Η ιστορία είναι πραγματική και εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 70 σε γειτονιά της Θεσσαλονίκης. Σε μια γειτονιά, στα σπίτια της οποίας ζούσαν από γενιά σε γενιά, τόσο φτωχές οικογένειες σε χαμόσπιτα, όσο και οικογένειες της αστικής τάξης σε παραδοσιακά διώροφα σπίτια. Σε χαμόσπιτα, όπου η «ιεροτελεστία» του μπάνιου λάμβανε χώρα στο πλυσταριό της αυλής, δηλαδή στο «πλυντήριο» εκείνης της εποχής, μεταφορικά και κυριολεκτικά «βρέξει - χιονίσει», υποστηριζόμενη από τις τεχνολογίες της εποχής, δηλαδή από καζάνια με νερό που ζεσταίνονταν με ξύλα, μέχρι και θερμοσίφωνες, επίσης, με καύση ξύλων. Με τις αλάνες της, όπου τα αγόρια έπαιζαν μπάλα όλα μαζί, ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικής προέλευσης. Μέχρι και πανγειτονιακούς αγώνες στίβου διοργάνωναν οι πιτσιρικάδες.
Με τα παιδιά της, τα περισσότερα των οποίων ήταν μαθητές του δημόσιου σχολείου, αρρένων ή θηλέων, να παρακολουθούν τα μαθήματα πρωί από Δευτέρα μέχρι Τετάρτη και απόγευμα από Πέμπτη μέχρι και Σάββατο σε τμήματα τάξεων με πενήντα τουλάχιστον μαθητές. Αλλά και με το ψιλικατζίδικό της, έξω από το οποίο «χτυπούσε» η καρδιά της γειτονιάς, ιδιαίτερα όταν αγόρια και κορίτσια έδιναν ραντεβού για να σεργιανίσουν τα εφηβικά τους σκιρτήματα στους δρόμους της. Στο ίδιο ψιλικατζίδικο, στα μανταλάκια του οποίου από πολύ νωρίς ήταν κρεμασμένες οι δύο πρωινές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, ο Ελληνικός Βορράς και η Μακεδονία, η ανάγνωση των οποίων «κατηύθυνε» τον σταθερό αναγνώστη τους είτε προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος (Ελληνικός Βορράς), είτε προς το κέντρο ή αριστερά (Μακεδονία).
Η όψη της γειτονιάς, ίδια κι απαράλλαχτη για δεκαετίες, άρχισε ν’ αλλάζει γύρω στο τέλος της δεκαετίας του 60, όταν η αντιπαροχή έκανε δειλά – δειλά την εμφάνισή της και έβαλε, κυριολεκτικά, τα θεμέλια μιας νέας εποχής. Μιας εποχής, κατά την οποίαν, οι οικοπεδούχοι της γειτονιάς και οι οικογένειές τους απέκτησαν διαμερίσματα στις πολυκατοικίες, με όλες τις ανέσεις για να ζήσουν, αλλά και για να νοικιάσουν, αυξάνοντας το εισόδημά τους.
Χωρίς να έχουν ή να χρειαστεί να βρουν ούτε μια δραχμή για να χτίσουν. Αυτά τα αναλάμβαναν οι πολιτικοί μηχανικοί και εργολάβοι, οι οποίοι πουλώντας κάποια διαμερίσματα από το μερίδιό τους, αποκτούσαν το απαραίτητο κεφάλαιο για να προχωρήσουν στο χτίσιμο της πολυκατοικίας, δίνοντας παράλληλα δουλειά σε πολλούς εργαζόμενους στην οικοδομή.
