Μάχη με το χρόνο

Μάχη με το χρόνο

Ένα νέφος τοξικότητας πλανάται πάνω από τη χώρα εδώ και αρκετούς μήνες.

Ένα νέφος που έφτασε στο αποκορύφωμά του τον χειμώνα με τα Τέμπη, καταλάγιασε κάπως αργότερα και ξαναφούντωσε τώρα με την υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ.

Όχι, ότι δεν υπήρξαν και απανωτά κυβερνητικά λάθη και στις δυο περιπτώσεις αλλά είναι προφανές ότι κάποιοι «φουσκώνουν» τα γεγονότα παραποιώντας την πραγματικότητα ώστε να τη φέρουν στα μέτρα τους. Και ο λόγος που το κάνουν είναι για να καλύψουν το δικό τους κραυγαλέο πολιτικό κενό.

Γιατί σοβαρές προτάσεις ως προς τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, μέχρι τώρα δεν ακούσαμε από την αντιπολίτευση. Και δεν ακούσαμε γιατί υποπτευόμαστε βάσιμα ότι δεν υπάρχουν.

Αυτό που απεναντίας ακούμε εδώ και μήνες είναι ένας κακόηχος, συνεχής και μονότονος καταγγελτικός λόγος που συχνά εκτρέπεται και σε ύβρεις, κραυγές και κατάρες. 

Πολλοί μιλούν συνέχεια για τον «κακό Μητσοτάκη». Αλλά δεν λένε τι ακριβώς θα έκαναν οι ίδιοι αν ήταν στη θέση του. 

Η πολιτική ζωή ποινικοποιείται και η Βουλή αντί να νομοθετεί, μετατρέπεται σ ’ένα οιονεί και απέραντο δικαστήριο με εξεταστικές, προανακριτικές και άλλες τέτοιες διαδικασίες που αφήνουν όμως παγερά αδιάφορο τον πολύ κόσμο. 

Φαίνεται ότι οι πολιτικοί ζουν σ’ ένα δικό τους μικρόκοσμο που καμιά σχέση δεν έχει με τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας. 

Η κυβερνητική παράταξη βρίσκεται σε χαμηλά δημοσκοπικά εξαετίας, πράγμα εν μέρει αναμενόμενο καθώς η φθορά είναι κι αυτή μέρος του πολιτικού παιχνιδιού.

Η δεύτερη τετραετία φαίνεται λιγότερο καλή από την πρώτη αλλά έχει κι αυτό τη δική του εξήγηση. Στην πρώτη τετραετία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συγκρινόταν μόνο με την κυβέρνηση Τσίπρα. Και η σύγκριση αυτή ήταν καταλυτικά υπέρ της. Στη δεύτερη όμως, συγκρίνεται αποκλειστικά και μόνο με αυτήν της πρώτης τετραετίας κι εκεί τα δεδομένα αλλάζουν. 

Πολύς κόσμος είναι δυσαρεστημένος με την ατολμία που κάποιοι κυβερνητικοί έδειξαν σε πολλές περιπτώσεις.

Η πανεπιστημιακή αστυνομία που ψηφίστηκε και δεν εφαρμόστηκε, ο νόμος για τις διαδηλώσεις που δεν τηρείται, οι Ρουβίκωνες που αφήνονται να αλωνίζουν ανενόχλητοι, είναι μόνο μερικές απ’ αυτές.

Υπάρχει αναμφισβήτητα μια κόπωση που είναι εμφανής και στην κυβέρνηση αλλά και στην κοινωνία. Και ένα φρεσκάρισμα σε πρόσωπα ίσως να ήταν αναγκαίο. 

Υπό αυτές τις συνθήκες, και σε συνδυασμό με το τοξικό πολιτικό κλίμα, η παραγωγή πραγματικής πολιτικής καθόλου δεν ευνοείται. Οι μεταρρυθμίσεις που υπολείπονται, απαιτούν επιπλέον να έχει κανείς σχετικά αλώβητο πολιτικό κεφάλαιο. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του έχει ήδη αναλωθεί. 

Από την άλλη μεριά, η οικονομία πάει καλά, η ανεργία πέφτει, η μάχη εναντίον της φοροδιαφυγής αρχίζει και αποδίδει, η καθημερινότητα του πολίτη βελτιώνεται. 

Θετικές ειδήσεις υπάρχουν πολλές αλλά είτε δεν επικοινωνούνται σωστά, είτε χάνονται μέσα στο ζόφο και το τοξικό κλίμα των ημερών. 

Ο νέος αυτοκινητόδρομος Πάτρας -Πύργου που εγκαινιάστηκε ήδη στο μεγάλο μέρος του, το Ωνάσειο Μεταμοσχευτικό Κέντρο που θα παραδοθεί τον Οκτώβριο, η εξαγορά του Χρηματιστηρίου από τον ευρωπαϊκό «κολοσσό» Euronext, η επέκταση του Μετρό Θεσσαλονίκης στην Καλαμαριά στις αρχές του ‘26, το Τατόι που μετατρέπεται σ ‘ένα εξαιρετικό Μουσείο και χώρο αναψυχής. 

Υπάρχουν επίσης και πολλές μεταρρυθμίσεις που εκ των πραγμάτων χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν. Παράδειγμα ο νέος δικαστικός χάρτης με την ενοποίηση των Ειρηνοδικείων με τα Πρωτοδικεία, που αναμένεται να συμβάλλει καθοριστικά στη βελτίωση απονομής Δικαιοσύνης. Άλλο παράδειγμα η ψηφιακή ιχνηλάτιση ασθενών που στοχεύει στη μείωση του χρόνου αναμονής στα νοσοκομεία, η αμυντική αναδιάταξη με το κλείσιμο άχρηστων στρατοπέδων και τις αλλαγές στη θητεία που στοχεύουν στον εξορθολογισμό των δαπανών, ο νέος κώδικας οδικής κυκλοφορίας κλπ. 

Με αυτά τα δεδομένα, αν έβλεπε κανείς το ποτήρι μισογεμάτο, θα έλεγε ότι οι καλύτερες μέρες είναι μπροστά. 

Και είναι κατά βάση μια μάχη με το χρόνο που δεν πρέπει να χαθεί. Και μια μάχη που στο τέλος της ημέρας θα κρίνει πολλά. Προϋποθέτει όμως ήπιο πολιτικό κλίμα και αλλαγή ατζέντας επειγόντως. Και αν μεν το πρώτο δεν είναι απολύτως στο χέρι της κυβέρνησης, για το δεύτερο θα άξιζε να γίνει τουλάχιστον κάθε προσπάθεια.