Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί πλέον να αγνοεί τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς η Τουρκία επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει την εμπλοκή της σε προσπάθειες μεσολάβησης στις περιφερειακές κρίσεις και να προβάλει τον γεωπολιτικό ρόλο της ως «ενδιάμεσου της Δύσης με την Ανατολή, του Βορρά με τον Νότο».
Χρησιμοποιώντας την ήπια ισχύ, επιστρατεύοντας την Οθωμανική κληρονομιά, αλλά και την ενεργό δραστηριοποίησή της ως ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου, και παράλληλα με την σκληρή ισχύ μέσω ανάπτυξης δυνάμεων σε διάφορα σημεία της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Αφρικής και των Βαλκανίων, αξιοποιώντας πλήρως τις δυνατότητες που της προσφέρει η αναβαθμισμένη πολεμική βιομηχανία της, η Τουρκία διεκδικεί με μεγαλύτερες αξιώσεις από ποτέ τον περιφερειακό και διεθνή ρόλο τον οποίο εδώ και χρόνια επιδιώκει ο Τ. Ερντογάν.
Αναμένοντας απτά αποτελέσματα από την προσωπική «χημεία» με τον πρόεδρο Ντ. Τραμπ, η Άγκυρα έχει επιτύχει την ομαλοποίηση των δύσκολων σχέσεων με τις μεγάλες αραβικές χώρες του Κόλπου, έχει ενισχύσει τη θέση της στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και στη Συρία και το Ιράκ, και πλέον βλέπει την πόρτα της ΕΕ να ανοίγει, με «κλειδί» τη γεωπολιτική της θέση αλλά και την ισχυρή αμυντική βιομηχανία της.
Η ανάδειξη της Τουρκίας δεν ήρθε τυχαία, καθώς ο Τ. Ερντογάν έχει επενδύσει χρόνια σε αυτή την επιλογή και η Τουρκία έχει αναλάβει σημαντικά ρίσκα, τα οποία φυσικά δεν έχουν ακόμη εξαλειφθεί. Οι επιφυλάξεις και η καχυποψία απέναντι στην αναβάθμιση του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας είναι πολλές και αναπτύσσουν αντίρροπες δυνάμεις, προκαλώντας, έστω και σε λανθάνουσα μορφή, αντισυσπειρώσεις.
Για την Τουρκία, η μεγάλη ευκαιρία δόθηκε με τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία, οπότε και κατόρθωσε με την ανοχή των συμμάχων, να διατηρήσει αυτή τη διπλή σχέση με τους δύο εμπόλεμους, παραβιάζοντας συχνά ακόμα και τις συμμαχικές υποχρεώσεις της.
Όμως, σε μία περίοδο κατά την οποία και ο Ντ. Τραμπ επιδιώκει να ενισχύσει την εικόνα του «ειρηνοποιού», η προβολή της Τουρκίας ως «ανεπίσημου διαμεσολαβητή» μεταξύ Κιέβου και Μόσχας δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη από την Άγκυρα.
Ακόμη μεγαλύτερη ευκαιρία δόθηκε στην Τουρκία με τον πόλεμο στη Γάζα, όπου, μέσω της «ανθρωπιστικής αλληλεγγύης» προς τους Παλαιστίνιους και της άνευ ορίων πολεμικής ρητορικής κατά του Ισραήλ, ιδεολογικοποίησε τις περιφερειακές επιδιώξεις της και σχεδόν οικειοποιήθηκε το παλαιστινιακό κίνημα αλληλεγγύης.
Η καμπάνια κατά του Ισραήλ έφερε την Τουρκία πιο κοντά σε χώρες με τις οποίες οι σχέσεις της ήταν προβληματικές, προσφέροντας ταυτόχρονα «σημείο επαφής» με άλλες χώρες με τις οποίες διατηρούσε απλώς τυπικές σχέσεις. Πιο χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Γαλλίας: η πρωτοβουλία Μακρόν για αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους έφερε πιο κοντά στο Γάλλο πρόεδρο τον Τ. Ερντογάν.
Η τηλεφωνική τους επικοινωνία και η κοινή στάση στον ΟΗΕ δημιούργησαν προϋποθέσεις για ευρύτερη συνεννόηση μεταξύ δύο χωρών που διατηρούν διαφορετική προσέγγιση σε μια σειρά από περιφερειακά ζητήματα, από τον Καύκασο έως τον Λίβανο, την Αφρική και φυσικά την Ανατολική Μεσόγειο.
