Η βιομηχανική επανάσταση που δεν διδάσκεται στα σχολεία

Η βιομηχανική επανάσταση που δεν διδάσκεται στα σχολεία

Τότε πήγαιναν χιλιάδες άνθρωποι στα εργοστάσια, και από τα χωριά..! Έρχονταν πέντε πέντε κοπέλες, δύο αγόρια, νοίκιαζαν ένα δωνάτιο και πήγαιναν στο εργοστάσιο. Στις πέντε και μισή ήταν ένα πανηγύρι η Νάουσα. Ένα πανηγύρι! (Α.Ν.Κ.)

Η αρχή

Η Βιομηχανική Επανάσταση είναι ιστορική περίοδος, καθώς και ένα ιδιαίτερα σύνθετο σύστημα ραγδαίων μεταβολών και ανακατατάξεων τεχνικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών, οι οποίες οδήγησαν στην εκβιομηχάνιση της κοινωνίας.

Όλα ξεκίνησαν από τη Μεγάλη Βρετανία μεταξύ των ετών 1760-1860. Την αλλαγή αυτή ακολούθησαν ανάλογα κινήματα σε κοινωνίες άλλων ευρωπαϊκών κρατών, σε διαφορετική κλίμακα για κάθε μια από αυτές, με αποτέλεσμα η αγροτική, κυρίως, παραγωγή να εξελιχθεί σε βιομηχανική, ως επί το πλείστον.

Ο τρόπος βιομηχανικής ανάπτυξης, τον 18ο αιώνα (πρώτη περίοδος εκβιομηχάνισης), ήταν η επέκταση της εκμηχάνιση της βρετανικής κλωστοϋφαντουργίας. Τα πρώτα εργοστάσια μέχρι τη δεκαετία του 1860, ήταν, σχεδόν, αποκλειστικά κλωστοϋφαντουργικά και, κυρίως, εργοστάσια επεξεργασίας βάμβακος.

Η ανάπτυξη αυτής της βιομηχανίας ήταν σταδιακή, με ορισμένα στάδια της παραγωγής να παραμένουν στην οικοτεχνία. Στα κρίσιμα στάδια της επεξεργασίας βάμβακος, όπως η κλώση υπήρχε έλλειψη αποδοτικών και φθηνών εργατικών χεριών, κάτι που προώθησε την αυτοματοποίηση Ως επακόλουθο, πλήθος υφαντών υφαίνονταν σε οικίες, σε χειροκίνητους αργαλειούς, απορροφώντας τα προϊόντα των εκμηχανοποιημένων κλωστηρίων.

Η ζήτηση για το βαμβάκι και η ανάπτυξη της αγγλικής υφαντουργικής βιομηχανίας ευθύνεται σημαντικά για την οικονομική ανάπτυξη της Μεγάλης Βρετανίας ως το 1830. Ήταν τόσο σημαντική για το εξαγωγικό εμπόριο, που επηρέαζε ολόκληρη την οικονομία.

«Μας ανάγκαζαν η μηχανή να βγάλει οπωσδήποτε 42 κιλά.Τρέχαμε! Δηλαδή δεν είχαμε χρόνο αναπνοή να πάρουμε...Σε κυνηγούσε το μηχάνημα!». (Γ.Π)

Μάντσεστερ τον Βαλκανίων

Ονομάστηκε το «Μάντσεστερ τον Βαλκανίων» όπως ήταν το τοπωνύμιό της για πολλά χρόνια. Αποτέλεσε ίσως τη μοναδική Βιομηχανική ανεπτυγμένη πόλη της Βoρείου Ελλάδας. Μετά τη Βιομηχανική επανάσταση και κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Νάουσα αρχίζει να αξιοποιεί την υδραυλική δύναμη του ποταμού «Αράπιτσα» και η μέχρι τότε παραγωγική δραστηριότητα περνά από το Βιοτεχνικό-Χειρονακτικό επίπεδο σε αυτό της σύγχρονης βιομηχανίας.

«Η κάθετη πτώση είναι το μυστικό όλο….Εμείς είχαμε τη μεγαλύτερη υψομετρική διαφορά. 49,30 μέτρα κάθετη πτώση! Όταν βγάλαμε και αλλάξαμε τον υδροστρόβιλο, ήταν ένα πράγμα πρωτόγονο, στα έγκατα της γης μέσα κατέβαιναν».(Γ.Μ.)

Το άφθονο νερό που υπήρχε στην πόλη της Νάουσας προσέφερε ένα μεγάλο πλεονέκτημα για τη λειτουργία των εργοστασίων, καθώς η ορμή του νερού παρείχε φτηνή ενέργεια για τις μηχανές.

Το γεγονός αυτό λοιπόν ώθησε στη δημιουργία των πρώτων υδροκίνητων εργοστασίων παραγωγής βαμβακερών υφασμάτων όπου μέσω των υδατοπτώσεων η κίνηση μεταδιδόταν σε κάθε μηχανή μέσα από ένα σύστημα αξόνων και ιμάντων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι πρώτοι βιομήχανοι της Νάουσας είχαν μύλους, ήταν δηλαδή μυλωνάδες. 

