Το βαρύ πλήγμα του πληθωρισμού στα εμπορεύματα

Το βαρύ πλήγμα του πληθωρισμού στα εμπορεύματα

Δεν έχουν περάσει πολλές εβδομάδες από τότε που η κυρίαρχη εντύπωση ήταν αυτή της ανεξέλεγκτης ανόδου των τιμών των περισσότερων εμπορευμάτων στα διεθνή χρηματιστήρια. Η εντύπωση αυτή δεν ήταν εντελώς σωστή, ήταν όμως αρκετά κοντά στην πραγματικότητα. Την στιγμή που μιλάμε, δεν έχει πλέον καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα εμπορεύματα βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο του τελευταίου εξαμήνου, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις πλησιάζουν τα χαμηλά των τελευταίων δώδεκα μηνών, και σε άλλες, όπως στον χαλκό κοντεύουμε να φτάσουμε σε χαμηλά διετίας. Η αλλαγή σκηνικού ξεκίνησε από τα μέσα Ιουνίου, σχεδόν αμέσως μετά την απόφαση της Fed να ανεβάσει τα επιτόκια αναφοράς κατά 0,75%, αντιδρώντας (κατά κάποιους υπερβολικά) στις ανακοινώσεις για το ύψος του πληθωρισμού τον Μάιο.

Η αποφασιστικότητα της Fed έκανε μεγάλο μέρος της επενδυτικής κοινότητας να πιστέψει πως οι πιθανότητες να δούμε την αμερικανική οικονομία να στραγγαλίζεται από την μεγάλη άνοδο των επιτοκίων, και να οδηγείται ακόμα και σε ύφεση, είναι πλέον πολύ σημαντικές. Η πτώση που ξεκίνησε εκείνες τις μέρες στις αγορές εμπορευμάτων είναι πολύ σημαντική, και μπορεί να έχει και σοβαρές συνέπειες εφόσον συνεχιστεί για μερικές εβδομάδες ή μήνες ακόμα.

Σχεδόν όλα τα εμπορεύματα, είτε μιλάμε για βιομηχανικά μέταλλα, είτε για πολύτιμα μέταλλα, είτε για υγρά καύσιμα, είτε μιλάμε για αγροτικά προϊόντα, έχουν χάσει όλα τα κέρδη που εμφάνισαν αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών στο Ουκρανικό μέτωπο. Θα ξεκινήσουμε από τον βασιλιά των εμπορευμάτων, το πιο οικονομικά ευαίσθητο μέταλλο, δηλαδή τον χαλκό, ο οποίος έχει πέσει κοντά στα 3,20 δολάρια/λίβρα ενώ στις αρχές του Ιουνίου είχε φθάσει κοντά στα 4,5 δολάρια/λίβρα και όταν ξεκίνησε ο πόλεμος πλησίασε και τα 5 δολάρια. Ο χαλκός είχε να πέσει κάτω από τα 4 δολάρια/λίβρα κοντά στους 18 μήνες, και η τιμή των 3,20 δολαρίων/λίβρα είναι κοντά στην τιμή του το καλοκαίρι του 2020.

Αν κατέβει λίγο ακόμα, προς τα 3 δολάρια/λίβρα, θα φθάσει στα επίπεδα των αρχών του 2020, η οποία θεωρείτο εκείνη την περίοδο από φυσιολογική έως μάλλον χαμηλή. Είναι απόλυτα σαφές πως η πτώση του χαλκού οφείλεται στους φόβους για σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αυτό άλλωστε επικαλούνται και πολλοί χρηματιστηριακοί αναλυτές οι οποίοι ξαφνικά άλλαξαν στάση και γύρισαν την πλάτη τους στον χαλκό.

