Οι υψηλές πτήσεις της ελληνικής οικονομίας και το θείο δώρο από την Ευρώπη

Οι υψηλές πτήσεις της ελληνικής οικονομίας και το θείο δώρο από την Ευρώπη

Η παραγωγή, η απασχόληση, οι νέες παραγγελίες, ο χρόνος παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα, αποτελούν το βασικό κυκλοφορικό σύστημα ενός οικονομικού οργανισμού και απεικονίζονται από τον κύριο Δείκτη Υπεύθυνων Προμηθειών, τον γνωστό μας PMI.

Ο PMI στην ουσία είναι η μέτρηση των ζωτικών ενδείξεων της οικονομίας και οι τιμές πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50 μονάδων υποδεικνύουν υγεία και βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.

Θετικότατη έκπληξη μας επιφύλαξε λοιπόν ο ελληνικός μεταποιητικός τομέας, παρά το γεγονός ότι οι σοβαρές αναταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν οδηγήσει σε μία από τις ταχύτερες αυξήσεις κόστους, με τις εταιρείες να αναγκάζονται να μετακυλίσουν μέρος αυτής της αύξησης στους πελάτες τους.

Τα δεδομένα του κύριου Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα για τον μήνα Ιούλιο υπέδειξαν μία σημαντική βελτίωση, χάρη στη συνεχή παραγωγή και την αύξηση των νέων παραγγελιών, οι οποίες παρέμειναν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.

Έτσι ο κύριος δείκτης PMI συνέχισε για δεύτερο μήνα τις υψηλές πτήσεις στις 57.4 μονάδες τον Ιούλιο, τιμή ελαφρώς χαμηλότερη από τις 58.6 μονάδες του Ιουνίου, που ήταν όμως ο πρώτος μήνας επανεκκίνησης της οικονομίας και ήταν λογικό να εκτοξεύσει την τιμή του δείκτη.

Το σημαντικό είναι ότι αν εξαιρέσουμε τον προηγούμενο μήνα που είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής παραμένει ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2020 και ο τρίτος ταχύτερος σε διάστημα μεγαλύτερο των 21 ετών, ενώ ο ρυθμός αύξησης των νέων παραγγελιών παρέμεινε σε γενικές γραμμές έντονος.

Μάλιστα τα νούμερα θα ήταν ακόμα καλύτερα αν δεν είχε περιοριστεί σε ουκ ολίγες περιπτώσεις η αύξηση της παραγωγής εξαιτίας των ελλείψεων πρώτων υλών. Ενδεικτικό είναι ότι πολλές εταιρείες διαμαρτύρονται για περιορισμένη παραγωγική ικανότητα λόγω των σοβαρών ελλείψεων σε πρώτες ύλες, ενώ δεν λείπουν και αυτές που αναφέρουν ότι οι αυξήσεις στις τιμές λόγω της μετακύλισης ενός μέρους του κόστους στον καταναλωτή, άσκησαν πίεση στην ανταγωνιστικότητα.

Αυτοί είναι οι λόγοι που «ροκάνισαν» την επιχειρηματική εμπιστοσύνη στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων τεσσάρων μηνών, αν και εξακολουθεί να παραμένει σε ισχυρά επίπεδα.

Για να δώσουμε όμως ολοκληρωμένη εικόνα να αναφέρουμε ότι οι αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα οδήγησαν στην ταχύτερη συσσώρευση του όγκου αδιεκπεραίωτων εργασιών που έχει καταγραφεί από την αρχή της συλλογής των συγκεκριμένων στοιχείων, τον Νοέμβριο του 2002. Ως εκ τούτου, παρά τη σταθερή αύξηση των επιπέδων απασχόλησης, ο ρυθμός αύξησης των εργασιών σε εκκρεμότητα επιταχύνθηκε.

Μια πολύ σημαντική παρατήρηση είναι ότι πολλές εταιρείες ανταποκρίθηκαν σε μεγάλο μέρος των παραγγελιών τους χάρη στη μείωση των αποθεμάτων έτοιμων προϊόντων, η οποία ήταν η δριμύτερη που έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής μέσα στο 2021.

Η μείωση των αποθεμάτων σε συνδυασμό με την ένταση του ρυθμού επιδείνωσης της απόδοσης προμηθευτών είναι σαφώς η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική μεταποίηση τους επόμενους μήνες.

Επιπλέον ολοένα και περισσότεροι Έλληνες παραγωγοί θα αντιμετωπίσουν το εξής δίλημμα: Θα απορροφήσουν την αύξηση του κόστους ή θα προστατέψουν τα περιθώρια κέρδους, μετακυλώντας μέρος αυτού του κόστους στους πελάτες τους χάνοντας όμως μέρος της ανταγωνιστικότητας τους:

Ευτυχώς που το παραπάνω δίλημμα δεν είναι μόνο ελληνικό. Όπως εξηγήσαμε χτες, η προστασία των περιθωρίων ή της ανταγωνιστικότητας είναι ένα ερώτημα με διεθνείς διαστάσεις.

Μέσα από αυτή την οπτική γωνία και με την προϋπόθεση η πανδημία να μην πάρει μια εξαιρετικά άσχημη τροπή, η στήλη θεωρεί ότι θα επαληθευθούν οι τρέχουσες προβλέψεις για ετήσια αύξηση πέριξ του 6,2% το 2021 της βιομηχανικής παραγωγής.

