Η Ontic, μια αμερικανική εταιρεία λογισμικού ασφαλείας, ανακοίνωσε πρόσφατα χρηματοδότηση 230 εκατομμυρίων δολαρίων με επικεφαλής την KKR. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: Περισσότερη Τεχνητή Νοημοσύνη, περισσότερη αυτοματοποίηση, περισσότερη «συνδεδεμένη νοημοσύνη». Η αγορά ποντάρει ότι η AI δεν είναι μόδα αλλά νέα υποδομή για ασφάλεια, διοίκηση και επιχειρηματικές αποφάσεις.
Το ίδιο αφήγημα αγγίζει πλέον και τα τμήματα Ανθρώπινου Δυναμικού. Η Τεχνητή Νοημοσύνη υπόσχεται ταχύτερες προσλήψεις, μείωση κόστους, πρόβλεψη αποχωρήσεων, εξατομικευμένη εκπαίδευση. Στα χαρτιά όλα δείχνουν ιδανικά: Ο αλγόριθμος σκανάρει βιογραφικά σε δευτερόλεπτα, οργανώνει συνεντεύξεις, παρέχει εκπαιδευτικά modules σε μορφή «μικρών δόσεων» για κάθε νέο εργαζόμενο.
Τα οφέλη είναι πραγματικά. Οι εταιρείες που ενσωματώνουν τέτοια εργαλεία μειώνουν το κόστος πρόσληψης, βελτιώνουν την εμπειρία υποψηφίων, αυξάνουν την ταχύτητα ένταξης νέων εργαζομένων. Μια παγκόσμια μελέτη της PwC εκτιμά ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα προσθέσει έως και 15 τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια οικονομία μέχρι το 2030. Το ερώτημα είναι ποιο κομμάτι από αυτήν την πίτα θα διεκδικήσει η Ελλάδα.
Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σύνθετη. Έρευνα σε 880 στελέχη HR σε κατασκευές, πληροφορική και βιομηχανία κατέγραψε τα μεγάλα εμπόδια: πολιτισμική αντίσταση, υψηλό κόστος, έλλειψη δεξιοτήτων, δυσκολίες ενσωμάτωσης με παλιά συστήματα. Περισσότεροι από επτά στους δέκα παραδέχονται ότι αυτά τα εμπόδια καθορίζουν την επιτυχία ή αποτυχία μιας επένδυσης σε AI. Δεν αρκεί δηλαδή η τεχνολογία, χρειάζεται και η κουλτούρα να τη δεχτεί.
Στην Ελλάδα, τα παραδείγματα είναι μπροστά μας. Στον τουρισμό, η AI μπορεί να απαντήσει άμεσα σε αιτήματα πελατών και να οργανώσει κρατήσεις. Αν όμως το μήνυμα που φτάνει στον ταξιδιώτη είναι άψυχο και τυποποιημένο, χάνεται η αξία της ελληνικής φιλοξενίας. Στις τράπεζες, η αυτοματοποίηση μειώνει κόστη και χρόνους, αλλά η εμπιστοσύνη του πελάτη κρίνεται στο βλέμμα του συμβούλου, όχι στο chatbot. Στη δημόσια διοίκηση, η AI υπόσχεται ταχύτερη διεκπεραίωση αιτήσεων, αν όμως ο πολίτης εισπράξει μόνο απρόσωπα μηνύματα, η δυσπιστία θα μεγαλώσει.
Υπάρχει και το κρυφό κόστος. Το λεγόμενο workslop: Αποτελέσματα χαμηλής ποιότητας που φαίνονται χρήσιμα αλλά χρειάζονται διορθώσεις. Μελέτες δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι χάνουν σχεδόν δύο ώρες την εβδομάδα διορθώνοντας λάθη ή πρόχειρα κείμενα που παράγει η AI. Για έναν οργανισμό με εκατοντάδες υπαλλήλους, το κόστος αυτό μεταφράζεται σε χιλιάδες χαμένα ευρώ κάθε μήνα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη κινείται για να ρυθμίσει το τοπίο με τον AI Act, το πρώτο ολοκληρωμένο πλαίσιο κανόνων. Το μήνυμα είναι ότι η τεχνολογία πρέπει να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το αντίστροφο. Για χώρες όπως η Ελλάδα, με ιστορικά ελλείμματα εμπιστοσύνης στη διοίκηση και ανθεκτικές πολιτισμικές αντιστάσεις, αυτό το ζήτημα είναι κρίσιμο.
Το μεγάλο δίλημμα δεν είναι αν θα υιοθετήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό είναι δεδομένο. Το ερώτημα είναι πώς θα την υιοθετήσουμε. Θα γίνει εργαλείο που θα ενισχύσει τη δημιουργικότητα και θα βελτιώσει την εμπειρία εργαζομένων και πολιτών; Ή θα καταντήσει νέα μορφή γραφειοκρατίας, με λάθη, αποξένωση και χαμένο χρόνο;
*Του Δημήτρη Πάφρα (υποψήφιος διδάκτορας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, συγγραφέας) και του Αντωνίου Θοδωρή (Διευθυντής μονάδας, συγγραφέας)