Πέρα από το μοναδικό μέταλλο με διδακτορικό στα οικονομικά (το χρηματιστηριακό παρατσούκλι του χαλκού είναι Doctor Copper), σημαντική πτώση έχουν σημειώσει και άλλα βιομηχανικά μέταλλα, όπως το αλουμίνιο, ο ψευδάργυρος, το σιδηρομετάλλευμα, ακόμα και το νικέλιο, το οποίο είχε προκαλέσει αίσθηση με την μετεωρική του άνοδο τον Μάρτιο, αλλά τώρα βρίσκεται αρκετά πιο κάτω από την «προπολεμική» του τιμή.

Οι φόβοι για πιθανή ύφεση έπληξαν και τα πολύτιμα μέταλλα, όχι μόνο το ασήμι, το παλλάδιο και την πλατίνα που έχουν και βιομηχανικές χρήσεις, αλλά και τον χρυσό, ο οποίος δεν μπορεί ακόμα να ανταγωνιστεί τις ανερχόμενες αποδόσεις των άλλων ασφαλών επενδύσεων, κυρίως των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ.

Στα καύσιμα, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, κυρίως λόγω της ιδιαίτερης συμπεριφοράς των συμβολαίων του φυσικού αερίου στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, τα οποία δεν θα εξετάσουμε αυτή την στιγμή, για λόγους ευκολίας. Όσον αφορά στο αργό πετρέλαιο, η πτώση του είναι της τάξης του 15%, και για το αμερικανικό αργό και για το (πιο κοντά στην Ευρώπη) Brent.

Την Πέμπτη που μας πέρασε, έστω και για λίγο, το συμβόλαιο του αμερικανικού αργού πετρελαίου (West Texas Intermediate), έπεσε κάτω από την «προπολεμική» τιμή του, πριν αρχίσει μία αξιόλογη ανοδική αντίδραση. Το πιο ενδιαφέρον ίσως στοιχείο στα καύσιμα είναι η εξέλιξη της τιμής της αμόλυβδης βενζίνης στο αμερικανικό χρηματιστήριο (όχι ακόμα στο βενζινάδικο). Στο τέλος του Ιουνίου, η τιμή του ήταν κοντά στα 4,20 δολάρια/γαλόνι και μέσα σε ένα εικοσαήμερο έπεσε προς τα 3,20 δολάρια/γαλόνι. Η χαμηλότερη τιμή από την έναρξη του πολέμου είναι κοντά στα 3 δολάρια/γαλόνι.

Η κατάσταση σε ορισμένα βασικά αγροτικά προϊόντα θυμίζει περισσότερο την συμπεριφορά των καυσίμων παρά των μετάλλων, και αυτό είναι αρκετά λογικό, αφού οι τιμές των καυσίμων και (κάποιων τουλάχιστον) αγροτικών προϊόντων περιέχουν και ένα «πολεμικό υπερτίμημα». Το σιτάρι έχει κατέβει κοντά στα 8 δολάρια/μπούσελ, κοντά στα επίπεδα που βρισκόταν πριν την ρωσική εισβολή και αρκετά πιο κάτω από τα 13 και πλέον δολάρια/μπούσελ τα οποία πλησίασε κάποια στιγμή.

Το καλαμπόκι είναι κοντά στα 6 δολάρια/μπούσελ, και αυτό κοντά στα επίπεδα των αρχών του έτους και αρκετά πιο κάτω από το υψηλό των 8 δολαρίων/μπούσελ που είχε πλησιάσει ενδιάμεσα. Ένα άλλο πολύ σημαντικό προϊόν, τα φασόλια σόγιας, βρίσκονται κοντά στα 13,5 δολάρια/μπούσελ, έχουν δηλαδή επιστρέψει στα επίπεδα του Φεβρουαρίου ενώ στις αρχές του Ιουνίου βρισκόντουσαν πάνω από τα 17 δολάρια.

Δεν πρέπει βέβαια να παραλείψουμε να πούμε πως η σημαντική άνοδος των επιτοκίων δεν έχει προκαλέσει μόνο τους φόβους για ύφεση αλλά και την πολύ σημαντική άνοδο του δολαρίου απέναντι σε όλα τα νομίσματα. Παραδοσιακά, το ακριβό δολάριο είναι εχθρός των τιμών των εμπορευμάτων, αφού όλα αποτιμώνται σε δολάρια και η ταυτόχρονη άνοδος της τιμής τους με αυτήν του δολαρίου τα κάνει πολύ ακριβά για τους αγοραστές ανά τον κόσμο, πράγμα που συνήθως οδηγεί σε μείωση της ζήτησης και υποχώρηση των τιμών.  