Κι έτσι, και σ’ αυτήν τη γειτονιά, το κράτος, πέραν της ζητούμενης οικοδομικής - οικονομικής ανάπτυξης, έλυνε το στεγαστικό πρόβλημα, απόρροια της αστυφιλίας. Παράλληλα με την ανέγερση εργατικών πολυκατοικιών. Ενώ ταυτόχρονα, οι νέοι κάτοικοι της γειτονιάς έβρισκαν έναν οικονομικό τρόπο για να ζήσουν στο νοίκι με όλες τις ανέσεις της εποχής. Η άλλη όψη του νομίσματος; «Τσιμέντο να γίνει»! Και μπετόν και άσφαλτος. Κι έτσι στην πορεία των χρόνων η οικογενειακή γειτονιά μετατράπηκε σε απρόσωπη περιοχή, στην οποίαν δεν έχει μείνει ελεύθερος χώρος ούτε για παρκάρισμα.
Ας επανέλθουμε όμως στην ιστορία μας. Ο φτωχός φοιτητής, μεγαλωμένος χωρίς πατέρα σ’ ένα παράπηγμα της γειτονιάς, είχε καταφέρει να περάσει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Σε κάποια στιγμή των σπουδών του χρειάστηκε να συλλέξει επί μέρους επιστημονικά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσε να βρει σε μια έγκυρη εγκυκλοπαίδεια της εποχής, στην οποίαν όμως δεν είχε πρόσβαση. Γνώριζε όμως ότι μια οικογένεια στη γειτονιά είχε στην κατοχή της τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη.
Έτσι λοιπόν, απευθύνθηκε στον γιο αυτής της οικογένειας, με τον οποίον ήταν φίλοι και του ζήτησε να πάει στο σπίτι του για να ψάξει στην εγκυκλοπαίδεια. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, κάτι πολύ φυσικό, ο φίλος του, του άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος κι έτσι ο φοιτητής κατάφερε να βρει τις απαραίτητες πληροφορίες.
Αφήνοντας την ιστορία μας στη «βάση των δεδομένων μας», ας επανέλθουμε στο σήμερα κι ας επικεντρωθούμε στην πληροφορία και ιδιαίτερα στην πρόσβαση σ’ αυτήν, έχοντας συντροφιά μας τον φιλόσοφο Αντισθένη και το ρητό του «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Τι σημαίνει λοιπόν η λέξη εγκυκλοπαίδεια; Ο έτερος συνοδός μας, καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης, αναφέρει στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας: «σύγγραμμα, συνήθ. σε περισσότερους του ενός τόμους, που περιέχει συνοπτικώς και σε αλφαβητική σειρά το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης, δηλ. άρθρα για κάθε θέμα και τομέα του επιστητού.» Παρ’ ότι μάλιστα προέρχεται από τις λέξεις της γλώσσας μας, συγκεκριμένα εγκύκλιος παιδεία, η λέξη πρωτοεμφανίσθηκε μέσω των λατινικών στα γαλλικά γύρω στο 1500.
Σύμφωνα μ’ αυτόν τον ορισμό, το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης ήταν καταχωρημένο στην εγκυκλοπαίδεια. Αν, μάλιστα, κάποιος διέθετε ισχυρή μνήμη, θα ήταν σε θέση να «γνωρίζει τα πάντα». Άρα, με ποια μεθοδολογία θα μπορούσε να το καταφέρει; Η «απομνημόνευση (σε τέτοιον βαθμό), ώστε να μπορεί κανείς να πει κάτι από μνήμης», δηλαδή, πάντα σύμφωνα με το λεξικό του καθηγητή, η αποστήθιση. Μήπως, λοιπόν, εκείνα τα χρόνια, η αποστήθιση ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος εκπαίδευσης;
