Ιστορία μου, αμαρτία μου ή τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις;
Shutterstock
Shutterstock

Ιστορία μου, αμαρτία μου ή τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις;

Η σειρά με τίτλο «Ελληνικό κράτος» και με θέμα τη σχέση του με τον πολίτη αποτελείται από τρία επεισόδια με πρώτο το σημερινό άρθρο.

Τις προάλλες, ένας καλός φίλος μού έστειλε έναν κατάλογο «χαρισμάτων» των Ελλήνων και της Ελλάδας που περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων: έλλειψη δικαιοσύνης, προβληματικό σύστημα παιδείας, αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, διαφθορά, ρουσφέτια, αυξανόμενη εγκληματικότητα, αναξιόπιστο πολιτικό σύστημα και πολλά άλλα. Καταλήγοντας ότι «αυτή η χώρα δεν μπορεί -και δεν πρόκειται- να πάει μπροστά».

Άδικο έχει; Αν θεωρήσουμε, μάλιστα, ότι αυτά τα «χαρίσματα» δεν αντιστοιχούν σε μια «φωτογραφία - αποτύπωση της στιγμής», αλλά αποτελούν διαχρονικά προβλήματα, τότε έχει νόημα να το προσεγγίσουμε αντίστοιχα. Δηλαδή σε διαχρονική βάση με σημείο εκκίνησης την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως αποτέλεσμα της Επανάστασης του 1821 και της αναγνώρισής του ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο, τον Φεβρουάριο του 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, έχοντας τη «σφραγίδα» των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία).

Και για να μην υπάρξει ουδεμία παρανόηση, θα αναφερθούμε συγκεκριμένα στο ελληνικό κράτος κι όχι στο ελληνικό έθνος. Όπου κράτος, σύμφωνα με τον καθηγητή Γιώργο Μπαμπινιώτη: «η πολιτική εξουσία, το σύνολο των (ανώτερων) διοικητικών αρχών που ασκούν τη διακυβέρνηση, που ρυθμίζουν τη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, καθώς και η λειτουργία αυτών».

Άρα, έχοντας ορίσει το σημείο εκκίνησης, ας προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ελληνικό κράτος, μια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή, με αντίστοιχα κράτη. Στο Δημοτικό μάθαμε να συγκρίνουμε μήλα με μήλα και πορτοκάλια με πορτοκάλια. Βάσει αυτής της απλής προσέγγισης, με ποια κράτη θα πρέπει να συγκριθούμε; Με όλα αυτά που ιδρύθηκαν, όπως και το ελληνικό κράτος, μέσα από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε διοικήθηκαν απ’ ευθείας, είτε μέρη αυτών βρέθηκαν υπό φορολογική εξάρτηση από την Αυτοκρατορία. Πριν τ’  απαριθμήσουμε αυτά τα κράτη, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Προσπάθησε ν’ «αφαιρέσεις» το πατριωτικό συναίσθημά σου προς την πατρίδα μας και απάντησε, σε παρακαλώ, στο εξής ερώτημα: σε ποιο, ένα και μοναδικό, από τα κάτωθι αναφερόμενα κράτη, θα ήθελες να είχες ζήσει μέχρι σήμερα; Όχι σε ποιο κράτος στο μέλλον, αλλά μέχρι σήμερα. 

Πάμε, λοιπόν, στα κράτη: Ελλάδα, Τουρκία, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Κοσσυφοπέδιο, Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Κύπρος, Συρία, Λίβανος, Ιράκ, Ιορδανία, Ισραήλ, Παλαιστινιακά εδάφη, Αίγυπτος, Λιβύη, Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο, Σουδάν, Ερυθραία, Υεμένη, Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Ομάν, Κουβέιτ, ΗΑΕ, Μπαχρέιν, Ρουμανία, Ουκρανία, Μολδαβία, Ουγγαρία, Κροατία, Σλοβενία, Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν. 

