Το έγκλημα της Marfin και η επιλεκτική ευαισθησία

Το έγκλημα της Marfin και η επιλεκτική ευαισθησία

Δεκαπέντε έτη μετά το αποτρόπαιο έγκλημα στην τράπεζα Marfin, όπου η εγκυμονούσα Αγγελική Παπαθανασοπούλου, ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης και η Παρασκευή Ζούλια βρήκαν φρικτό θάνατο μέσα στις φλόγες, η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να ταλαντεύεται ανάμεσα στη μνήμη και την παθητική παράδοση στη λήθη, αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με την τραγική αυτή σελίδα της σύγχρονης ιστορίας της. 

Στον δημόσιο διάλογο, η εν λόγω υπόθεση στοιχειώνει λιγότερο από όσο θα όφειλε, όχι λόγω ελλείψεως τραγικότητας, αλλά διότι η ηθική αποδοκιμασία φαίνεται να ενεργοποιείται με μεροληπτικά αντανακλαστικά. Εάν οι υπαίτιοι της φονικής επίθεσης ανήκαν στο φάσμα της άκρας δεξιάς, η κοινωνική αποστροφή θα εκδηλωνόταν αμελλητί και η αξίωση για απονομή δικαιοσύνης θα αντηχούσε ως ομόθυμη εθνική απαίτηση. 

Επειδή, ωστόσο, η βία εκπορεύθηκε «εκ των αριστερών», η αγανάκτηση εκδηλώθηκε αποσπασματικά, με αιδήμονα συστολή και χωρίς τη συνέπεια που θα μετουσίωνε τη μνήμη σε σταθερή έκφραση ηθικής εγρήγορσης και, συλλογικής υπευθυνότητας. 

Η σιωπή αυτή ενέχει σοβαρούς κινδύνους· δεν συνιστά μόνον ύβρη απέναντι στη μνήμη των θυμάτων, αλλά και πλήγμα κατά της ίδιας της δημοκρατικής τάξης. Διότι η δημοκρατία δεν απειλείται αποκλειστικά από τη δεδηλωμένη αγριότητα της ακροδεξιάς, αλλά και από κάθε εκδοχή άκριτης, ιδεολογικά φορτισμένης βίας, είτε αυτή προέρχεται από την μπότα του ακροδεξιού ολοκληρωτισμού είτε κρύβεται πίσω από την κουκούλα του αυτόκλητου "επαναστάτη". Η ιστορική και θεσμική συνέπεια απαιτεί αταλάντευτη καταδίκη κάθε εγκληματικής πράξης, πέραν ιδεολογικών συμπαθειών ή πολιτικών συμψηφισμών, χωρίς άλλοθι ούτε αριστερά ούτε δεξιά. 

Η δολοφονία στη Marfin δεν συνιστά ένα ατυχές μεμονωμένο συμβάν, αλλά την ακραία απόληξη μιας ζοφερής ιστορικής συγκυρίας, κατά την οποία η διάχυτη κοινωνική αγανάκτηση εκτράπηκε σε μισαλλοδοξία, και η μισαλλοδοξία σε ανεξέλεγκτη βία. 

Επρόκειτο για την εποχή των αγανακτισμένων, των καταλήψεων των πλατειών, της ρητορικής του «όλοι το ίδιο είναι», μιας περιόδου κατά την οποία η πίστη στους θεσμούς διαβρώθηκε συστηματικά, όχι μόνο από την κρίση, αλλά και από πολιτικές δυνάμεις και διαμορφωτές κοινής γνώμης που, αντί να καλλιεργήσουν πνεύμα σύνθεσης και υπευθυνότητας, επέλεξαν τον εύκολο δρόμο του διχασμού και, της δημαγωγίας. 

Κάποιοι ακόμη αναπολούν το κλίμα θεσμικής απορρύθμισης εκείνης της περιόδου, αντιλαμβανόμενοι την ανομία όχι ως απειλή, αλλά ως εφαλτήριο προσωπικής ή κομματικής ανόδου. 

Ωστόσο, στη σημερινή συνθήκη, ίσως περισσότερο από ποτέ, εναπόκειται στους δημοκρατικά σκεπτόμενους πολίτες η ευθύνη να θωρακίσουν το περιεχόμενο της δικαιοσύνης και της ισονομίας. Να απορρίψουν τη λογική της επιλεκτικής αγανάκτησης και να διεκδικήσουν την καθολικότητα της ηθικής κρίσης απέναντι σε κάθε έκφανση βίας, ανεξαρτήτως πολιτικής προελεύσεως. Διότι η ηθική δεν μπορεί να μεταβάλλεται κατά το δοκούν, προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε ιδεολογικές προτιμήσεις. Απέναντι στη βία οφείλουμε να σταθούμε αδιαπραγμάτευτα, ως ζήτημα αρχής και, όχι ως εργαλείο πολιτικής σκοπιμότητας. 

Η μνήμη των θυμάτων της Marfin δεν τιμάται επαρκώς με καταθέσεις στεφάνων ή σιωπηλές επετείους.

Αποδίδεται ουσιαστικά μέσα από την απερίφραστη καταδίκη των δραστών που τους στέρησαν το δικαίωμα στη ζωή· μέσα από την αδιάκοπη διεκδίκηση μιας δημοκρατίας θεμελιωμένης στο κράτος δικαίου, στην ενότητα και στη δυνατότητα ειρηνικής εκτόνωσης της κοινωνικής πίεσης, όχι με εμπρησμούς και ιαχές, αλλά με τον λόγο, τους θεσμούς και την κοινωνική συνείδηση.

Μόνον τότε το «ποτέ ξανά» θα παύσει να λειτουργεί ως κενή ρητορική επίκληση και θα μετασχηματιστεί σε ενεργό βίωμα πολιτικής ευθύνης και, ηθικής εγρήγορσης. 

Διότι, εν τέλει, η βία δεν διαθέτει «ορθή» όψη· είναι πάντοτε ηθικά εσφαλμένη, ανεξαρτήτως προθέσεων ή προελεύσεως. Εκείνο που καθίσταται αληθινά επικίνδυνο είναι μία κοινωνία που εθίζεται στη λήθη. Η αποκατάστασή της δεν θα επέλθει παρά μόνον όταν επιλέξει, επιτέλους, να θυμάται με συνέπεια και, δικαιοσύνη.

*Η Μαίρη Αποστολίδη είναι νομικός.