Γιατί θα αργήσουμε ακόμη να βγάλουμε τη μάσκα στους εξωτερικούς χώρους

Γιατί θα αργήσουμε ακόμη να βγάλουμε τη μάσκα στους εξωτερικούς χώρους

Με 2.010.989 συνανθρώπους μας να έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό για τον κορονοϊό και άλλους 3.589.548 να έχουν κάνει τουλάχιστον τη μία δόση προχωρούμε για το χτίσιμο της συλλογικής ανοσίας, με τα ραντεβού για το μονοδοσικό εμβόλιο της Johnson & Johnson στις ηλικίες από 18 μέχρι 29 ετών να έχουν γίνει ανάρπαστα, ειδικά στο λεκανοπέδιο Αττικής όπου δεν έμεινε κανένα ραντεβού διαθέσιμο καθώς οι νέοι βιάζονται να γευτούν την «Ελευθερία».

Ένα ορόσημο της πορείας προς την Ελευθερία είναι το πότε θα βγάλουμε τις μάσκες, που όσο ζεσταίνει ο καιρός τόσο πιο δύσκολο είναι να τις φοράμε για πολλές ώρες. Σύμφωνα με την εκτίμηση του καθηγητή Πολιτικής Υγείας του London School of Economics Ηλία Μόσιαλου το πότε θα μπορέσουμε να κυκλοφορήσουμε στους δρόμους της πόλης και σε άλλους εξωτερικούς χώρους εξαρτάται από 3 παράγοντες:

Την πρόοδο των εμβολιασμών, τη μετάλλαξη που θα επικρατήσει στη χώρα μας και το ποσοστό της εμβολιαστικής κάλυψης που θα απαιτηθεί για να εξασφαλιστεί η πολυπόθητη συλλογική ανοσία.

Έως σήμερα, η βρετανική μετάλλαξη είναι η επικρατέστερη εντός συνόρων με τον καθηγητή Ηλία Μόσιαλο να επισημαίνει: «Αν μείνουμε με τη βρετανική μετάλλαξη, η οποία επικρατεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, τότε θα χρειαστεί να εμβολιαστεί το 75% περίπου του πληθυσμού ή να έχει ανοσία. Ένας συνδυασμός δηλαδή εμβολιασμού και φυσικής ανοσίας (όσοι νόσησαν δηλαδή) στο 75% του πληθυσμού, θα αρκεί. 

Αν όμως επικρατήσει η ινδική μετάλλαξη, αυτό το ποσοστό ανεβαίνει στο 83%». Λαμβάνοντας υπόψη ότι φυσική ανοσία έχει αποκτήσει περίπου το 15% του πληθυσμού, η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού πρέπει να ανέλθει στο 60% αν παραμείνει επικρατούσα η βρετανική μετάλλαξη και στο 68% αν επικρατήσει η ινδική μετάλλαξη.

Συνεκτιμώντας την πρόοδο των εμβολιασμών, ο καθηγητής Ηλίας Μόσιαλος θεωρεί ότι θα φτάσουμε σε αυτό το ορόσημο κάποια στιγμή μέσα στον Ιούλιο.

Ωστόσο μέσα στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και στην Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων υπάρχουν φωνές που πιστεύουν ότι θα καθυστερήσουμε περισσότερο να βγάλουμε τις μάσκες καθώς για να μπορέσει να γίνει αυτό μαζικά θα πρέπει οι πλήρως εμβολιασμένοι να φτάσουν τα 6 εκατ. πολίτες, δηλαδή τον 3πλάσιο αριθμό από ό,τι είναι σήμερα.

Οι σκεπτικιστές θεωρούν πως δεν είναι φρόνιμο να γίνουν διακρίσεις και να αποκτήσουν αυτό το προνόμιο-της απαλλαγής της μάσκας- οι πλήρως εμβολιασμένοι, καθώς έτσι θα διαδοθεί το λάθος μήνυμα στην κοινωνία, πως κανένας δεν χρειάζεται τελικώς να φορά μάσκα.

Η πρόταση να πέσουν πρώτα οι μάσκες για τους πλήρως εμβολιασμένους όταν βρίσκονται μαζί με πλήρως εμβολιασμένα άτομα σε εξωτερικούς χώρους έχει προέλθει και επαναληφθεί από επιστήμονες μεγάλου ειδικού βάρους όπως είναι ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος των ΗΠΑ Anthony Fauci και ο συντηρητικός στις αποφάσεις του καθηγητής παθολογίας-λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας, από την εγχώρια επιστημονική κοινότητα.

Από την άλλη, ο καθηγητής Μικροβιολογίας και Αντυπρύτανης ΕΚΠΑ Θανάσης Τσακρής εμμένει στην άποψη πως όταν μια παρέα εμβολιασμένων ατόμων βγαίνει έξω για φαγητό ή καφέ ή ποτό και κάθεται στο ίδιο τραπέζι, καλό είναι να φορούν όλοι μάσκα όταν μιλούν και μιλούν δυνατά, γιατί τα σταγονίδια πετάγονται μακριά, με τον Θανάση Τσακρή να μην σκοπεύει να αλλάξει την άποψη του όταν θα επιτραπεί η μουσική στην εστίαση.

Άλλες φωνές όπως της προέδρου της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθηνών και Πειραιά, Ματίνα Παγώνη υποστηρίζουν ότι θα περάσουμε όλο το καλοκαίρι με τις μάσκες και πως θα απαλλαχτούμε το φθινόπωρο.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι το ζήτημα των μασκών συντηρεί μια πολυφωνία στην Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων, με το επικείμενο πράσινο φως που αναμένεται να δοθεί στην εστίαση για να ηχήσει ξανά η μουσική σε καφέ και εστιατόρια σε 15 ημέρες να δημιουργεί περισσότερους σκεπτικιστές και να απομακρύνει ακόμα περισσότερο τη στιγμή που θα βγάλουμε τη μάσκα.

Όπως έχει υπογραμμίσει ο καθηγητής επιδημιολογίας ΕΚΠΑ Γκίκας Μαγιορκίνης η μουσική σκεπάσει τις φωνές, δημιουργεί θόρυβο και μας υποχρεώνει να φωνάζουμε δυνατότερα για να ακουστούμε, με συνέπεια τα σταγονίδια από το στόμα μας να εκτινάσσονται μακρύτερα και μαζί τους να μεγαλώνει το ρίσκο διασποράς της Covid.