Αποφάσισες; Αν δυσκολεύεσαι να επιλέξεις ένα άλλο κράτος εκτός της Ελλάδας, είναι μια ένδειξη ότι κάτι καλό έχουμε καταφέρει διαχρονικά σ’ αυτά τα διακόσια χρόνια, συγκρινόμενοι, βάσει ιστορικής εξέλιξης, με αντίστοιχα κράτη, πρώην επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρ’ όλα τ’, αποδεδειγμένα, «χαρίσματά» μας. 

Αν, όμως, η προαναφερθείσα προσέγγιση περιλαμβάνει και υποκειμενικές παραμέτρους, επίσημες και αντικειμενικές έρευνες διεθνώς αναγνωρισμένων οργανισμών κατατάσσουν την Ελλάδα μέσα στις πρώτες πενήντα χώρες του κόσμου, ανάμεσα σε περίπου διακόσιες, με βάση πολλά και διαφορετικά κριτήρια. Γεννάται επομένως το ερώτημα: δηλαδή, θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με την κατάστασή μας σήμερα; Η αυθόρμητη απάντηση είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ένα μεγαλοπρεπές όχι! Γιατί, όμως, δεν έχουμε καταφέρει, όπως υποστηρίζουν πολλοί, να οικοδομήσουμε ένα «κανονικό» κράτος; Όπου «κανονικό», γράψε «τύπου» δυτικού! 

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να ερευνήσουμε τις πιθανές αιτίες. Οι οποίες μας οδηγούν στα ύστερα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (18ος αιώνας) στα οποία ο Σουλτάνος αναγκάζεται να παραχωρήσει μέρος της εξουσίας του, σε κεντρικούς (Πατριαρχείο, Φαναριώτες) και σε τοπικούς φορείς. Είτε σε Οθωμανούς (πασάδες), είτε σε Χριστιανούς (προύχοντες, αρματολούς). Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα πλέγμα εξουσίας, κεντρικής και τοπικής, όπου «το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο», με την κεντρική να προσπαθεί μέσω των τοπικών παραγόντων, όχι μόνο να εισπράξει τους φόρους, αλλά να ελέγξει και τους πληθυσμούς. Με «αντίτιμο» την αυξανόμενη συμμετοχή της τοπικής εξουσίας στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας.

Και όπως αναφέρεται στην Πύλη για την Ελληνική γλώσσα: εκείνη την εποχή «οι Έλληνες δεν είχαν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν πολιτικά κόμματα. Υπήρχε όμως μια άλλη μορφή υποστήριξης των συμφερόντων τους, τα πελατειακά δίκτυα, στην οργάνωση των οποίων οδήγησαν οι εξής λόγοι: ο ανταγωνισμός μεταξύ προσώπων για την κατάληψη θέσεων εξουσίας, η ελλιπής παροχή προστασίας από μέρους της οθωμανικής διοίκησης προς τους υπηκόους της σε περιπτώσεις αυθαιρεσιών, η απουσία συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, πράγμα που δημιουργούσε διαρκή αίσθηση αβεβαιότητας στους ανθρώπους. Οι παραπάνω λόγοι οδηγούσαν τους υπηκόους να καταφεύγουν σε μη κρατικούς φορείς, οι οποίοι θα τους παρείχαν τη στοιχειώδη ασφάλεια.»

Και η συνέχεια: «ο πρώτος φορέας ήταν η ευρύτερη οικογένεια. Κάθε οικογένεια συνδεόταν οριζόντια με άλλες οικογένειες και κάθετα με πάτρωνες-προστάτες και τις οικογένειες τους, που είχαν υψηλότερη κοινωνική θέση. Στην Πελοπόννησο, για παράδειγμα, κατά την περίοδο 1715-1821 αναπτύχθηκαν δύο μεγάλα δίκτυα πατρωνίας, στην κορυφή των οποίων βρίσκονταν οικογένειες προκρίτων. Στη Στερεά Ελλάδα φορείς της πατρωνίας ήταν μεγαλοαρματολοί. Στα νησιά, εξάλλου, στην ηγεσία των δικτύων πατρωνίας βρίσκονταν οι οικογένειες των μεγάλων πλοιοκτητών».

Την προσπάθεια ενδυνάμωσης της θέσης της στα πολιτικά δρώμενα συνεχίζει η τοπική εξουσία, τόσο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Καποδίστρια (1828 – 1831), όσο και στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (1833 – 1862), όταν μάλιστα το 30% του εθνικού εισοδήματος ελέγχεται από τον κρατικό μηχανισμό. Ερχόμενοι σε σύγκρουση με το συγκεντρωτικό κράτος που προσπαθούν να επιβάλλουν, τόσο ο κυβερνήτης, όσο κι ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας. Και ναι μεν ο Όθων «έφερε» μαζί του το βαυαρικό κράτος, δηλαδή στρατό, νομικούς και το βασικότερο, τη νοοτροπία «ό,τι ισχύει πέριξ του Μονάχου, θα ισχύσει και πέριξ του Ναυπλίου και στη συνέχεια πέριξ των Αθηνών».

Ας έχουμε, βέβαια, υπ’ όψιν ότι το «πέριξ του Μονάχου» ξεκίνησε να εφαρμόζεται από τα μέσα του 13ου αιώνα με τη δημιουργία ενός ενιαίου νομοθετικού συστήματος που θα ίσχυε για ολόκληρη τη Βαυαρία. Αλλά και ο Καποδίστριας ήταν ό ίδιος άνθρωπος, ο οποίος λίγα χρόνια πριν, ως υπουργός των Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας, συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία της ομοσπονδιακής δομής της Ελβετίας. Απλώς, στην Ελβετία, ήδη από το 1291 άρχισε να λειτουργεί αυτό που ονομάζουμε κράτος, δηλαδή καντόνια με τοπική αυτοδιοίκηση και τοπικά συντάγματα, βασιζόμενα σε μια οργανωμένη δημόσια διοίκηση.

Εν αντιθέσει με την Ελλάδα εκείνης της εποχής, δηλαδή μια χώρα χωρίς έσοδα και ήδη καταχρεωμένη, χωρίς ενιαία κρατική συνέχεια, αλλά κατακερματισμένη σε κοινότητες. Μετά από μια επανάσταση εναντίον της εξουσίας και της καταπίεσης των Οθωμανών, με υπηκόους μιας αυτοκρατορίας χωρίς καμία εμπειρία συμμετοχής στα κοινά. Με ετερογενή κοινωνία, οι τάξεις της οποίας βασιζόταν για αιώνες σε τοπικιστικές και προσωποπαγείς μορφές εξουσίας. Σε αντίθεση με τους Βαυαρούς που είχαν «μπει στις ράγες» ενός συγκεντρωτικού κράτους έξι αιώνες πριν.

Ίσως αυτός ήταν ένας λόγος, που οι Βαυαροί, παρ’ όλες τις αντιστάσεις που συνάντησαν στη χώρα μας, κατάφεραν να επιβάλλουν ένα συγκεντρωτικό κράτος με την απόλυτη κεντρική εξουσία του βασιλιά, αποδεχόμενοι όμως την προϋπάρχουσα τοπική εξουσία (προύχοντες, αρματολοί, πλοιοκτήτες), χωρίς ταυτόχρονα να αποκλείσουν καμία κατηγορία Ελλήνων πολιτών από την εξουσία.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο σφυρηλατείται η σχέση πατρωνίας ως ένα διαχρονικό σύστημα προσωπικής συνδιαλλαγής, με σταθερό στόχο «ένα κομμάτι από το κράτος». Ένα κράτος το οποίο λόγω της υπερχρέωσης και της παράλληλης τεράστιας ανάγκης χρηματοδότησης των αναγκαίων πολεμικών δραστηριοτήτων, ήταν για δεκαετίες αποκλεισμένο από τις διεθνείς αγορές και οι μόνοι του πόροι προέρχονταν, πέραν των δωρεών, από τη φορολογία.  

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, το «μόσχευμα» της αποτελεσματικής, απρόσωπης και στιβαρής διοίκησης της κεντρικής εξουσίας του εισαχθέντος κεντροδυτικού κρατικού μοντέλου, δεν «αποβλήθηκε» μετά τη «μεταμόσχευσή» του στο μετα-οθωμανικό-νεοελληνικό «σώμα», αλλά μεταλλάχθηκε. Σε μια «πατέντα» βασισμένη σε διαπροσωπικές σχέσεις πολιτών και ομάδων πολιτών με την τοπική εξουσία που σταδιακά αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρόλο στα κοινά της κεντρικής εξουσίας. Μάλιστα, με την παροχή γενικού δικαιώματος ψήφου για τους άνδρες, το 1864, η «πατέντα θεσμοθετείται» μέσω της ψήφου σε κόμματα και πολιτευτές και εδραιώνεται με την καθιέρωση της δεδηλωμένης το 1875.

Κατά συνέπεια, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως αναφέρει η Πύλη για την Ελληνική γλώσσα: «η πατρωνία, με τη μορφή διορισμών, μεταθέσεων, δανείων κ.λπ. και η συστηματική διαφθορά μέσω του διοικητικού μηχανισμού, αποτελούσαν συχνό φαινόμενο. Αντίθετα με άλλες χώρες της Ευρώπης, στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα δεν προέκυψαν ταξικά κόμματα. Στην Ελλάδα πολλές κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις αμβλύνονταν μέσω των πελατειακών σχέσεων και με τη μεγάλη, συγκριτικά με άλλες χώρες, κοινωνική κινητικότητα. Όμως, όλα τα κόμματα απευθύνονταν ιδιαίτερα στους αγρότες, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού».

Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι το κράτος ήταν ο μεγαλύτερος πιθανός εργοδότης, στον οποίον παιδιά μικροκτηματιών που και λόγω της οικονομικής κρίσης (πτώση εξαγωγών σταφίδας) θα μπορούσαν να απασχοληθούν, γίνεται κατανοητή η σημασία της πατρωνίας.

Ας αναλογισθούμε, όμως, την εξέλιξη του κράτους μας σ’ αυτά τα διακόσια χρόνια. Έζησε συνεχείς πολέμους, τοπικούς και παγκόσμιους και σαν να μην έφταναν αυτοί, υπέφερε επιπλέον τέσσερις εμφύλιους, ανέχθηκε διάφορα στρατιωτικά κινήματα και πραξικοπήματα, αναγκάσθηκε να ενσωματώσει πρόσφυγες ξεριζωμένους από τις πατρίδες τους, ενώ ταπεινώθηκε με επαναλαμβανόμενες πτωχεύσεις. Δεν τα λες και λίγα… Και όμως, επέζησε. Με τα πάνω και τα κάτω, αλλά μεγαλώνοντας συνεχώς. 

Και όπως σημειώνει ο καθηγητής Στάθης Καλύβας στο βιβλίο του «Καταστροφές και θρίαμβοι» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2015): «Αναπόφευκτα, η εμφύτευση πολιτικών θεσμών της Δύσης σε μια περιθωριακή αγροτική οθωμανική επαρχία δεν θα μπορούσε παρά να είναι δύσκολη υπόθεση… Έτσι καταλήγαμε πάντοτε στη διαπίστωση είτε πως η Ελλάδα ήταν ουσιαστικά μια μη ευρωπαϊκή χώρα (από πλευράς των ξένων) είτε πως τα «τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς» είχαν κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στο έθνος (από πλευράς Ελλήνων), δύο αντιλήψεις που δεν διέφεραν ουσιαστικά μεταξύ τους».

