Κακάο: Από την εκρηκτική άνοδο στην αιφνιδιαστική πτώση
Shutterstock
Shutterstock

Κακάο: Από την εκρηκτική άνοδο στην αιφνιδιαστική πτώση

Όπως ο καφές έτσι και το κακάο, αποτελούν εμπορεύματα των οποίων οι τιμές διαμορφώνονται στα διεθνή χρηματιστήρια, κυρίως μέσω συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης. Το κακάο, βασικό συστατικό της σοκολάτας και πολλών άλλων προϊόντων διατροφής αλλά και καλλυντικών, έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια μια από τις πιο δραματικές διακυμάνσεις τιμών στην αγορά εμπορευμάτων.  

Από τα σχετικά σταθερά επίπεδα της τιμής του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, η τιμή του εκτοξεύτηκε το 2024 σε ιστορικά υψηλά, φτάνοντας τα $12.931 ανά τόνο, πριν καταρρεύσει το 2025, υποχωρώντας κατά περισσότερο 50% στα $5.956 ανά τόνο, πριν από λίγες ημέρες. Αυτή η πορεία επηρεάζει όχι μόνο τους καταναλωτές μέσω των τιμών στα ράφια αλλά και εκατομμύρια αγροτών, κυρίως στις χώρες της Δυτικής Αφρικής.  
 
Η ισορροπία της παραγωγής και της κατανάλωσης κακάο είναι ιδιαίτερα εύθραυστη. Η παγκόσμια παραγωγή κακάο επικεντρώνεται γεωγραφικά στη Δυτική Αφρική. Δυο χώρες στον κόσμο, η Κόστα Ρίκα και η Γκάνα να συνεισφέρουν περίπου το 70% της ετήσιας παραγωγής, που ανέρχεται σε 4,8-5,2 εκατομμύρια τόνους τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Κακάο (ICCO). Το 2020-2021, η παραγωγή ήταν 4,9 εκατομμύρια τόνοι, ενώ η κατανάλωση η οποία στο κακάο μετριέται με βάση τις διαδικασίες άλεσης των κόκκων και παραγωγής βουτύρου και σκόνης (grinding method) έφτασε τα 4,8 εκατομμύρια τόνους, με την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική να καλύπτουν το 60% παγκόσμιας ζήτησης. Η σταθερή ζήτηση από βιομηχανίες σοκολάτας, καλλυντικών και τροφίμων κρατούσε την αγορά σε ισορροπία.  
 
Κατά την περίοδο 2020-2022, η τιμή του κακάο κυμαινόταν μεταξύ $2.000 και $3.000 ανά τόνο. Το 2020, η μέση τιμή ήταν $2.370, επηρεασμένη από την διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω της πανδημίας COVID-19, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τιμών της World Bank. Η παραγωγή παρέμεινε σταθερή, με την Κόστα Ρίκα να παράγει 2,2 εκατομμύρια τόνους και τη Γκάνα 1 εκατομμύριο τόνους το 2021-2022. Η κατανάλωση, ωστόσο, αυξήθηκε ελαφρά, φτάνοντας τα 4,9 εκατομμύρια τόνους το 2022, λόγω της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας. Το 2023, η τιμή άρχισε να ανεβαίνει, ξεπερνώντας τα $4.000, καθώς η παραγωγή στην Κόστα Ρίκα είχε μειωθεί κατά 10% λόγω κακών καιρικών συνθηκών, ενώ αντιθέτως η ζήτηση παρέμεινε ισχυρή, ιδιαίτερα στην Κίνα και στις χώρες της Νοτιοανατολικής , όπου η κατανάλωση αυξανόταν με ρυθμούς της τάξης του 5%. Οπότε το  -10% στην προσφορά και το +5% στη ζήτηση, δικαίως αύξησαν την τιμή του κακάο κατά +30%.  
 
Το 2024, η τιμή του κακάο εκτοξεύτηκε, φτάνοντας τα $10.080 μέσα στο Q1 και τα $12.931 μέσα στο Q2. Μια αύξηση της τάξης του 223%  σε σχέση με το 2023.  Η παραγωγή κατέρρευσε, πέφτοντας σε 4,4 εκατομμύρια τόνους παγκοσμίως, το χαμηλότερο επίπεδο της δεκαετίας, με την Κόστα Ρίκα να χάνει το 30% της παραγωγής της και τη Γκάνα το 25%. Το γνωστό σε όλους μας κλιματικό φαινόμενο του El Niño είχε φέρει ξηρασίες, καύσωνες και πλημμύρες στη Δυτική Αφρική. Επιπλέον ο ιός «swollen shoot» είχε προσβάλει και καταστρέψει έως και το 40% των καλλιεργειών σε ορισμένες περιοχές.  