Και για να μη χαθούμε κάπου μεταξύ πληροφορίας και γνώσης, ας ανατρέξουμε πάλι στον καθηγητή μας, ο οποίος στο λεξικό του αναφέρει, ότι η γνώση είναι «το σύνολο των πληροφοριών που αποκτά κανείς και των παραστάσεων που σχηματίζει μέσω των αισθήσεων και της νοητικής επεξεργασίας των δεδομένων τους.» Νοητική επεξεργασία των δεδομένων των πληροφοριών… Δηλαδή, τελικά, μήπως δεν είναι αρκετή η αποστήθιση και απαιτείται και νοητική επεξεργασία;
Πιασ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το! Αφορμής δοθείσης, πάντα μ’ ενδιέφερε η μετάφραση της συγκεκριμένης έκφρασης. Το «ρίχνω» λοιπόν σ’ έναν ψηφιακό μεταφραστή και ιδού το αποτέλεσμα στα αγγλικά: «Grab the egg and cut it!». Ωραίο; Την εποχή, όμως, της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ), δεν θα αρκεστούμε μόνο στον ψηφιακό μεταφραστή, αλλά θα αξιοποιήσουμε ένα συγκεκριμένο εργαλείο της ΤΝ, ψάχνοντας για το «κούρεμα του αυγού». Αφού το μεταφράζει αρχικά στα αγγλικά ως: "Try to shave an egg!", αναφέρει ότι «πρόκειται για ιδιωματική έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αδύνατη ή μάταιη προσπάθεια, κάτι εντελώς άχρηστο ή παράλογο να κάνει κανείς.» Και στη συνέχεια προτείνει την εκδοχή "It’s a waste of time!"
Τελικά, τι είναι σωστό; Η ακριβής μετάφραση; Ή η ερμηνεία της έκφρασης; Ή πρόκειται για «κατασκευασμένη είδηση», δηλαδή fake news; Και αν το συγκεκριμένο παράδειγμα ακούγεται απλοϊκό, ας αναλογιστούμε κάτι που ανέφερε ο Γιάννης Μαστρογεωργίου, συντονιστής της Επιτροπής για την ΤΝ: «η ανθρωπότητα το 2025 θα παραγάγει τέτοια τεράστια ποσότητα δεδομένων, που αν θέλαμε να τα κατεβάσουμε με μέση ταχύτητα 1Gbps (Gigabit per second), θα χρειαζόμασταν 64.000 χρόνια». Η αποστήθιση αυτής της «εγκυκλοπαίδειας» μάλλον δεν θα μας βοηθούσε, όπερ μεθερμηνευόμενον, τελικά απαιτείται νοητική επεξεργασία των δεδομένων των πληροφοριών.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να συγκρίνουμε την εποχή της δεκαετίας του 70 με τη σημερινή, αναφορικά με τον όγκο της πληροφορίας και της γνώσης, παράλληλα με τη δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτήν. Τω καιρώ εκείνω τα πάντα ήταν «σμιλεμένα» στο χαρτί. Στα βιβλία, σχολικά και εξωσχολικά, στις εφημερίδες και στα περιοδικά, στις εγκυκλοπαίδειες.
Πεπερασμένο το σύνολο, όπως προαναφέραμε. Σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι η μετάδοση πληροφορίας μέσω τηλεόρασης βρισκόταν στα σπάργανα, η απόκτηση νέας γνώσης, πέραν της σχολικής, απαιτούσε κατ’ ελάχιστον 24 ώρες, δηλαδή την καθημερινή έκδοση της εφημερίδας.
Για να παραμείνουμε αντικειμενικοί, ας θεωρήσουμε ότι η μετάδοση πληροφορίας μέσω ραδιοφώνου αποτελούσε, με όλους τους περιορισμούς του, μια μικρή εξαίρεση. Και κάτι ακόμη σχετικά με τις εφημερίδες, οι οποίες «έπαιρναν αγκαζέ» τον αναγνώστη τους προς μια συγκεκριμένη, πολιτική και όχι μόνο, κατεύθυνση. Δηλαδή; Ένας «πομπός» ενημέρωνε πολλούς αποδέκτες χωρίς δυνατότητα αλληλεπίδρασης.
