Παρά την καθολική αναγνώρισή του ως έργο-σταθμός για την Κύπρο, το Great Sea Interconnector (GSI) δεν αντιμετωπίζεται με τον πιο υποστηρικτικό τρόπο στη Λευκωσία. Αντιθέτως, έντονες ενστάσεις διατυπώνονται σε πολιτικό και επιχειρηματικό επίπεδο, παρότι η χώρα και οι καταναλωτές της αναμένεται να είναι οι πρώτοι και μεγαλύτεροι κερδισμένοι.
Η αντίφαση αυτή δεν οφείλεται στην γνωστή τουρκική αντίδραση – η οποία εδώ και χρόνια επιχειρεί να μπλοκάρει κάθε ενεργειακό σχεδιασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι ενστάσεις αυτές, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, προέρχονται κυρίως από ένα ισχυρό πλέγμα συμφερόντων που βλέπει την υλοποίηση του έργου ως απειλή.
Το έργο φαίνεται να εξελίσσεται ένα project στρατηγικής σημασίας με... εσωτερικούς αντιπάλους στη Λευκωσία, καθώς επισήμως, το ζήτημα παρουσιάζεται ως οικονομικό – με ενστάσεις για το πώς θα επιμεριστούν τα κόστη της κατασκευής. Ωστόσο, οι καλά πληροφορημένες πηγές συγκλίνουν πίσω από τη στάση της Κύπρου βρίσκεται ένα εσωτερικό πλέγμα συμφερόντων που φοβάται τις ανατροπές που θα φέρει το έργο στην υφιστάμενη ενεργειακή ισορροπία.
Ποιοι βλέπουν απειλή στο έργο
Tο εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι γιατί ενώ η Κύπρος και οι πολίτες της είναι εκείνοι που θα επωφεληθούν περισσότερο από την υλοποίηση του έργου (αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα οι Κύπριοι καταναλωτές πληρώνουν 2,5 φορές πιο ακριβά το ρεύμα από ό,τι οι Έλληνες), η ίδια «φρενάρει» συνεχώς το έργο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι εισαγωγείς καυσίμων. Σήμερα, περίπου το 90% της κυπριακής ηλεκτροπαραγωγής στηρίζεται σε πετρελαιοειδή, με εισαγωγές που ξεπερνούν τα 600 εκατ. ευρώ ετησίως. Για τους εμπορικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, λοιπόν, το GSI σημαίνει συρρίκνωση ζήτησης και απώλεια εσόδων.
Πέραν όμως από τον κλάδο των καυσίμων, και οι ίδιοι οι Κύπριοι παραγωγοί ΑΠΕ, έχουν σήμερα πολύ υψηλές αποδόσεις, ακολουθώντας το Target Model, σε ένα απομονωμένο και ακριβό σύστημα. Η σύνδεση με την Ελλάδα θα ρίξει τις τιμές, περιορίζοντας τα κέρδη των υφιστάμενων επενδύσεων, έστω κι αν τεχνικά διευκολύνει τη μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ.
Περαιτέρω, η αγορά ηλεκτρισμού της Κύπρου χαρακτηρίζεται από ολιγοπωλιακή δομή, με κυρίαρχη την ΑΗΚ. Η είσοδος φθηνής ενέργειας θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό, μειώνοντας τα περιθώρια κερδοφορίας των σημερινών κυρίαρχων.
Στο «παζλ» προστίθενται και οι θιασώτες της «αυτονομίας» μέσω LNG. Ένα τμήμα της ενεργειακής γραφειοκρατίας προωθεί την ιδέα κάλυψης αναγκών με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) ή αξιοποίηση των κοιτασμάτων της κυπριακής ΑΟΖ. Η επιλογή αυτή, ωστόσο, παρατείνει την εξάρτηση από ακριβά καύσιμα και αφήνει τη χώρα χωρίς εναλλακτικές σε περιόδους κρίσης.
Έργο με ευρωπαϊκή σφραγίδα
Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι το project έχει ήδη αναγνωριστεί από την ΕΕ ως «Έργο Κοινού Ενδιαφέροντος» (PCI), κάτι που εξασφαλίζει χρηματοδοτικά εργαλεία και πολιτική στήριξη από τις Βρυξέλλες. Η υλοποίηση του GSI, με τη στήριξη της ΕΕ και την πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία όπως το Connecting Europe Facility, δεν αποτελεί μόνο τεχνικό έργο υποδομής. Συνιστά βήμα καθοριστικής σημασίας για το ενεργειακό μέλλον της Κύπρου.
Παρότι, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει εξετάσει το έργο στην αρχική του φάση και το έχει κρίνει ως απολύτως βιώσιμο, η κυπριακή πλευρά εξακολουθεί να εκφράζει συνεχώς ενστάσεις.
Κι ενώ είχε βρεθεί ένας οικονομικός συμβιβασμός μεταξύ ΡΑΕΚ και ΑΔΜΗΕ, η Κύπρος επανέρχεται σήμερα με νέες αμφισβητήσεις, αναζωπυρώνοντας τις αντιδράσεις.
Σε κάθε περίπτωση, το κόστος της διασύνδεσης έχει ελεγχθεί από την ΕΕ, κρίνοντάς το οικονομικά βιώσιμο και ικανό να μειώσει δραστικά το κόστος για τον καταναλωτή. Αντί όμως να προχωρήσει απρόσκοπτα, βρίσκεται μπλεγμένη σε ένα δίκτυο εσωτερικών αντιστάσεων που καθυστερούν ένα έργο στρατηγικής σημασίας για την ίδια την Κύπρο.
Το μόνο βέβαιο είναι πως η μάχη για το ενεργειακό μέλλον της Κύπρου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη – και θα καθορίσει όχι μόνο τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και τον ρόλο της χώρας στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη.