Η έλλειψη εργαζομένων και η κοινωνική βιωσιμότητα στον Τουρισμό
Shutterstock
Shutterstock

Η έλλειψη εργαζομένων και η κοινωνική βιωσιμότητα στον Τουρισμό

Βιωσιμότητα: μια λέξη που ακούμε συχνά, συνήθως με περιβαλλοντικό και οικονομικό περιεχόμενο. Η βιωσιμότητα, όμως, μπορεί –και πρέπει– να είναι και κοινωνική. Και αποτελεί, με τη σημασία της αυτή, κλειδί της επιτυχίας και στον Τουρισμό.

Τι εννοούμε όμως με τον όρο αυτό;

Η κοινωνική βιωσιμότητα, ως αναγκαία διάσταση της οικονομικής μεγέθυνσης, αφορά τη διασφάλιση της ισότητας και την καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων, στην κοινωνική́ ένταξη και συνοχή́, στην κοινωνική́ κινητικότητα και στο σεβασμό́ της πολιτισμικής ποικιλομορφίας.

Ενδεικτικά, ως δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας στον τουριστικό τομέα έχουν καταγραφεί, μεταξύ άλλων, ο βαθμός ικανοποίησης των τουριστών από τις παρεχόμενες υπηρεσίες, το ποσοστό επαναλαμβανόμενων τουριστών, ο βαθμός ικανοποίησης του τοπικού πληθυσμού από τη λειτουργία και τις δράσεις των ξενοδοχείων, το ποσοστό των εργαζομένων που προέρχονται από την τοπική κοινωνία, η προσβασιμότητα των ξενοδοχείων σε άτομα με αναπηρία.

Χωρίς να ακολουθούμε μια ισοπεδωτική προσέγγιση έναντι της λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων στη χώρα μας, καθώς πολλές αποτελούν υποδείγματα υγιούς επιχειρηματικότητας διεθνώς, είναι κοινώς αποδεκτό πως υπάρχουν σημαντικά περιθώρια προσαρμογής για μεγάλο τμήμα τους στα όσα επιτάσσει η κοινωνική βιωσιμότητα, ως πλαίσιο και άξονας της τουριστικής βιομηχανίας.

Εστιάζοντας στο ζήτημα των όρων εργασίας των ανθρώπων στους οποίους βασίζεται η λειτουργία των ξενοδοχειακών μονάδων, των καταστημάτων εστίασης και ψυχαγωγίας, των μεταφορικών μέσων και όλων των συνδεόμενων οικονομικών δραστηριοτήτων, είναι προφανές, τόσο από τα επίσημα στοιχεία, όσο και από την κοινωνική εμπειρία όλων μας, πως τη δεδομένη χρονική στιγμή υφίσταται η ανάγκη επαναξιολόγησης όσων καθιστούν ελκυστικό το περιβάλλον εργασίας του τουριστικού κλάδου για δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας.

Η μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού που παρατηρείται την τελευταία διετία αποδεικνύει ότι το ισχύον πλαίσιο αμοιβών στον Τουρισμό σε συνάρτηση με τα ωράρια εργασίας, την εποχικότητα, την σωματική καταπόνηση και την επισφάλεια που χαρακτηρίζει πολλά πόστα απασχόλησης στον κλάδο, δεν είναι ικανό πλέον να οδηγήσει πολλά άτομα παραγωγικής ηλικίας, στην απόφαση να αποδεχτούν κάποιο από αυτά, ακόμα και αν η εναλλακτική είναι η ανεργία ή μια χαμηλότερα αμειβόμενη θέση εργασίας.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορεί να μην αποτελούν κανόνα χωρίς εξαίρεση για τις τουριστικές δραστηριότητες, συνιστούν, ωστόσο, ισχυρά αντικίνητρα για πολλούς εργαζόμενους, ακόμα και νεαρής ηλικίας, που τα προηγούμενα χρόνια διαγκωνίζονταν για τη διεκδίκηση μιας θέσης στις επιχειρήσεις δημοφιλών τουριστικών προορισμών.