Στην ΕΕ πλέον η εικόνα της Τουρκίας έχει εξωραϊστεί, και μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες «ρίχνουν νερό στο κρασί τους» σε σχέση με τα σοβαρά προβλήματα της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην Τουρκία, καθώς και με την αυτονομία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία συχνά δεν συνάδει με τις ευρωπαϊκές επιδιώξεις.
Ωστόσο, το Βερολίνο, η Ρώμη, η Μαδρίτη, η Πολωνία, η Ουγγαρία και άλλες χώρες θεωρούν πλέον ότι πρέπει να οικοδομηθεί μια διαφορετική σχέση με την Τουρκία, βασισμένη στη γεωστρατηγική της διάσταση.
Η υπόθεση της ευρωπαϊκής άμυνας και της διαδικασίας επανεξοπλισμού της Ευρώπης είναι χαρακτηριστική του πώς οι Ευρωπαίοι είναι έτοιμοι να κάνουν σοβαρές εκπτώσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν τη «συμμαχία» της Τουρκίας.
Η απόφαση για την αποδέσμευση των Eurofighter-Typhoon ήταν ενδεικτική του νέου κλίματος, όπως και οι αμυντικές συμφωνίες με ιταλικές και ισπανικές εταιρείες, αλλά και η προμήθεια τουρκικών UAVs από πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Το μεγάλο στοίχημα για την Τουρκία και τον Τ. Ερντογάν αποτελεί η σχέση με τις ΗΠΑ. Η προσωπική «σχέση» και η αλληλοκατανόηση μεταξύ Ντ. Τραμπ και Τ. Ερντογάν είναι προφανές ότι δεν αρκούν για να προχωρήσει το μείζον ζήτημα της πώλησης των F-35 αλλά και των F-16.
Πέρα από τη σημαντική στρατιωτική του διάσταση, το θέμα έχει εξαιρετική πολιτική και συμβολική σημασία για την Τουρκία. Ωστόσο, δεν αποτελεί προσωπική απόφαση του Ντ. Τραμπ, και η εμπλοκή του Κογκρέσου στη διαδικασία έγκρισης αυτών των συμφωνιών συνιστά προς το παρόν ένα δύσκολο εμπόδιο.
Το μεγάλο πρόβλημα της Τουρκίας είναι το Ισραήλ.
Λόγω της σχέσης του με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ έχει ουσιαστικά επιβάλει «απαγορευτικό» στην τουρκική στρατιωτική παρουσία στη Συρία, κάτι που αποτελεί σοβαρή πρόκληση για την Τουρκία. Και επειδή κανείς δεν επιθυμεί την εξουδετέρωση του Ισραήλ ως περιφερειακής δύναμης και την αντικατάστασή του από την Τουρκία, αυτό δημιουργεί αντανακλαστικά και αντιδράσεις από τις άλλες δυνάμεις της περιοχής.
Αυτό το «παιχνίδι εξουσίας» στη Μέση Ανατολή μεταξύ της Τουρκίας και του Ισραήλ δεν είναι εύκολη παρτίδα για τον Ταγίπ Ερντογάν, εάν οι δύο χώρες βρεθούν να αναμετρηθούν επί του πεδίου. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο ίδιος ο Ερντογάν, με αφορμή τη Γάζα, έχει δαιμονοποιήσει το Ισραήλ, ελπίζοντας ότι όσο διαρκεί ο πόλεμος και πλήττεται η εικόνα του Ισραήλ, αυτό θα απονομιμοποιηθεί σταδιακά και θα είναι πιο ευάλωτο απέναντι στις φιλοδοξίες της Τουρκίας.
Έτσι, το Τελ Αβίβ παραμένει το μεγάλο ανάχωμα για τις περιφερειακές επιδιώξεις της Τουρκίας.
Η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα έχει να αντιμετωπίσει αυτή την Τουρκία, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη χώρα που παρέλαβε πριν από 25 χρόνια ο Ταγίπ Ερντογάν. Πλέον, η ισορροπία δυνάμεων έχει διαταραχθεί και οι συμμαχίες, αλλά και η συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς και φόρα, είναι ολοένα και λιγότερο αποτελεσματικές για την απόκρουση του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Σε συνδυασμό μάλιστα με την εκτίναξη της αμυντικής βιομηχανίας, η οποία όχι μόνο καθιστά την Τουρκία αυτάρκη σε μια σειρά εξοπλισμών, αλλά της προσφέρει και χρηματοδότηση μέσω των εξαγωγών της, το σκηνικό που διαμορφώνεται πλέον καθιστά αναγκαία και με επείγοντα χαρακτήρα την διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία, πέρα από τη διαχείριση της συχνά δύσκολης καθημερινότητας.