Η πτώση των εμπορευμάτων έχει παρασύρει και πάρα πολλές μετοχές που έχουν άμεση σχέση με αυτά. Οι περισσότερες πετρελαϊκές εταιρείες έχουν χάσει από 15% έως 20%, ίσως και περισσότερο, από τα μέσα Ιουνίου, όταν βρισκόντουσαν στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας διετίας. Σημαντικότατη πτώση έχουν σημειώσει και οι μεγάλες εταιρείες με ορυχεία ορυκτών και μετάλλων.

Η Freeport Mc Moran (FCX NYSE) που είναι η μεγαλύτερη από τις εισηγμένες εταιρείες με ορυχεία χαλκού έχε πέσει κατά σχεδόν 40% από τα μέσα Ιουνίου, η Rio Tinto (RIO NYSE LONDON) με μεγάλες δραστηριότητες στην εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος και στον τομέα του αλουμινίου έχει χάσει πάνω από 25%, ενώ και η Glencore (GLEN LONDON), η οποία έχει σημαντικές δραστηριότητες σε πολλά ορυκτά και μέταλλα έχει χάσει και αυτή σχεδόν 25%. Βέβαια, οι φόβοι για ύφεση και οι παρενέργειες των αυξήσεων των  επιτοκίων αναφοράς από την Fed δεν έχουν πλήξει μόνο αυτού του τύπου τις μετοχές, αλλά η ταλαιπωρία αυτών που μόλις αναφέραμε μας έχει κάνει αρκετή εντύπωση.

Μέχρι τώρα αναφερθήκαμε στην πτώση τιμών των εμπορευμάτων και μετοχών, σε φόβους για ύφεση και στις παρενέργειες της ανόδου των επιτοκίων. Πρέπει όμως να πούμε πως η διαδικασία που έχει ξεκινήσει από τα μέσα Ιουνίου, με την μεγάλη πτώση των τιμών των διαφόρων εμπορευμάτων, είναι κάτι που πρέπει τελικά να μας χαροποιεί γιατί μας δείχνει πως το σύστημα μάλλον δουλεύει. Οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν ως τελικό στόχο την καταπολέμηση του πολύ υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος, εν μέρει τουλάχιστον, οφείλεται και στις αυξημένες τιμές των μετάλλων, των καυσίμων και των τροφίμων.

Όσο πιο γρήγορα υποχωρήσουν οι τιμές τους, τόσο πιο γρήγορα θα επηρεάσουν και τα τελικά προϊόντα κάθε είδους, των οποίων οι τιμές έχουν αρχίσει την ανοδική τους πορεία εδώ και πάνω από έναν χρόνο. Προφανώς, οι τιμές των προϊόντων που αγοράζουν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές δεν πρόκειται να πέσουν αμέσως επειδή τα χρηματιστήρια εμπορευμάτων πέφτουν για έναν μήνα. Θα πέσουν σε μερικούς μήνες από τώρα, με την προϋπόθεση πως τα χρηματιστήρια εμπορευμάτων  δεν θα σημειώσουν άμεσα μεγάλη ανάκαμψη.

Αν δηλαδή οι χρηματιστηριακές τιμές των μετάλλων, των καυσίμων και των τροφίμων συνεχίσουν να κινούνται αδύναμα κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, τότε θα πρέπει να περιμένουμε σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού προς το τέλος του χρόνου. Δεν χρειάζεται βέβαια να αρχίσουμε τους πρόωρους πανηγυρισμούς, ας έχουμε όμως στον νου μας πως ορισμένες διεργασίες που είναι απαραίτητες για να χτυπηθεί ο πληθωρισμός είναι ήδη σε εξέλιξη.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.