Ευρώπη: Γιατί η απανθρακοποίηση φέρνει αποβιομηχάνιση

Ευρώπη: Γιατί η απανθρακοποίηση φέρνει αποβιομηχάνιση

Ο μεγαλύτερος γερμανικός όμιλος χαλυβουργίας και ένας από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη, η Theyssenkrupp, προχωρά σε δομική αναδιοργάνωση, κλείνει γραμμές παραγωγής, μειώνει τις θέσεις εργασίας, που μπορεί να σημαίνει και 5.000 απολύσεις.

Τι βλέπει;

Την συνεχιζόμενη επιδείνωση του περιβάλλοντος για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, που γίνεται όλο και πιο αποτρεπτικό για επιχειρήσεις του είδους μετά και τους πολύ φιλόδοξους και ακριβούς στόχους που βάζουν οι Βρυξέλλες για να «πρασινίσουν» οι χαλυβουργίες.

Κυρίως όμως βλέπει ότι οι ανταγωνιστές του, από Κίνα, Τουρκία και άλλες χώρες, εκμεταλλεύονται την εμμονική στάση της ΕΕ στις νέες πράσινες πολιτικές, για να ροκανίζουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαικής βιομηχανίας. 

Η πραγματικότητα δείχνει ότι το πρόβλημα συνεχώς διογκώνεται. Η αναδιάρθρωση της Theyssenkrupp, που θα εξειδικευτεί την επόμενη εβδομάδα, έρχεται να προστεθεί σε ένα «ιό» μετανάστευσης στις ΗΠΑ και αποβιομηχάνισης που πλήττει εδώ και καιρό την Ευρώπη.

Από αλουμινάδικα, όπως η Speira, χυτήρια χαλκού όπως η Aurubis, βιομηχανίες χημικών όπως BASF και Linde έως τη σουηδική βιομηχανία μπαταριών Northvolt, εξελίξεις που στην Ελλάδα εκφράζονται με τα δύο πρόσφατα λουκέτα σε θυγατρικές πολυεθνικών.

Είναι κοινή η πεποίθηση όσων παρακολουθούν τα γεγονότα ότι η απόφαση τόσο του πορτογαλικού ομίλου ΒΑ Vidro να βάλει «λουκέτο» στην ελληνική του θυγατρική, την ιστορική υαλουργία Γιούλα στο Αιγάλεω, όσο και του αμερικανικού κολοσσού Sonoco Alcore να αναστείλει τη λειτουργία της θυγατρικής της, μονάδας χαρτοποιίας στο Κιλκίς, υπαγορεύονται από όχι μόνο από τις ελληνικές παθογένειες, (ακριβό ενεργειακό κόστος, γραφειοκρατία, κλπ), αλλά πρωτίστως από τη κακή συγκυρία που επικρατεί στους συγκεκριμένους κλάδους διεθνώς.

Στην πρόσφατη ανακοίνωση της ΒΑ Υαλουργία Ελλάδας, όπως είχε μετονομαστεί η Γιούλα, ήταν σαφής η αναφορά στην πτώση της ζήτησης διεθνώς που οδηγεί σε μείωση πωλήσεων, αύξηση αποθεμάτων, κόστους, άρα και υποχρεώσεων, δηλαδή σε μια δυσμενή και επιδεινούμενη παγκόσμια πραγματικότητα. 

Η αλήθεια όμως είναι ότι ο πορτογαλικός όμιλος, την ελληνική του θυγατρική αποφάσισε να κλείσει σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία, όχι εκείνες σε Βουλγαρία και Ρουμανία.

Η αμερικανική Sonoco από πλευράς της, το υψηλό παραγωγικό κόστος λόγω κυρίως της ακριβής ενέργειας, επικαλείται, αλλά και ότι παρ’ ότι προέβη σε πράσινη επένδυση 3 εκατ. ευρώ για αυτοπαραγωγή, τελικά αυτή δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ. Ο ΔΕΔΔΗΕ δεν την ενέταξε στο δίκτυο λόγω έλλειψης ενεργειακού χώρου.

Δεν σημαίνει ότι ακόμη και αν είχαμε ξεμπερδέψει με αυτές τις παθογένειες δεκαετιών, θα ήμασταν ως χώρα σε θέση να αλλάξουμε γνώμη σε μια πολυεθνική, η οποία βλέπει τα πράγματα μέσα από ένα παγκόσμιο πρίσμα. Ίσως όμως στα δύσκολα, η Ελλάδα να ήταν από τις τελευταίες χώρες που θα σκεφτόταν να εγκαταλείψει.

Κωδικός, χαλυβουργίες

Δύο λουκέτα από πολυεθνικές μέσα σε λίγες μέρες και γινόμαστε δέκτες και από άλλους κλάδους, όπως η χαλυβουργία, είπε ο πρόεδρος της Ένωσης Ενεργοβόρων Βιομηχανιών (ΕΒΙΚΕΝ) Αντώνης Κοντολέων στο πρόσφατο Power & Gas Forum, μιλώντας για τον πολύ σκληρό ανταγωνισμό που δέχεται ο κλάδος από Κίνα και Τουρκία.

