Ιθάκη ή Σπιναλόγκα;

Αν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ταυτίζεται με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, ο Κώστας Σημίτης με τα μεγάλα έργα και την είσοδο στο ευρώ, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήδη με τη μείωση του χρέους, την ψηφιοποίηση του κράτους και τον επανεξοπλισμό, τότε η διακυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα με τι θα μπορούσε να ταυτιστεί;

Με τη «μεγάλη κωλοτούμπα» του 2015 -την εντυπωσιακότερη πολιτική αναδίπλωση της Μεταπολίτευσης.

Με ένα δημοψήφισμα που ξεκίνησε ως επανάσταση και κατέληξε σε υπογραφή μνημονίου.

Με μια κυβέρνηση που ανέβηκε υποσχόμενη ρήξη και έμεινε στην ιστορία για την πλήρη υποταγή.

Με ένα κόμμα που μιλούσε για «πρώτη φορά Αριστερά» και κατέληξε να γίνει η πιο επιτυχημένη έκδοση του παλιού συστήματος.

Αν οι άλλοι πρωθυπουργοί άφησαν παρακαταθήκες, ο Τσίπρας άφησε ένα μάθημα: ότι η εξουσία δεν αλλάζει τον κόσμο -αλλάζει εκείνον που την κρατά.

Το πλεονέκτημα

Ο κ. Τσίπρας διαθέτει ένα φοβερό πλεονέκτημα στο οποίο όμως κάνει κατάχρηση. Μπορεί να μην ξέρει τι θέλει και τι λέει αλλά τα λέει ωραία. Με αργές παύσεις που δημιουργούν την αίσθηση πως κάθε λέξη πριν εκστομισθεί έχει υποστεί βασανιστικό έλεγχο και τη βεβαιότητα όσων έχουν άγνοια της άγνοιάς τους.

Τα περί παντελούς άγνοιας περί πάντων τα απέδειξε κατά την περίοδο διακυβέρνησης όταν αυτός και οι συνεργάτες πήγαιναν σε κρίσιμες για το μέλλον της χώρας συναντήσεις, όχι έχοντας μελετήσει και προβάρει κάθε λήξη που θα πουν, αλλά έχοντας ξεχάσει κάπου τον κρίσιμο «κίτρινο φάκελο» με την ατζέντα της συνάντησης.

Αν η εικόνα, όπου ο ένας ρωτά τον άλλον «πού είναι ο φάκελος», ήταν σκηνή από κάποια ταινία του Ρόουαν Άτκινσον -εκείνες τις απολαυστικές παρωδίες του James Bond- θα λέγαμε πως πρόκειται για υπερβολές.

Κι όμως, να που η πραγματικότητα αποδεικνύεται τελικά πιο διασκεδαστική από τη σάτιρα.

Και τώρα, μετά από λίγα χρόνια διαλογισμού, ή μάλλον σιωπής, ο κ. Τσίπρας επιστρέφει με βιβλίο. Τίτλος: «Ιθάκη». Ένα έργο που φιλοδοξεί να είναι πολιτικό μανιφέστο, αλλά πιθανότατα θα μείνει ως manual επιβίωσης για όσους έμαθαν να χάνουν την εξουσία και να την ονειρεύονται ξανά.

Η ειρωνεία; Οι επικοινωνιολόγοι του μάλλον εννοούν την Ιθάκη του Καβάφη, όχι του Ομήρου. Ο Καβάφης μιλούσε για το ταξίδι, για τη γνώση, για την περιπέτεια της αναζήτησης. Ο Όμηρος για την ουτοπία της επιστροφής στην κανονικότητα, την πατρίδα και την οικογένεια.

Για τον κ. Τσίπρα και το ασκέρι του η Ιθάκη συμβολίζει την επιθυμία της επιστροφής στα κυβερνητικά γραφεία. Βέβαια αν το 2015 η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχε εφαρμόσει αυτά που υποσχόταν η χώρα θα είχε μετατραπεί όχι σε Ιθάκη αλλά Σπιναλόγκα.

Αν ο Καραμανλής έβαλε τη χώρα στην Ευρώπη, ο Σημίτης στο ευρώ, κι ο Μητσοτάκης στο cloud, ο Τσίπρας την έβαλε… στο ψυχολογικό roller coaster του «Ναι μεν, αλλά». Και τώρα που επιστρέφει με το βιβλίο του, ζητάει να τον κρίνουμε όχι για όσα έκανε, αλλά για όσα θα ήθελε να είχε κάνει.