Τα εργοστάσια

Η εκκίνηση πραγματοποιείται με την ίδρυση του Νηματουργίου «Λόγγου Κύρτση και Τουρπάλη» το 1874. Οι βιομήχανοι επωφελούνται της διεθνής πτώσης της τιμής βαμβακιού, του φτηνού νερού ως ενέργεια και των χαμηλών μισθών και έτσι μπορούσαν να ανταγωνιστούν ικανοποιητικά τις εισαγωγές βαμβακερών από το εξωτερικό.

Ακολουθούν στα επόμενα χρόνια και μέχρι της αρχές του 20ου αιώνα και άλλες βιομηχανικές μονάδες κλωστοϋφαντουργίας. Παράλληλα οι μέχρι τότε ισχυροί στην αγορά Βούλγαροι παραγωγοί μάλλινων δεν ικανοποιούν πλέον ποιοτικώς τις ανάγκες κυρίως του Οθωμανικού στρατού και έτσι χάνουν σταδιακά την αγορά της Αυτοκρατορίας.

Τα καινούργια εργοστάσια των Ναουσαίων επωφελούνται της ευκαιρίας και το εργοστάσιο Χατζηλαζάρου ειδικά αδυνατεί να ικανοποιήσει την αυξημένη ζήτηση του στρατού σε μάλλινα. Στις αρχές του 20ου αιώνα η Νάουσα αποτελούσε το πιο οργανωμένο βιομηχανικό κέντρο σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και παρήγαγε το 50% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής της περιοχής.  

Η πόλη το 1912 έχει τρεις κλωστοϋφαντουργίες με 14.200 αργαλειούς. Άλλες 3 κλωστοϋφαντουργίες με 26.500 αργαλειούς στην Έδεσσα και Θεσσαλονίκη ανήκουν εξ’ ολοκλήρου σε Ναουσαίους. Η Νάουσα ελέγχει έτσι εκείνη την εποχή 6 από τις 10 μονάδες της Μακεδονίας που με τη σειρά της είχε τις μισές μονάδες παραγωγής ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το 90% των εργαζομένων στις μηχανοποιημένες μονάδες επεξεργασίας μαλλιού ελέγχονταν από Ναουσαίους. Την ίδια χρονιά η πόλη διέθετε επίσης τρεις μεγάλους και δεκάδες μικρούς μύλους, τρεις ξυλουργικές μονάδες, και δεκάδες πιεστήρια, μεταξουργεία και μικρότερες βιοτεχνίες επεξεργασίας μαλλιών. Την εποχή αυτή πραγματοποιείται η είσοδος της οικογένειας Λαναρά στον κλάδο της βιομηχανίας, ένα όνομα που σύντομα ταυτίστηκε με τον κλάδο της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας και την γιγάντωση της πόλης.

Τα επόμενα χρόονια ιδρύεται πλήθος μεγάλων Βιομηχανιών (Εριουργία, Σχοινοποιία, Νηματουργία κ.τ.λ.),τα οποία δημιουργούν μια βιομηχανική ζώνη που αναπτύσεται εκατέρωθεν του ποταμού «Αράπιτσα».

Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δημιουργεί την αστική τάξη της πόλης, η οποία εδρεώνεται και ακμάζει με μια αύξουσα πορεία μέχρι και τη δεκαετία του 1990. Νέες βιομηχανικές μονάδες ιδρύονται, η γεωργία εκσυγχρωνίζεται με την συστηματική δεντροκαλλιέργεια και το εξωτερικό εμπόριο σημειώνει άλματα.

Ο πληθυσμός της πόλης γνώρισε σημαντική αύξηση όταν μεγάλος αριθμός Μικρασιατών προσφύγων εγκαταστάθηκε στη Νάουσα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.Κατά την μεταπολεμική περίοδο η πόλη μεταμορφώθηκε σε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Μακεδονίας με πλήθος κόσμου να συρρέει για να εργαστεί στα κλωστήρια της Νάουσας.

Την ίδια περίοδο, ένα σημαντικό ζήτημα που δυσχέραινε τις βιομηχανίες ήταν η υποτίμηση της δραχμής κατά 50%, γεγονός το οποίο συνέβη το 1953.Τα εργοστάσια της Νάουσας αγόραζαν πρώτες ύλες και μηχανήματα από το εξωτερικό με αποτέλεσμα να έχουν χρέη σε ξένο νόμισμα, τα οποία με την υποτίμηση της δραχμής αυξήθηκαν. Παράλληλα, τα έσοδά τους, τα οποία ήταν σε δραχμές, περιορίστηκαν στο μισό.

Παρά τα όποια προβλήματα, την περίοδο του 1960-1980 η οικονομική ανάπτυξη συνεχίστηκε με την πόλη να γνωρίζει μεγάλη άνοδο, περίοδο κατά την οποία ιδρύθηκαν και τα Κλωστήρια Ναούσης (1963) ως μέλος του ομίλου Κλωνατέξ.

«Η μεγαλύτερη αγορά γινόταν από εμάς. Όλη η Ευρώπη έπαιρνε από εμάς κουβέρτα». (Γ.Κ.)