Η αλήθεια είναι ότι η κατάσταση δεν δείχνει να αντιστρέφεται, ούτε για την Ελλάδα, ούτε για την Ευρώπη. Το βουνό από προσαρμογές σε νέες Οδηγίες, καινούργιους υπερφιλόδοξους πράσινους στόχους και διατάξεις, αυξάνεται αντί να μειώνεται και ενώ όλ’ αυτά στοχεύουν στην απανθρακοποίηση, τελικά ενισχύουν τις τάσεις αποβιομηχάνισης.

Τέτοιο παράδειγμα, είναι ο λεγόμενος CBAM, ο «Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα» που πρόκειται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία από το 2026. Αφορά τσιμέντο, σίδηρο, χάλυβα, αλουμίνιο, λιπάσματα, ηλεκτρική ενέργεια και υδρογόνο.

Σήμερα οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε αυτούς τους τομείς, δικαιούνται δωρεάν δικαιώματα εκπομπών CO2 τα οποία και καταργούνται. Και παράλληλα η ΕΕ βάζει φόρο σε όσα από τα παραπάνω προϊόντα τρίτων χωρών μπαίνουν στην ΕΕ από το 2026 και μετά. Εκ πρώτης όψεως η πρόθεση δείχνει θετική, αφού από τη στιγμή που τα προϊόντα αυτά θα επιβαρύνονται με φόρο άνθρακα, γίνονται ευθέως συγκρίσιμα με τα ευρωπαϊκά, άρα εκλείπει ο αθέμιτος ανταγωνισμός.

Στην πραγματικότητα, η απόφαση κινδυνεύει να επιδεινώσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα των παραπάνω κλάδων, αφού για να παράξουν τα τελικά τους προϊόντα, εισάγουν πρώτες ύλες από χώρες εκτός ΕΕ. Οι εγχώριες δεν επαρκούν.

Σε ενάμισι χρόνο από σήμερα, αυτές οι πρώτες ύλες στις οποίες βασίζεται η ευρωπαϊκή μεταποίηση θα γίνουν ακριβότερες και το κόστος παραγωγής θα επιβαρυνθεί, κάτι που θα έχει ήδη συμβεί με το τέλος στα δωρεάν δικαιώματα CO2…

Ο εφιάλτης των αρνητικών τιμών

Τέτοια παραδείγματα αστοχιών μπορεί να βρει κανείς πολλά. Η μεγάλη εικόνα για τη βιομηχανία είναι ότι παρά τις ενθαρρυντικές πρωτοβουλίες, όπως η πρόσφατη «Συμφωνία της Αμβέρσας» το Μάρτιο - μια επείγουσα έκκληση προς την ηγεσία της Ευρώπης για αναζωογόνηση του βιομηχανικού τοπίου, η οποία έχει πλέον συγκεντρώσει υπογραφές από 691 επιχειρήσεις, 990 οργανισμούς και 240 ενώσεις - τίποτα στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει.

Τα αδιέξοδα συνεχίζονται, το ενεργειακό κόστος παρ’ ότι έχει υποχωρήσει, βρίσκεται σε επίπεδα πέντε και έξι φορές πάνω από τις ΗΠΑ, το πλαίσιο λειτουργίας της Κίνας παραμένει πολύ πιο ελαστικό, η μοναδική έγνοια της ΕΕ είναι να προτάσσει νέους κλιματικούς στόχους, ενώ η πράσινη μετάβαση δείχνει όλο και περισσότερο τις επιπτώσεις λόγω του κακού της σχεδιασμού.

Οι αρνητικές τιμές είναι μια απ’ αυτές. Εδώ και πολλές εβδομάδες τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ενέργειας, πλήττονται από αρνητικές τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος, λόγω της υπερπαραγωγής από ΑΠΕ (κυρίως φωτοβολταϊκά), ακόμη και για πάνω από 9 - 10 ώρες μέσα στην ημέρα, όπως συνέβη πρόσφατα στην Ισπανία. Αντίστοιχα φαινόμενα αρνητικών ή μηδενικών τιμών παρατηρούνται στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και αλλού.

Το γεγονός αυτό οφείλεται στις ΑΠΕ, που έχουν μηδενικό κόστος λειτουργίας και οι οποίες κάποιες ημέρες, λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας και της χαμηλής ζήτησης, φτάνουν να καλύπτουν αποκλειστικά τις ενεργειακές ανάγκες των παραπάνω χωρών.

Δεν είναι καλό αυτό; Όχι, όσο φαίνεται. Η μικρή χωρητικότητα στα δίκτυα και η κάλυψη από μπαταρίες αποθήκευσης πολύ μικρού μέρους των ευρωπαϊκών συστημάτων, λόγω του υψηλού τους κόστους, συνεπάγεται μεγάλες περικοπές της πράσινης ενέργειας που δεν μπορεί να απορροφηθεί από το σύστημα.