Και η πρόσβαση στη γνώση; Το παράδειγμα της ιστορίας μας αποτυπώνει την πραγματικότητα, ότι δηλαδή τα παιδιά των, οικονομικά πιο εύπορων, τάξεων είχαν περισσότερες, μαθησιακής και κατ’ επέκταση οικονομικής και κοινωνικής, ευκαιρίες εξέλιξης σε σχέση με τους συνομήλικούς τους των φτωχότερων τάξεων.
Επανερχόμενοι στη σημερινή εποχή, δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ανάλυση, για να διαπιστώσουμε ότι απλώς δεν συγκρίνεται με τα, πριν μισό αιώνα, ισχύοντα. Το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα, σε συνδυασμό με την εκρηκτική εξέλιξη της πληροφορικής και τις ταχύτητες των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, έχουν διαμορφώσει μια πραγματικότητα, στην οποίαν η πληροφορία «πετάει».
Οι, τότε ισχύουσες, 24 ώρες έχουν μετατραπεί σε δευτερόλεπτα και οι πεπερασμένες σελίδες βιβλίων και εγκυκλοπαιδειών έχουν «ξεφύγει» από τα ξεχασμένα σήμερα Kilobytes (1 KB αντιστοιχεί σε μια παράγραφο ενός κειμένου), στα Gigabytes (1 GB στην πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν) και στα Petabytes (1 PB στο μισό περιεχόμενο όλων των ακαδημαϊκών ερευνητικών βιβλιοθηκών των ΗΠΑ). Και έπεται συνέχεια. Ενώ παράλληλα, ένα μετρήσιμο αποτέλεσμα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, δηλαδή οι, οικονομικά προσιτές για όλους τους ανθρώπους, συσκευές «κονιορτοποίησαν» τις ανισότητες πρόσβασης στην πληροφορία.
Η «μέρα με τη νύχτα» λοιπόν όσον αφορά στην πληροφορία και στη γνώση του τότε και του τώρα. Και τι έχουμε κάνει εμείς στη χώρα μας για να προσαρμόσουμε αντίστοιχα το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Έχουμε στοχεύσει στην ανάπτυξη και υποστήριξη της νοητικής επεξεργασίας ή παραμένουμε προσκολλημένοι στις αρχές και μεθόδους της αποστήθισης; Το σίγουρο είναι ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι προσανατολισμένο στις εξετάσεις εισαγωγής στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ).
Ιδιαίτερα η δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσιο και Λύκειο), «υποστηριζόμενη» από ιδιωτικά φροντιστήρια, αλλά και ιδιαίτερα μαθήματα, με αποκλειστικό στόχο, την «προπόνηση» των μαθητών, έτσι ώστε να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στα ζητούμενα των συγκεκριμένων εξετάσεων.
Και τι απαιτείται για να περάσουν οι υποψήφιοι στα ΑΕΙ; Κριτική σκέψη, δημιουργικότητα, ενσυναίσθηση, επιχειρηματικότητα, ομαδικότητα, προσαρμοστικότητα, στοχευμένη αναζήτηση δεδομένων ή αποστήθιση; Αν, κατά το μάλλον ή ήττον, ισχύει το τελευταίο, τότε, κατά πάσα πιθανότητα, «δεν είναι στραβός ο γιαλός».
Και μιας και αναφερθήκαμε στον γιαλό, ας αναλογισθούμε ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες. Η γεωγραφική της θέση, το κλίμα και ο (αρχαίος) πολιτισμός της; Χωρίς όμως το μυαλό του Έλληνα που του επιτρέπει να τα αξιοποιήσει, π.χ. στον τουρισμό και στη ναυτιλία, δεν θα είχε καταφέρει να πετύχει θετικά αποτελέσματα, τόσο για τον ίδιο, όσο όμως για την οικονομία, αλλά και την κοινωνία μας.