Η Αθηνά εν δράσει
 

Ακόμα όμως και αν η πανδημία μας αναγκάσει για άλλη μια φορά να κλείσουμε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, η Ελλάδα όπως και όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, έχει έναν πολύ δυνατό σύμμαχο και αυτός δεν είναι άλλος από την ΕΚΤ.

Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες εξαιτίας της πανδημίας, η ΕΚΤ ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020 το πρόγραμμα αγοράς πανδημίας έκτακτης ανάγκης, γνωστό με το ακρωνύμιο PEPP. Μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος η ΕΚΤ μείωσε το κόστος δανεισμού και αύξησε τον τραπεζικό δανεισμό στη ζώνη του ευρώ, με στόχο να βοηθήσει τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Πρόκειται επί της ουσίας για ένα δεύτερο παράλληλο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης συνολικού όγκου 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο προς το παρόν αναμένεται να λήξει το αργότερο στα τέλη Μαρτίου 2022.

Η Κριστίν Λαγκάρντ κατά την τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ ξεκαθάρισε ότι παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, είναι πολύ πρόωρο να συζητηθεί η όποια μείωση του ρυθμού αγορών του έκτακτου προγράμματος PEPP. Ο Aντιπρόεδρος όμως της ΕΚΤ ήταν ακόμα πιο αποκαλυπτικός σε πρόσφατη συνέντευξη του, υπονοώντας ότι τόσο η διάρκεια όσο και το ύψος του προγράμματος, μπορούν να αναπροσαρμοστούν προς τα πάνω αν χρειαστεί.

«Έχουμε ακόμη χρόνο να αποφασίσουμε για το μέλλον του PEPP. Τον Σεπτέμβριο θα ορίσουμε τον ρυθμό των αγορών για το τέταρτο τρίμηνο, τον Δεκέμβριο για το πρώτο τρίμηνο του 2022» δήλωσε ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Luis de Guindos, στην συνέντευξη του στις 29 Ιουλίου στους Frank Wiebe και Jan Mallien.

Όταν ερωτήθη ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ από τι θα εξαρτηθεί η απόφαση, ήταν σαφής: «Το PEPP θα πρέπει να τελειώσει όταν τελειώσει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης εξαιτίας της πανδημίας. Και αυτό είναι μια ιατρική ερώτηση, η απάντηση στην οποία εξαρτάται από το εάν οι εκστρατείες εμβολιασμού είναι επιτυχείς στην καταπολέμηση της παραλλαγής Δέλτα, εάν εμφανιστούν νέες, πιο ανθεκτικές παραλλαγές του ιού κ.α».

Εν ολίγοις, αυτό που προκύπτει από τη συνέντευξη του αντιπροέδρου της ΕΚΤ είναι ότι αν η πανδημία απειλήσει με μια νέα αποσταθεροποίηση την ευρωπαϊκή οικονομία, τότε η ΕΚΤ δεν θα διστάσει να επιμηκύνει όλα τα προγράμματα υποστήριξης που έχει αυτή την στιγμή σε ισχύ, συμπεριλαμβανομένου και του PEPP. (σ.σ: Mπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη του Αντιπροέδρου της ΕΚΤ εδώ).

Θείο δώρο η παράταση του PEPP για την Ελλάδα
 

Η μελλοντική επέκταση του PEPP λοιπόν είναι μέσα στις επιλογές της ΕΚΤ και το Διοικητικό Συμβούλιό της θα τερματίσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP μόλις κρίνει ότι η φάση της κρίσης COVID-19 έχει τελειώσει.

Ενδεικτική δε είναι η απόφαση να επανεπενδύονται τουλάχιστον εως το τέλος του 2023, οι ωριμάζουσες κύριες πληρωμές από τίτλους που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PEPP.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, πιθανότατα στις 9 Σεπτεμβρίου, η ΕΚΤ να εκπλήξει ευχάριστα τις αγορές και ακόμα περισσότερο όσους στοιχημάτισαν στο ελληνικό turnaround story.

Βλέπετε, δεδομένου ότι η χώρα μας δεν έχει κατακτήσει ακόμα έστω την χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα, δεν μπορεί να συμμετέχει στο κλασικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης -QE- της ΕΚΤ. Χάρη λοιπόν στην ένταξη της στο έκτακτο πρόγραμμα PEPP, η ΕΚΤ έχει ήδη αγοράσει ελληνικά ομόλογα αξίας 29 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας τις εκδόσεις χρέους του ελληνικού Δημοσίου, κρατώντας χαμηλά το κόστος χρηματοδότησης και στηρίζοντας με τον πιο ουσιαστικό τρόπο την προσπάθεια της κυβέρνησης για την αναστήλωση της οικονομίας μας.

Μια παράταση του PEPP θα βοηθήσει τη χώρα μας να συνεχίσει να δανείζεται φθηνά από τις αγορές για ολόκληρο το 2022 –και ίσως μέρος του 2023- και τα ελληνικά ομόλογα να εξακολουθήσουν να γίνονται αποδεκτά από την ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι δεν ανήκουν στην επενδυτική βαθμίδα.

Το πιο σημαντικό είναι ότι θα μας δώσει πλέον όλο το απαιτούμενο χρονικό περιθώριο να εξασφαλίσουμε τις αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης ώστε ακόμα και όταν λήξει το PEPP, να μπορούμε να συμμετέχουμε στα κλασικά προγράμματα αγορών ενεργητικού της ΕΚΤ.

Για πρώτη ίσως φορά, όλοι οι Θεοί είναι με το μέρος της Ελλάδας και η Ιθάκη της οικονομικής ανάταξης είναι πιο κοντά από ποτέ.

[email protected]

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.