Η πτώση

Ωστόσο, η ανοδική αυτή πορεία ήρθε σε τέλμα όταν το 1990 οι κλωστοϋφαντουργίες της Νάουσας άρχισαν να πτωχεύουν. Σε αυτή την καθοδική πορεία συνετέλεσαν πολλοί λόγοι με σημαντικότερο την «συμφωνία για την Κλωστοϋφαντουργία και την Ένδυση» που υιοθετήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 1995.

Ενώ και η κερδοσκοπία που παρατηρήθηκε με τις μετοχές του ομίλου την περίοδο του 1998-2004, έδωσε την χαριστική βολή στον όμιλο, που το 1999 η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών πλησίαζε τα 3 δισ. ευρώ.

Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν η άκρατη φημολογία που οδηγούσε, ακόμα και τους επιχειρηματίες, να μην ασχολούνται με την παραγωγή, καθώς τα χρηματιστηριακά κέρδη από το παιχνίδι με τις μετοχές ήταν πολύ περισσότερα από την κερδοφορία των εταιρειών και τα μερίσματα. Καθημερινά ο τύπος φιλοξενούσε «εμπιστευτικές» πληροφορίες για «σίγουρες» επενδυτικές συμφωνίες και εξαγορές εταιρειών διεθνούς εμβέλειας, όπως της Benetton, της Tommy Hilfiger, της Nautica και της Timberland.

Η σιγουριά πως η εταιρεία στα επόμενα δύο χρόνια θα ηγούνταν του κλάδου κλωστοϋφαντουργίας στην Ευρώπη, ώθησε πολλούς επενδυτές να επενδύσουν με την γνωστή κατάληξη, ενώ ο όμιλος κατέρρεε υπό το βάρος των ελέγχων από τις αρχές και του υπέρογκου δανεισμού.

Η παρακμή του κλάδου της κλωστοϋφαντουργίας ήταν μεγάλο πλήγμα για την χώρα μας και ιδιαίτερα για την πόλη της Νάουσας. Τα επόμενα χρόνια οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες αρχίζουν σιγά σιγά να παρακμάζουν και να κλείνουν, αφαιρώντας την άλλοτε αίγλη που είχαν προσφέρει στην πόλη της Νάουσας.  

Η κρίση το 2008 έβαλε και το οριστικό τέλος στην άλλοτε ακμάζουσα κλωστοϋφαντουργίας της πόλης. Το μοναδικό εργοστάσιο που είναι πλέον ενεργό είναι τα κλωστήρια Βαρβαρέσος, ως απομεινάρι της άλλοτε κραταίας βιομηχανίας της πόλης.

Το μέλλον

Από τον «λευκό άνθρακα» της Αράπιτσας στη σημερινή ενεργειακή κρίση διακρίνουμε ότι κάθε περιοχή ακμάζει, και παρακμάζει αντίστοιχα, ανάλογα με τους φυσικούς της πόρους και τη γεωγραφική της θέση. Η πόλη της Νάουσας αποτέλεσε το σταυροδρόμι για την κλωστοϋφαντουργία της χώρας. Το ποτάμι αποτέλεσε την πρώτη κινητήρια δύναμη των εργοστασίων του, ο σιδηρόδρομος την εξέλιξη του και την επέκταση του σε όλη την Ευρώπη. Η παρακμή έρχεται με την εξάντληση των φυσικών και απαραίτητων πόρων, από τις κοινωνικές και γεωπολιτικές συνθήκες που επικρατούν κάθε εποχή, την εξέλιξη της βιομηχανίας και τη ζήτηση για ποιοτικά προϊόντα, τη χρηματοδότηση των επενδύσεων της επιχείρησης, τη διορατικότητα της ηγεσίας και την ανθρωποκεντρική της φύση.

Πολλές φορές η ιστορία επαναλαμβάνεται, άλλες λένε ως φάρσα και άλλες ως τραγωδία! Στην περίπτωση της πόλης μας η ιστορία παραμένει κλεισμένη μέσα στους τέσσερις τοίχους του παλαιού εργοστασίου(νυν Κέντρου Πολιτιστικής κληρονομιάς ,https://erianaoussa.gr/), για να μας θυμίζει πως οι γονείς μας δούλεψαν κάτω από δύσκολες συνθήκες και δημιούργησαν μια πόλη και μια σύγχρονη ιστορία….«κάθε πρωϊ η πόλη της Νάουσας, ξυπνούσε από τον απόκοσμο τρομακτικό ήχο της σειρήνας ζούσε μια “Ανάσταση”...τόσος ήταν ο κόσμος που ξεχύντοναν στους δρόμους για να πάει στα εργοστάσια….»*

Οι εργάτες των κλωστηρίων αποτελούν την ιστορία της Βιομηχανικής Επανάστασης της Νάουσας, που δεν διδάσκεται στα σχολεία!

 

*Τα αποσπάσματα αποτελούν περιγραφές,/μαρτυρίες των εργατών, όπως αναγράφονται στο “Κέντρο (μουσείο) Πολιτιστικής κληρονομιάς” της πόλης, https://erianaoussa.gr/