενης γενναιοδωρίας. Μπορώ ακόμα και να βουρκώσω, αν μπει ξαφνικά ένας άγνωστος άνθρωπος και μας κάνει μια εξομολόγηση. Την ασχήμια δεν χρειάζεται να την ψάξεις. Άνοιξε ένα βράδυ το κανάλι της Βουλής και δες όλους αυτούς που συνεδριάζουν και αυτά που λένε... Είμαστε πολύ άτυχοι σ' αυτό -μπορεί και να το επιλέγουμε».