Η απάντηση, προφανώς, οφείλει να συνυπολογίζει την οικονομική βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει βελτίωση επιμέρους παραγόντων (π.χ. διαμονή εργαζόμενων), που να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες όλων των κατηγοριών εργαζομένων και τη διαφοροποιημένη υπεραξία που παράγουν.

Η κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας, μέσω συμφωνιών με τρίτες χώρες χαμηλού εισοδήματος για προσέλκυση εργατικού δυναμικού, μπορεί να φαντάζει ως ικανοποιητική λύση για αρκετούς από τους δρώντες στον Τουρισμό, αλλά σίγουρα δεν υπηρετεί τη διάχυση του οικονομικού οφέλους από την τουριστική δραστηριότητα στην τοπική κοινωνία. Στην «κακή» εκδοχή της -που είναι χρέος του κράτους και των υπηρεσιών του να την αποτρέψει- ενέχει τον κίνδυνο διαμόρφωσης συνθηκών εργασιακού ντάμπινγκ, και περαιτέρω υποβάθμισης του εργασιακού πλαισίου για το σύνολο των εργαζομένων.

Πέρα όμως από τις αμοιβές, κρίσιμο στοιχείο της καθημερινότητας των εργαζομένων στον Τουρισμό, αποτελεί ο σεβασμός της νομοθεσίας σε ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας και διαμονής τους, δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς καθίστανται εσωτερικοί μετανάστες.

Για μια χώρα που θέλει να έχει τουριστική βιομηχανία με προοπτική, που θα λειτουργεί με όρους αξιοπρέπειας, τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τους λήπτες των υπηρεσιών της, οι βιώσιμες και –γιατί όχι;– ευχάριστες συνθήκες εργασίας, αποτελούν μονόδρομο, ο οποίος, όπως και στην περίπτωση των αμοιβών, δεν μπορεί να παρακαμφθεί με προσέλκυση έξωθεν εργατικού δυναμικού χαμηλών απαιτήσεων ως προς αυτό.

Μια τέτοια εξέλιξη θα συνιστούσε ομολογία συνειδητής απαξίωσης εργαζομένων και επιχειρήσεων που έχουν αφιερώσει χρόνο και υλικούς πόρους για την απόκτηση εξειδικευμένης κατάρτισης και δεξιοτήτων με σκοπό να παρέχουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, θωρακίζοντας το ελληνικό τουριστικό προϊόν και τη φήμη του.

Αυτή ακριβώς η πτυχή της διασφάλισης του επιπέδου των τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα αποτελεί το μεγάλο στοίχημα της επόμενης δεκαετίας: καλούμαστε να στραφούμε σε μια τουριστική ανάπτυξη που θα βασίζεται στην προσέλκυση επισκεπτών που σέβονται τον τόπο που τους φιλοξενεί και αναπτύσσουν σταθερούς δεσμούς με αυτόν.

Αν θέλουμε να αποφύγουμε τους οικονομικούς και κοινωνικούς κινδύνους ενός τουριστικού προϊόντος που στοχεύει αδιακρίτως σε υψηλή επισκεψιμότητα και πρόσκαιρο κέρδος, αποδεχόμενο το ρίσκο της απαξίωσής του, λόγω διαμόρφωσης συνθηκών κορεσμού και αλλοίωσης της εμπειρίας που προσφέρει, οφείλουμε όλοι –κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση, επιχειρήσεις, φορείς του τουριστικού κλάδου, εργατικά σωματεία– να διαμορφώσουμε τουριστική στρατηγική, στοχεύοντας και στον υψηλό βαθμό ικανοποίησης όσων εργάζονται στον τουρισμό.

Όπως και στο θέατρο, έτσι και στα ξενοδοχεία, στα εστιατόρια και τα καφέ όλης της Ελλάδας ισχύει το γνωστό: «Περνάμε καλά στα παρασκήνια, κι αυτό βγαίνει στον κόσμο».

Τόσο κοινότοπο, αλλά και τόσο αληθινό. 

* Ο Κωνσταντίνος Στ. Δεριζιώτης είναι εκδότης του ΧΡΗΜΑ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ - www.money-tourism.gr, CEO της KSD SA και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΒΕΑ