Ο αντισημιτισμός επιστρέφει στη Δύση όχι ως κραυγή των περιθωρίων, αλλά ως λόγος που συχνά ντύνεται με πολιτικά, ιδεολογικά ή ακόμη και «προοδευτικά» επιχειρήματα. Από τα πανεπιστήμια έως τους δρόμους μεγάλων πόλεων, από τη ρητορική των κοινωνικών δικτύων έως πράξεις ωμής βίας, το μήνυμα γίνεται ολοένα και πιο σαφές: οι Εβραίοι πολίτες αντιμετωπίζονται ξανά ως συλλογικοί υπεύθυνοι για συγκρούσεις που δεν προκάλεσαν, όποια γνώμη και αν εκφράζουν.
Ιδίως μετά τα θλιβερά γεγονότα στο Σίδνεϊ, όπου η εβραϊκή κοινότητα βρέθηκε στο στόχαστρο ωμής βίας και εκφοβισμού, γίνεται σαφές ότι ο αντισημιτισμός δεν είναι αφηρημένη έννοια αλλά υπαρκτή, άμεση απειλή. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρεί την ασφάλεια των εβραϊκών της κοινοτήτων δεδομένη· οφείλει να την εγγυηθεί — και μέχρι στιγμής την εγγυάται. Το ερώτημα είναι αν αυτή η εγγύηση θα παραμείνει ζωντανή, ενεργή και αυτονόητη, χωρίς εκπτώσεις.
Η πρόσφατη δημόσια έκκληση του Ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών προς τους Εβραίους της Διασποράς να εξετάσουν σοβαρά την Αλιγιά - τον όρο που χρησιμοποιείται για τη μετανάστευση Εβραίων στο κράτος του Ισραήλ ως ιστορική και εθνική επιστροφή- δεν ήταν ούτε συμβολική ούτε υπερβολική (βλ. CBN News, «Israeli Foreign Minister Calls on Jews Worldwide to Consider Aliyah Amid Rising Antisemitism»).
Ήταν μια πράξη βασισμένη σε μια πραγματικότητα που δεν μπορεί πλέον να εξωραΐζεται. Μετά την 7η Οκτωβρίου και την επιβεβλημένη αντίδραση του Ισραήλ, όπως θα αντιδρούσε κάθε κυρίαρχο κράτος που δέχεται επίθεση, η θεμιτή κριτική σε μια κυβερνητική πολιτική μετατράπηκε σε συλλογική στοχοποίηση.
Όχι του κράτους, αλλά των Εβραίων ως ανθρώπων και πολιτών. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, Εβραίοι σε πολλές δυτικές χώρες αναρωτιούνται ανοιχτά αν το μέλλον των παιδιών τους είναι ασφαλές εκεί όπου γεννήθηκαν.
Τα γεγονότα στο Σίδνεϊ λειτούργησαν ως σκληρή υπενθύμιση ότι ακόμη και κοινωνίες με μακρά παράδοση πολυπολιτισμικότητας δεν είναι απρόσβλητες. Η ανοχή στον λόγο μίσους, η εξοικείωση με την ιδέα της «συλλογικής ευθύνης» και η σύγχυση ανάμεσα στην πολιτική κριτική και τον ρατσισμό δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που μεταφράζεται σε φόβο στην καθημερινότητα.
Οι εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα δεν είναι «φιλοξενούμενες» ούτε περιθωριακές. Αποτελούν οργανικό κομμάτι της ιστορίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού της χώρας. Η συμβολή των Ελλήνων Εβραίων είναι πολυεπίπεδη: στο εμπόριο και τη ναυτιλία, στις επιστήμες και την ιατρική, στα γράμματα και τη μουσική· από τη σεφαραδίτικη κληρονομιά της Θεσσαλονίκης έως τη ζωντανή παρουσία κοινοτήτων που άντεξαν διωγμούς, Κατοχή και Ολοκαύτωμα.
Η Ελλάδα έχασε τότε το μεγαλύτερο μέρος του εβραϊκού της πληθυσμού. Το χρέος μνήμης δεν είναι τελετουργικό· είναι ευθύνη στο παρόν. Την ίδια στιγμή, η Δύση συνολικά βρίσκεται αντιμέτωπη με βαθιές δημογραφικές, ιδεολογικές και γεωπολιτικές μεταβολές.
Μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα από πληθυσμούς που συχνά δεν αποδέχονται βασικές δυτικές αξίες - την ανεξιθρησκία, την ισότητα, τον διαχωρισμό κράτους και θρησκείας - συνυπάρχουν με την αυξανόμενη επιρροή ισχυρών οικονομικών και πολιτικών παραγόντων που δεν ασπάζονται το φιλελεύθερο δημοκρατικό πλαίσιο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, προωθούν ατζέντες εχθρικές προς τη Δύση και προς τους εβραϊκούς πληθυσμούς.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο αντισημιτισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος: άλλοτε μέσω ακραίων ισλαμιστικών αντιλήψεων, άλλοτε μέσω ενός λόγου που αυτοπροσδιορίζεται ως «προοδευτικός», αλλά συγχέει συνειδητά τον αντισιωνισμό με τη συλλογική ενοχοποίηση των Εβραίων.
