Τα λουκέτα και οι προκλήσεις της ελληνικής βιομηχανίας

Τα λουκέτα και οι προκλήσεις της ελληνικής βιομηχανίας

Το αυξημένο ενεργειακό κόστος, οι επιβαρύνσεις στις τιμές των πρώτων υλών αλλά και τα πολύ μικρά ταμειακά αποθέματα είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους αυξάνονται τα «λουκέτα» των βιομηχανιών τα τελευταία χρόνια.

Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού και την σταδιακή εκβιομηχάνιση της χώρας, το «φάντασμα» της αποβιομηχάνισης που είχε κάνει έντονη την εμφάνιση της κατά τη δεκαετία του ’80 και συνέχισε και τις επόμενες δεκαετίες σε περιοχές όπως η Εύβοια, η Βόρεια Ελλάδα, η Θεσσαλία και άλλες φαίνεται να εξακολουθεί να πλανάται. 

Ήδη μέσα στην τελευταία πενταετία έχουν κλείσει δώδεκα εργοστάσια, με τα πέντε από αυτά να έχουν αναστείλει τις δραστηριότητές τους το τελευταίο δωδεκάμηνο.

Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις αφορούν τα εργοστάσια της Υαλουργίας Γιούλα και της χαρτοποιίας Sonoco Ελλάς AE. 

Η τελευταία, η οποία είναι θυγατρική του αμερικανικού κολoσσού ειδών συσκευασίας Sonoco Products Co.,  διέθετε δυο εργοστάσια στο Κιλκίς όπου γινόταν η παραγωγή των προϊόντων και στη Θεσσαλονίκη όπου γινόταν η συσκευασία. Όπως ανακοίνωσε η μητρική Sonoco Alcore Sarl, η οποία έχει στην ευθύνη για 70 εργοστασιακές μονάδες σε 18 ευρωπαϊκές χώρες, τα εργοστάσια στην Ελλάδα θα κλείσουν ως το τέλος Μαΐου. 

Σύμφωνα με τους διοικούντες η βασική αιτία για την αναστολή των παραγωγικών δραστηριοτήτων των δυο ελληνικών εργοστασίων είναι το υπέρογκο ενεργειακό κόστος. 

Λίγες ημέρες πριν από τo λουκέτο της Sonoco, ανακοινώθηκε και το κλείσιμο του εμβληματικού εργοστασίου στο Αιγάλεω της ιστορικής υαλουργίας Γιούλα, η οποία μετρούσε 77 έτη δραστηριοποίησης. Μετά από τη μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε η εταιρεία και τη γεωγραφική της επέκταση με θυγατρικές στα Βαλκάνια, σε Βουλγαρία και Ρουμανία  ήρθε, μέσα στην κρίση η υπερχρέωση, η οποία και οδήγησε στην εξαγορά της από τον πορτογαλικό πολυεθνικό κολοσσό BA Glass. 

Τι οδήγησε στα «λουκέτα»

Ο κατάλογος των αιτιών για το κλείσιμο του εργοστασίου περιλαμβάνει, πρωτίστως, το υψηλό κόστος ενέργειας, το οποίο αντιπροσωπεύει το 30 με 40% του συνολικού κόστους παραγωγής, αλλά και το αυξημένο κόστος εισαγωγής πρώτων υλών. Μια αιτία ακόμη είναι τα ασύμφορα επιτόκια δανεισμού και η υψηλή φορολογία, που οδηγούν σε συρρίκνωση των περιθωρίων κέρδους.

Μέσα στο 2023 καταγράφηκαν άλλα τρία κλεισίματα βιομηχανικών μονάδων. Πρόκειται για την Crown Hellas Can σε Πάτρα και Κόρινθο, της Reckitt Benckiser στα Βασιλικά Χαλκίδας και της Tupperware στη Θήβα.