Και συνεχίζει: «διατρέχοντας, όμως, την ελληνική ιστορία διαπιστώνει κανείς την εκπληκτική ικανότητα της χώρας να καινοτομεί θεσμικά και να ανακάμπτει θεαματικά. Αφετηριακά ας συγκρατήσουμε το εξής στοιχείο: η Ελλάδα το 1820 ήταν μια από τις φτωχότερες και πιο καθυστερημένες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει πως στη συγκεκριμένη αυτή περιοχή θα ξεπεταγόταν το πρώτο νέο κράτος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ένα κράτος .. με δημοκρατικούς θεσμούς … μακράς περιόδου κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης .. και που παρά τα προβλήματα που το ταλανίζουν σήμερα, η Ελλάδα παραμένει μια ευημερούσα δημοκρατία, ομολογουμένως το πιο πετυχημένο μετα-οθωμανικό κράτος». 

Και το αποτέλεσμα; Σύμφωνα με τον συγγραφέα και καθηγητή Δημήτρη Σωτηρόπουλο, (βιβλίο «Φάσεις και αντιφάσεις του ελληνικού κράτους στον 20ο αιώνα, 1910-2001», εκδόσεις Εστία): «η Ελλάδα είναι μια χώρα που αν διαβάσουμε την ιστορία της από το παρελθόν προς το παρόν προκύπτει ότι είναι το πιο επιτυχημένο παράδειγμα μετα-οθωμανικού κράτους, αν όμως τη διαβάσουμε από το τέλος προς την αρχή, αναδρομικά, αποκαλύπτονται οι διαχρονικά στρεβλές δομές του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού».

Και τώρα τι κάνουμε; Ακόμα κι αν έχουμε καταφέρει να οικοδομήσουμε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, το πιο επιτυχημένο παράδειγμα μετα-οθωμανικού κράτους, θα συνεχίσουμε να βιώνουμε Οπεκεπέδες και να συμβιβαζόμαστε μοιρολατρικά με αυτές τις διαχρονικές, άρα «ανίατες»(;) παθογένειες; Αν όχι, ας ακούσουμε τον Γιώργο Δερτιλή, ο οποίος ήδη από το 1993 ήταν σαφής (από το βιβλίο «Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις 1821-2016» των εκδόσεων Gutenberg): «Το τίμημα που κατέβαλε η νεοελληνική δημοκρατία για τα 150 χρόνια της ζωής της ήταν βαρύ και πολυσύνθετο. Τίμημα πολιτικό: μια Δημοκρατία που κατατρώγεται από τα καρκινώματα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Τίμημα οικονομικό: φόροι ατελέσφοροι ένεκα ψηφοθηρίας, διοικητικές δαπάνες υπέρογκες λόγω πατρωνίας, στρατιωτικές δαπάνες αιματηρές χάριν σωβινιστικής πλειοδοσίας.

Τίμημα πολιτισμικό: Μια κοινωνία εκμαυλισμένη από τη δημαγωγική κολακεία και τη μυθοποίηση της κοινωνικής αντιπαροχής, που βλέπει τις αξίες της να ανατρέπονται, την ιστορική της ταυτότητα να διαστρεβλώνεται και τον παραδοσιακό της πολιτισμό να χάνεται χωρίς στη θέση του να δημιουργείται νέος. Η αναστροφή αυτής της πορείας αυτής, είτε με αφύπνιση αρχίσει, είτε με κοινωνική ρήξη ή με διεθνή επιπλοκή, θα είναι μακρά και επώδυνη».

Μια απειροελάχιστη γεύση διεθνούς επιπλοκής πήραμε κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής, και όχι μόνο, κρίσης. Μήπως, όμως, έχει ξεκινήσει, εδώ και ώρα, να χτυπάει το ξυπνητήρι της αφύπνισης; 

Το δεύτερο επεισόδιο της σειράς, προσεχώς στις οθόνες σας.