Εδώ απαιτείται απόλυτη καθαρότητα. Η κριτική σε μια κυβέρνηση είναι θεμιτή και αναγκαία. Η στοχοποίηση ενός λαού, όμως, δεν είναι πολιτική· είναι ρατσισμός. Όταν συναγωγές, σχολεία και κοινοτικοί χώροι θεωρούνται αυτονόητα «ευαίσθητοι στόχοι», το πρόβλημα δεν αφορά μια μειονότητα. Αφορά το ίδιο το κράτος δικαίου.
Η Πολιτεία οφείλει να δρα προληπτικά, με σταθερή ασφάλεια, καθαρό νομικό πλαίσιο και μηδενική ανοχή στον αντισημιτικό λόγο, από όπου και αν προέρχεται. Παράλληλα, η εκπαίδευση οφείλει να μιλά όχι μόνο για το παρελθόν του μίσους, αλλά και για τις σύγχρονες μεταμορφώσεις του.
Ιδιαίτερη ευθύνη έχει η ελληνική Αριστερά - και μαζί της ο ευρύτερος καλλιτεχνικός και πνευματικός χώρος, που ιστορικά επηρεάζει συνειδήσεις και συμπεριφορές. Η τέχνη, το θέατρο, η μουσική και ο δημόσιος λόγος διαθέτουν δύναμη διαμόρφωσης στάσεων.
Όταν, όμως, ο «καλλιτεχνικός ακτιβισμός» υιοθετεί γενικεύσεις, συνθήματα και εικόνες που μετατρέπουν τον Εβραίο σε σύμβολο ενοχής, τότε η επιρροή αυτή γίνεται επικίνδυνη. Αν η Αριστερά θέλει να λέγεται προοδευτική, οφείλει να αποδείξει στην πράξη ότι μπορεί να διαχωρίζει την πολιτική διαφωνία με το Ισραήλ από την αδιαπραγμάτευτη προστασία των Ελλήνων Εβραίων. Διαφορετικά, η ασάφεια και η σιωπή παύουν να είναι ουδέτερες.
Η πρόσφατη επίσκεψη στη συναγωγή κατά τον εορτασμό της Χανουκά από την Υπουργό Παιδείας και την Πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών είχε βαρύτητα ακριβώς επειδή εξέπεμψε ένα σαφές, θεσμικό μήνυμα στήριξης. Τέτοιες παρουσίες έχουν σημασία. Όμως δεν αρκούν από μόνες τους. Το ζητούμενο δεν είναι οι στιγμιαίοι συμβολισμοί, αλλά η διάρκεια και η συνέπεια.
Και εδώ τίθεται ο ειλικρινής προβληματισμός που δεν μπορούμε να αποφύγουμε: είναι φυσιολογικό, σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, να απαιτείται διαρκής αστυνόμευση εβραϊκών χώρων; Προφανώς, είναι επιβεβλημένη για την ασφάλειά μας και κανείς δεν την αμφισβητεί. Όμως μπορεί αυτό να αποτελεί μόνιμη κανονικότητα; Τι κάνουμε - πολιτεία, πολιτικά κόμματα, θεσμοί, καλλιτεχνικός κόσμος, κοινωνία - ώστε κάποτε να μη χρειάζεται;
Πώς αλλάζουμε τις συνθήκες που γεννούν την ανάγκη για κάγκελα, φρουρούς και φόβο; Πώς μετακινούμε τη συζήτηση από την καταστολή στην πρόληψη, από την ασφάλεια ανάγκης στην ασφάλεια εμπιστοσύνης; Η προστασία των Ελλήνων Εβραίων δεν είναι πράξη φιλανθρωπίας ούτε ένδειξη πολιτικής ορθότητας.
Είναι πράξη δημοκρατικής αυτοσυντήρησης. Απαιτεί εγρήγορση, καθαρό λόγο και το θάρρος να χαράσσουμε κόκκινες γραμμές εκεί όπου τελειώνει η πολιτική διαφωνία και αρχίζει το μίσος. Αν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει κοινωνία ελευθερίας και κράτος δικαίου, οφείλει να απαντήσει έμπρακτα στο ερώτημα του τίτλου - όχι αύριο, αλλά τώρα. Γιατί όταν μια δημοκρατία συνηθίζει στην ιδέα ότι κάποιοι πολίτες χρειάζονται μόνιμη προστασία για να ζουν ελεύθερα, αργά ή γρήγορα θα διαπιστώσει ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο αυτούς.
* Ο Ηλίας Πέσσαχ είναι Αναπλ. Καθηγητής Αιματολογίας