Μήπως τελικά το «μυαλό» μας μπορεί ή πρέπει να γίνει το βασικό συγκριτικό μας πλεονέκτημα; Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, αλλά και στις μελλοντικές, στις οποίες η γνώση θα είναι η κυρίαρχη και κινητήρια δύναμη; Μια ματιά στην παγκόσμια αντιπαράθεση με στόχο την τεχνολογική κυριαρχία στην παραγωγή, και όχι μόνο, των μικροκυκλωμάτων, πιο γνωστών ως τσιπ, ιδιαίτερα στην εποχή της ΤΝ, ίσως μας βοηθήσει να το αντιληφθούμε.
Θα γίνει όμως ακόμη πιο κατανοητό, όταν στρέψουμε το βλέμμα μας προς μια χώρα της οποίας το εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται από τα πιο πετυχημένα στον κόσμο, και συγκεκριμένα στη Φινλανδία: «Το υψηλό επίπεδο του φινλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος υποστηρίζεται από ένα ξεκάθαρο εθνικό ήθος που λέει ότι οι άνθρωποι είναι ο πιο σημαντικός πόρος του έθνους και έχουν δικαίωμα σε ποιοτική εκπαίδευση», αναφέρει ο διευθυντής γενικής εκπαίδευσης Γιόρμα Κάουπινεν από το Φινλανδικό Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης.
Και για να μην υπάρχει κάποια παρανόηση, η εστίαση στο «μυαλό» δεν συνεπάγεται προσπάθεια δημιουργίας ενός ψυχρού, αποκλειστικά τετράγωνης λογικής, ανθρώπινου όντος. Δόξα τω Θεώ κι, ενδεχομένως, τοις προγόνοις μας, ο συναισθηματικός μας κόσμος θα συνεχίσει να είναι συνοδός μας και στο μέλλον, με την προϋπόθεση ότι θα εκπαιδεύουμε όμως και τα παιδιά μας και σ’ αυτόν τον τομέα.
Παράλληλα οφείλουμε να μην αμελήσουμε μια σημαντική παράμετρο που άπτεται της σχέσης μας με την ΤΝ. Ως κόρη οφθαλμού πρέπει να διαφυλάξουμε την ηθική της συνείδησής μας, κάτι που μας ξεχωρίζει από τις μηχανές. Για την οικονομία αυτού του άρθρου, ας συμφωνήσουμε ότι η απόκτηση γνώσης θα είναι ένα από τα βασικά, αν όχι το βασικό, ζητούμενα της εκπαίδευσης και με δεδομένη τις χαώδεις διαφορές του τότε και του τώρα, αλλά και με την προοπτική της ΤΝ, ας αναρωτηθούμε: θέλουμε να πάρουμε το «πηδάλιο» στα χέρια μας και ν’ αλλάξουμε την εκπαίδευση και κατ’ επέκταση την πορεία μας;
Κι αν η απάντηση είναι καταφατική, τι θα πρέπει να κάνουμε; Ας με συγχωρέσετε, αλλά εδώ θα «κλέψω» και θα αντιγράψω από κάποιον που είχε σκεφτεί πριν από μας, για μας.
«Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους, …»
Ο Θουκυδίδης περιέγραψε τον μεγαλύτερο, καταστροφικότερο έως εκείνα τα χρόνια, εμφύλιο, αλλά και, για την εποχή, παγκόσμιο πόλεμο, τον αργότερα επονομασθέντα, Πελοποννησιακό. Διήρκεσε 27 χρόνια και τον κατέγραψε σε 8 Ιστορίες (Α έως Θ), οι οποίες με έναν πολύ πρόχειρο υπολογισμό, θα πρέπει να περιείχαν πάνω από 100.000 λέξεις.
Σημείο αντιγραφής Νο 1:
«Για τα γεγονότα του πολέμου δεν θέλησα ν᾽ αρκεσθώ σε πληροφορίες του πρώτου τυχόντος ούτε στην προσωπική μου αντίληψη και μόνο, αλλά έκανα προσεκτική έρευνα και για τα γεγονότα στα οποία ήμουν παρών και για τα όσα μου ανάφεραν άλλοι.»