Από τις τρείς αυτές περιπτώσεις μόνο η περίπτωση της Tupperware οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες καθώς η αμερικανική πολυεθνική με έδρα το Ορλάντο των ΗΠΑ δεν τηρούσε τους χρηματοοικονομικούς όρους των δανειακών συμβάσεών και προχώρησε σε αναδιάρθρωση δανειακών συμβάσεων στο πλαίσιο σχεδίου εξυγίανσης, το οποίο είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, και το κλείσιμο του εργοστασίου της στην Ελλάδα. Σημειώνεται ότι η Tupperware διατηρούσε παραγωγική μονάδα στη Θήβα επί 56 χρόνια.

Στην περίπτωση της Reckitt Benckiser Hellas Hygiene Home ΑΕ, σύμφωνα με τη διοίκηση του βρετανικού ομίλου, το εργοστάσιο στα Βασιλικά Χαλκίδας έκλεισε καθώς κατέστη μια μη κερδοφόρα και μη βιώσιμη μονάδα, παρά το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών της κατέγραφε αύξηση τα τελευταία δυο χρόνια ως το 2023.

Το  Οκτώβριο του 2023 καταγράφηκε το κλείσιμο δυο εργστασίων της CROWN Hellas Can. Η εταιρεία έκανε γνωστό ότι η χαμηλή αξιοποίηση της παραγωγής, τα υψηλά πάγια έξοδα, το υψηλό κόστος αγοράς μετάλλου αλλά και το υψηλό κόστος κατανάλωσης ενέργειας κατέστησαν ασύμφορη την παραγωγή δοχείων στο εργοστάσιό της στην Πάτρα, ενώ είχε καταργήσει και μια γραμμή παραγωγής στο εργοστάσιό της στην Κόρινθο, μεταφέροντας την στο εξωτερικό. Σημειώνεται ότι το εργοστάσιο της βιομηχανίας συσκευασίας στην Πάτρα είχε δύο γραμμές παραγωγής, με ετήσια δυνατότητα περίπου 900 εκατ. δοχεία. Σύμφωνα με την εταιρεία, τα δοχεία που παρασκευάζονταν από το εργοστάσιο της Πάτρας είχαν υψηλό και μη ανταγωνιστικό κόστος.

Οι προκλήσεις της βιομηχανίας

Για το θέμα της αποβιομηχάνισης είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου πρόσφατα και ο ο πρόεδρος της Ελληνικής Παραγωγής-Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη, Μιχάλης Στασινόπουλος, σε ομιλία του, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης - παρουσίασης σχετικής μελέτης του ΙΟΒΕ.

Ο ίδιος τόνισε ότι τα τελευταία χρόνια γίνονται, μεν, προσπάθειες αλλά όχι και αλλαγές για να ενισχυθεί ο πυλώνας της μεταποίησης. Όπως χαρακτηριστικά είπε , «η κατά κεφαλή παραγωγικότητα της ελληνικής βιομηχανίας είναι πολύ χαμηλή σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες». 

Το γεγονός αυτό δεν σχετίζεται με την εργατικότητα και την αποδοτικότητα των εργαζομένων. Έχει να κάνει με τη μικρή εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα και τη δυναμική της βιομηχανικής έντασης. Για να αυξηθεί το ΑΕΠ και να συγκλίνουμε με τις άλλες χώρες της ΕΕ πρέπει να ενισχυθεί η βιομηχανική παραγωγή, είχε αναφέρει. 

Μάλιστα, σε ό,τι αφορά τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η βιομηχανία και ειδικότερα ο τομέας της μεταποίησης, σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ  συνοψίζονται στην πράσινη μετάβαση, στη στρατηγική αυτονομία, απαραίτητη σε καιρούς σημαντικών γεωπολιτικών εξελίξεων, στο κόστος ενέργειας, στον ψηφιακό μετασχηματισμό, την καινοτομία και το ανθρώπινο δυναμικό καθώς και στην ανάγκη χρηματοδότησης και ύπαρξης κανονιστικού πλαισίου επενδύσεων.