Αν σε κάτι μοιάζει η επάνοδος του κ. Τσίπρα με την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη είναι πως επιστρέφει χωρίς του συντρόφους οι οποίοι εξολοθρεύθηκαν για χάρη του στο ταξίδι. Πού είναι η Ζωή, ο Γιάνης ή ο Λαφαζάνης με τον Αλαβάνο και τον Τσακαλώτο;

Πώς μπορεί κάποιος να εμπιστευτεί κάποιον που εξολοθρεύει όσους τον κουβαλούν στους ώμους στο ανηφορικό ταξίδι προς την κορυφή της εξουσίας;

📬🖊️ Επιστολές αναγνωστών

1)Ο Μάης και ο Ντε Γκωλ

Κύριε Στούπα, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, σχετικά με τον Άγνωστο Στρατιώτη, οι δηλώσεις συνολικά της αντιπολίτευσης αλλά και οι απειλές ορισμένων προς την κυβέρνηση (κύριε Ρουτσι σέβομαι τον πόνο σου αλλά απειλές σου προς την κυβέρνηση είναι απαράδεκτες) μου θυμίζει κάπως τον Μάιο του 68 στο Παρίσι. Μετά τις οδομαχίες, τις φωτιές, τις καταλήψεις, τους νεκρούς και τραυματίες, τις καταστροφές και την φυγή του Ντε Γκωλ στην Γερμανία, ακολουθήσε κάτι το εκπληκτικό. Ο Ντε Γκωλ γύρισε στο Παρίσι και μάλιστα τέθηκε επικεφαλής της πορείας της σιωπηρής πλειοψηφίας ( majorité silencieuse). Ούτε κραυγές ούτε πανό, ούτε φασαρίες. Πάνω από 1 εκ. Γάλλοι έκαναν πορεία στους δρόμους του Παρισιού. Ακολούθησαν εκλογές και ο Ντε Γκωλ τις κέρδισε πανηγυρικά.

Ο δε κόκκινος Μπένι ( Κον Μπεντιτ) έχασε. Αργότερα έγινε πράσινος.

Η κυβέρνηση της Ελλάδος να κοιτάξει προς την σιωπηρή πλειοψηφία των Ελλήνων και να μην φοβηθεί την κόκκινη και αναρχική μειοψηφία.

Το να αποκαλούν την κυβέρνηση ως ακροδεξιούς σε κάθε περίπτωση, δείχνει ότι η αντιπολίτευση δεν γνωρίζει άλλο λεξιλόγιο.

 Β.Τ.

2) Casus Realitatis

Κύριε Στούπα,

Η στάση της Ελλάδας στο Κυπριακό και στα ελληνοτουρκικά φανερώνει μια διαχρονική μας αυταπάτη: τη σύγχυση ανάμεσα στο «δίκαιο» και στο «εφικτό».

Το 2004 η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψε το Σχέδιο Ανάν - μια δύσκολη, αλλά διαχειρίσιμη λύση. Είκοσι χρόνια μετά, επιστρέφει στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο που τότε απέρριψε με πανηγυρισμούς, μόνο που τώρα οι όροι είναι βαρύτεροι και τα περιθώρια πολύ στενότερα.

Το ίδιο λάθος, δυστυχώς, φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στο Αιγαίο.

Η Τουρκία, με αυτοπεποίθηση περιφερειακής δύναμης, επιδιώκει συνδιαχείριση και ρόλο ρυθμιστή. Δεν το κρύβει - το δηλώνει απροκάλυπτα. Οι δηλώσεις του Τούρκου ΥΠΕΞ, όσο κι αν ενοχλούν, έχουν τη βαρύτητα της πραγματικότητας: στηρίζονται στη δύναμη, όχι στο συναίσθημα.

Εμείς, αντίθετα, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το διεθνές δίκαιο αρκεί από μόνο του να μας προστατεύσει. Λες και η Ιστορία δικαιώνει τους «νομικά ορθούς» και όχι τους αποφασισμένους.

Εγκλωβισμένοι στη μόνιμη ρητορική του «απαράδεκτου» και του «προκλητικού», βαυκαλιζόμαστε ότι η ακινησία είναι πολιτική. Και κάθε φορά που ο χρόνος περνά, οι συσχετισμοί επιδεινώνονται - μέχρι να αναγκαστούμε να συζητήσουμε υπό χειρότερες συνθήκες.

Από τις τέσσερις διαθέσιμες επιλογές –διάλογο, πόλεμο, διεθνές δικαστήριο ή χρονοτριβή– μόνο ο διάλογος προσφέρει έλεγχο. Ο πόλεμος θα ήταν αυτοκτονία. 

Το δικαστήριο δεν θα μας δικαιώσει πλήρως. Και η χρονοτριβή δεν είναι στρατηγική - είναι απλώς αργή ήττα.

Ο ρεαλισμός δεν είναι συνθηκολόγηση· είναι ωριμότητα. Κάθε διαπραγμάτευση ενέχει δούναι και λαβείν. Ειδάλλως ο ισχυρότερος εν τέλει λαμβάνει τα πάντα δια της βίας. Μια χώρα μικρότερης ισχύος δεν επιβιώνει με συνθήματα, αλλά με διορατικότητα και ψυχραιμία και κυρίως με το θάρρος να δει, εγκαίρως, τον κόσμο όπως είναι - όχι όπως θα ήθελε να είναι.

Mε τιμή,

Χρήστος Βλάχος

[email protected]