Αν η προαναφερθείσα πρόταση δεν ήταν η μετάφραση ενός πεδίου (Ιστορία Α, 1.22.2), θα τη θεωρούσα συμβουλή, διαχρονικής αξίας, για τη μεθοδολογία, την οποίαν πρέπει ν’ αποκτήσουμε για να είμαστε σε θέση να ψάχνουμε μέσα στο χάος των πληροφοριών του διαδικτύου, των κοινωνικών μέσων, περιλαμβανομένων των fake news. Για να είμαστε σε θέση από την πληροφορία ν’ αντλήσουμε γνώση και να μη γινόμαστε «τηλεκατευθυνόμενα» υποκείμενα.
Σημείο αντιγραφής Νο 2:
«Θα εκθέσω πρώτα ποιοί ήσαν οι λόγοι και οι διαφορές που οδήγησαν στον πόλεμο για να μην αναρωτιέται κανείς αργότερα για ποιά αιτία οι Έλληνες περιπλέχτηκαν σε τόσο μεγάλο πόλεμο. Η πραγματική, βέβαια, αλλά ανομολόγητη αιτία ήταν, καθώς νομίζω, το ότι η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμόνιους και τους ανάγκασε να πολεμήσουν.»
27 χρόνια πολέμου, καταγεγραμμένα σε πάνω από 100.000 λέξεις και το «διά ταύτα» χωράει σε δύο προτάσεις, για την ακρίβεια, σε μια. Τι διδασκόμαστε λοιπόν από αυτό; Δύο ζητούμενα. Κατ’ αρχάς «ουκ εν τω πολλώ το ευ», δηλαδή στα απλά ελληνικά, μείωση της διδακτέας ύλης. Κάτι που άλλα, πετυχημένα, εκπαιδευτικά συστήματα (π.χ. Φινλανδία, Σιγκαπούρη) έχουν ενσωματώσει εδώ και χρόνια. Και δεύτερον, η ουσία του θέματος: ο Θουκυδίδης απαντώντας στο ερώτημα «γιατί έγινε ο πόλεμος», μας οδηγεί στον πυρήνα του προβλήματος. Ακριβώς λοιπόν, αυτή η λέξη, το γιατί, δηλαδή η αιτία, είναι το μυστικό. Έχει την αξία του και το τι και το πως, αλλά στο «γιατί» βρίσκεται η ουσία! Βασικό ζητούμενο του νέου τρόπου εκπαίδευσης που θα πρέπει να το «εμφυτεύσουμε» σε όλες τις βαθμίδες της. Το θεμέλιο της κριτικής σκέψης.
Σημείο αντιγραφής Νο 3:
«Έγραψα την Ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων.»
Από την, εδώ και 25 αιώνες διαχρονικά ισχύουσα, αξία της σκέψης του Θουκυδίδη, στη διά βίου μάθηση στο παρόν για το μέλλον μας.
Συνοψίζοντας τα της «αντιγραφής», τι κρατάμε για το εκπαιδευτικό μας σύστημα: μεθοδολογία αναζήτησης πληροφοριών, μείωση διδακτέας ύλης, το «γιατί» στην «καρδιά» της εκπαίδευσης και διά βίου μάθηση.