 

Παράλληλα η Γκάνα ανέβαλε την παράδοση 350.000 τόνων κακάο, λόγω της αφενός της καταστροφής καλλιεργήσιμων εκτάσεων από παράνομες εξορύξεις χρυσού και αφετέρου του   κανονισμού της ΕΕ κατά της αποψίλωσης που απαιτούσε πιστοποιητικά βιωσιμότητας των καλλιεργούμενων εκτάσεων.  
 
Μέσα στην ασταθή αγορά του κακάο έκαναν την εμφάνιση τους, Hedge Funds και traders. Οι οποίοι και εκμεταλλεύτηκαν την ανισορροπία ανάμεσα στη προσφορά και στη ζήτηση, επενδύοντας δισεκατομμύρια σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Ανατρέποντας τις θέσεις των μεγάλων βιομηχανιών σοκολάτας όπως είναι η  Mondelēz και η Hershey, οι οποίες έκαναν αντιστάθμιση του κινδύνου τους, μέσω options Η κατανάλωση που παρέμενε υψηλή στα 4,7 εκατομμύρια τόνους, αλλά οι ελλείψεις των αποθεμάτων που υπολογίζονταν σε 478.000 τόνους, μαζί με την κερδοσκοπική δράση των Hedge Funds είχαν ωθήσει τις τιμές στα ύψη.  
 
Η εκρηκτική άνοδος αύξησε το κόστος των σοκολατών κατά 10-20% παγκοσμίως. Οι εταιρείες μείωσαν την παραγωγή τους κατά 5-7%, ενώ η κατανάλωση στην Ευρώπη έπεσε κατά 3% λόγω των υψηλών τιμών, με τους καταναλωτές να στρέφονται σε μικρότερες συσκευασίες ή σε εναλλακτικά προϊόντα.  
 
Το 2025, η τιμή του κακάο κατέρρευσε, πέφτοντας κατά 30% από το τέλος του 2024, φτάνοντας τα $5.956 ανά τόνο μέσα στον Οκτώβριο, με πτώση 20% μόνο μέσα στον Σεπτέμβριο.  Η παραγωγή ανέκαμψε, φτάνοντας τους 4,8 εκατομμύρια τόνους, με την Κόστα Ρίκα να αυξάνει την παραγωγή κατά 17% και τη Γκάνα κατά 10%. Οι λόγοι για την πτώση οφείλονται στη μείωση ζήτησης, με την κατανάλωση να υποχωρεί στα 4,5 εκατομμύρια τόνους, με τα «grindings» να μειώνονται κατά 7-16% σε Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αμερική. Οι υψηλές τιμές του 2024 είχαν αποθαρρύνει τους καταναλωτές, οπότε οι βιομηχανίες αναγκάστηκαν να περιορίσουν την παραγωγή τους. 
  
Παράλληλα οι βελτιωμένες καιρικές συνθήκες στην Ανατολική Ασία και νέες φυτείες στον Ισημερινό ώθησαν την παραγωγή. Στη Γκάνα, η παραγωγή κακάο έφτασε τους 50.000 τόνους τον Σεπτέμβριο, ενώ προβλέπεται πλεόνασμα 142.000 τόνων για την τρέχουσα αγροτική περίοδο.  
 
Η υποχώρηση της τιμής, οδήγησε σε σημαντικές ζημίες τους traders με αποτέλεσμα οι θέσεις στα συμβόλαια να μειωθούν από 68.000 σε μόλις 13.400 στο τελευταίο 12μηνο.   
 
Παρά την πτώση, οι αναλυτές εμπορευμάτων της J.P. Morgan προβλέπουν ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλότερες από τα προ-2023 επίπεδα πέριξ των $6.000, λόγω των χαμηλών αποθεμάτων και των συνεχιζόμενων κλιματικών κινδύνων. Το κακάο παραμένει ένα ευάλωτο εμπόρευμα, που επηρεάζεται από τους κινδύνους της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής, την κλιματική αλλαγή, τη γεωγραφικά συγκεντρωμένη παραγωγή, αλλά και την χρηματοπιστωτική αστάθεια.  
 
Η άνοδος του 2024 ωφέλησε τους παραγωγούς αλλά έπληξε οικονομικά τις βιομηχανίες και «πίκρανε» τους καταναλωτές. Η  πτώση του 2025 προσφέρει ισορροπία στο οικοσύστημα της σοκολάτας. Μακροπρόθεσμα, η βιωσιμότητα που θα βασίζεται σε νέες πιο ανθεκτικές και παραγωγικές ποικιλίες και στην καλύτερη διαχείριση των αποθεμάτων μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση της σταθερότητας των τιμών. Μέχρι τότε, η σοκολάτα παραμένει μια απόλαυση με  υψηλό κόστος και πικρή γεύση στην τσέπη των καταναλωτών.