Αυτές οι ποσότητες δεν πληρώνονται από το σύστημα, ούτε δίνεται αποζημίωση στους παραγωγούς. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι όσο πιο συχνά έχουμε αρνητικές ή μηδενικές τιμές - όπως σήμερα μεταξύ 13.00 - 16.00 στην Ελλάδα - αυξάνεται το επενδυτικό αντικίνητρο και ότι κάποιοι επενδυτές ΑΠΕ το σκέφτονται δεύτερη και τρίτη φορά αν συμφέρει να επενδύσουν.

Τελικά, για διαφορετικούς λόγους, δυσανασχετούν όλοι, και οι βιομηχανίες και οι επενδυτές ΑΠΕ. Τα πράγματα «φωνάζουν» καιρό τώρα ότι απαιτείται επανασχεδιασμός τόσο της βιομηχανικής, όσο και της πράσινης ευρωπαϊκής πολιτικής, με εμβληματικό παράδειγμα την υπόθεση της ηλεκτροκίνησης.

«Ψαλίδι» σε ηλεκτρικά, αντλίες θερμότητας, υδρογόνο

Αυτοκινητοβιομηχανίες που είχαν πάρει ζεστά τη στροφή στην ηλεκτροκίνηση αντιλαμβάνονται ότι τα υψηλά επιτόκια και η εκτόξευση του κόστους των πρώτων υλών διατηρούν τις τιμές σε δυσανάλογα υψηλότερα επίπεδα των συμβατικών.

Δίχως να το δηλώνουν επίσημα, εδώ και μερικούς μήνες, ονόματα όπως GM, Mercedes-Benz, Volkswagen, ακόμη και η Tesla κατεβάζουν τον πήχη, αναθεωρούν τα τολμηρά οράματα για ένα πλήρως ηλεκτρικό μέλλον και κάποιες αυξάνουν την παραγωγή σε υβριδικά, τα οποία είναι πιο προσιτά.

Στροφή στα υβριδικά και πτώση στα ηλεκτρικά, δείχνουν και οι πωλήσεις στην ελληνική αγορά αυτοκινήτου. Η πραγματικότητα μας αναγκάζει να προσγειώσουμε τις προσδοκίες μας και εγκαταλείπεται ο στόχος για 460.000 ηλεκτρικά οχήματα ως το 2030, επιλέγοντας στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που συζητείται αυτές τις ημέρες, να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη δικτύου φόρτισης.

Η μεγάλη αύξηση του στόλου των ηλεκτρικών οχημάτων παραπέμπεται για την επόμενη δεκαετία, 2030-2040, όταν η τεχνολογία θα έχει γίνει φθηνότερη, οι φορτιστές περισσότεροι και τα αυτοκίνητα πιο προσιτά.

Στην ίδια κατεύθυνση, δηλαδή των περικοπών όσον αφορά τις εκτιμώμενες δαπάνες ως το 2030, κινούνται στο νέο σχέδιο και οι προβλέψεις για έργα πράσινου υδρογόνου (σσ: 1 TWH αντί για 4 TWH στο παλιό σχέδιο) αλλά και αντικατάσταση παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, όπως αντλίες θερμότητας. Τεχνολογίες αμφότερες ακριβές, όπως και τα ηλεκτρικά οχήματα.

Η εξίσωση όμως δεν είναι απλή. Βγάζοντας εκτός ένα σημαντικό τμήμα από ηλεκτρικά αυτοκίνητα, έργα υδρογόνου και αντλίες, πέφτει και η πρόβλεψη για τη ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας του 2030 έναντι των παλαιότερων εκτιμήσεων. 

Τότε θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν μειώνεται και ο στόχος για τις ΑΠΕ; Αυτός διατηρείται αμετάβλητος, δηλαδή στα 23- 24 GW έως το 2030, όπως και στο ΕΣΕΚ του Δεκεμβρίου. 

Αν όμως μπουν οι ίδιες ΑΠΕ, αλλά έχουμε μικρότερη ζήτηση, αυτό μαθηματικά σημαίνει όλο και πιο συχνές περικοπές και μηδενικές τιμές σαν αυτές που ζούμε και σήμερα, άρα γκρίνια των παραγωγών, αντικίνητρα, κ.ό.κ.

Αυτό σημαίνει ζημιά και για τη βιομηχανία. Σήμερα, έχει «κλειδώσει» τιμές γύρω στα 50 ευρώ / MWh με χαρτοφυλάκια φωτοβολταικών, μέσα από μακροχρόνιες διμερείς συμβάσεις με ηλεκτροπαραγωγούς (PPA) για μια 10ετία.

Οταν η αύξηση της συχνότητας των ωρών με μηδενικές τιμές θα ωθεί τα μεσημέρια τις τιμές των φωτοβολταικών κάτω από τα 50 ευρώ, η βιομηχανία θα συνειδητοποιεί ότι τελικά τα PPAs που έκανε μπορεί να μην τη συμφέρουν και πολύ…