Και με βάση τα προαναφερθέντα εφόδια, τα οποία θα πρέπει να εμφυσήσουμε στα μικρά παιδιά, το αργότερο, από το νηπιαγωγείο, δεν θα διακινδυνεύσω την πρόβλεψη, ότι διεισδύοντας στα άδυτα των διαφόρων θεωριών συνωμοσίας, η, διαχρονικά ανθούσα, συνωμοσιολογία θα εξελιχθεί μελλοντικά σε είδος υπό εξαφάνιση. Ίσως όμως, πέραν της σταδιακής εμπέδωσης μιας, έστω και ισχνής αρχικά, σχέσης εμπιστοσύνης προς τους συμπολίτες μας, αλλά και προς το κράτος, θα είμαστε κάποτε σε θέση να συζητήσουμε και ν’ απαντήσουμε, βάσει δεδομένων και λογικής σε κάποια ερωτήματα, όπως:
Γιατί βλέπουμε αυτοκίνητα που κινούνται ανάποδα σε μονόδρομους, ενώ απαγορεύεται;
Γιατί χρεοκόπησε το κράτος μας το 2010;
Γιατί ακούγαμε στα «καυτά» χρόνια του Μακεδονικού το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μια κι είναι ελληνική», όταν στο σχολείο, στο μάθημα της Γεωγραφίας (όχι της Ιστορίας), μαθαίναμε ότι Μακεδονία υπήρχε και στη Βουλγαρία και στην, πρώην πια, Γιουγκοσλαβία;
Γιατί απαγορεύεται «διά ροπάλου» (Σύνταγμα, Άρθρο 16) η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες, όταν σε όλες ανεξαιρέτως τις υπόλοιπες βαθμίδες λειτουργούν, όχι μόνο ιδιωτικά σχολεία, αλλά ιδιωτικά φροντιστήρια και ιδιωτικά ιδιαίτερα μαθήματα;
Ίσως όμως θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τα απλά, δηλαδή με το ερώτημα:
Γιατί τ’ αεροπλάνα αφήνουν άσπρα σύννεφα πίσω τους; Όταν μικρά παιδάκια, π.χ. στη Γερμανία μαθαίνουν ότι είναι κάτι αντίστοιχο με το να βλέπεις τη ζεστή ανάσα σου μια κρύα μέρα του χειμώνα. Παρεμπιπτόντως, απάντηση για το συγκεκριμένο ερώτημα, όπως και για τα προαναφερθέντα, μπορεί ο καθένας μας να λάβει μέσω των εργαλείων της ΤΝ.
Ψάχνοντας λοιπόν για πληροφορίες μέσω της ΤΝ, «σκοντάφτω» πάνω σε στίχους του, βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας, ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ και συγκεκριμένα: «πού είναι η σοφία που χάσαμε στη γνώση / πού είναι η γνώση που χάσαμε στην πληροφορία;» Τι θέλει δηλαδή να μας πει ο ποιητής; Και να η απάντησή της ΤΝ: «Αυτοί οι στίχοι αποτυπώνουν την πυραμίδα της απομάκρυνσης του ανθρώπου από την ουσία. Σοφία χάνεται μέσα στη στείρα γνώση. Γνώση χάνεται μέσα στη πλημμύρα των δεδομένων. Μοιάζει σχεδόν προφητικό (το ποίημα δημοσιεύθηκε το 1934) σε σχέση με την εποχή της πληροφορίας που ζούμε σήμερα.»
Μήπως τελικά είμαστε «υποχρεωμένοι» ν’ αλλάξουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Στοχεύοντας τόσο στην υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, όσο όμως και στην μείωση των ανισοτήτων πρόσβασης σ’ αυτήν. Ιδιαίτερα στην εποχή της ΤΝ, η οποία μπορεί ν’ αποτελέσει το κοντάρι που θα μας βοηθήσει να καταρρίψουμε το ρεκόρ του «άλματος επί κοντώ», αλλά, αν δεν προσέξουμε, να μεγεθύνει τις ανισότητες. Για να περάσουμε από την κοινωνία της πληροφορίας στην οποία ζούμε εδώ και χρόνια, αρχικά στην κοινωνία της γνώσης και στη συνέχεια σ’ αυτήν της σοφίας.
Υ.Γ.: Τι απέγινε όμως εκείνο το πλυσταριό; Πριν σαράντα χρόνια το «κατάπιε» η κατασκευή ενός νέου δρόμου και σήμερα, εκατό μέτρα από το σημείο που βρισκόταν, δεσπόζει η στάση του Μετρό.