Μίνι κραχ στις αγορές από τη βιομηχανική ύφεση και τον φόβο άτακτου Brexit

Μίνι κραχ στις αγορές από τη βιομηχανική ύφεση και τον φόβο άτακτου Brexit

Χρειάστηκαν μόλις δύο ημέρες για να επιβεβαιώσει ο Οκτώβριος τη φήμη του ως ο μήνας της μεγάλης μεταβλητότητας και να μας υπενθυμίσει ότι οι ανοιχτές πληγές στην παγκόσμια οικονομία δεν μπορούν αν επουλωθούν με… tweets. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες σε Ευρώπη και ΗΠΑ υπέστησαν μίνι κράχ, το πετρέλαιο επέστρεψε χαμηλότερα από το επίπεδο που βρισκόταν όταν έγινε η επίθεση κατά της Aramco και ο χρυσός σκαρφάλωσε εκ νέου πάνω από τα 1.500 δολάρια.

Ο Οκτώβριος είναι επίσης ο μήνας του άτακτου – με βάση τα σημερινά δεδομένα – Brexit και είναι απόλυτα φυσιολογικό η νευρικότητα να χτυπάει κόκκινο και κάθε αρνητική είδηση να προκαλεί αναταράξεις. Πόσο μάλλον όταν αυτή η είδηση είναι τα χειρότερα στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας για την ευρωπαϊκή και αμερικανική βιομηχανία, θυμίζοντας την τελευταία μεγάλη ύφεση που βίωσε ο πλανήτης το 2008-2009.

Κοιτάζοντας κάποιος το παγκόσμιο «ταμπλό» των χρηματιστηριακών δεικτών βλέπει πράσινο μόνο στον δείκτη VIX, ή «δείκτη του φόβου», όπως αποκαλείται ο δείκτης μεταβλητότητας. Όλοι οι υπόλοιποι βυθίστηκαν βαθιά στο κόκκινο, με το χρηματιστήριο του Λονδίνου να δέχεται το μεγαλύτερο κύμα μαζικών ρευστοποιήσεων, με αποτέλεσμα ο FTSE 100 να καταγράψει απώλειες 3,23%. Φρανκφούρτη (-2,76%), Παρίσι (-3,12%), Μιλάνο (-2,87%) και Μαδρίτη (-2,77%) ακολούθησαν, ενώ στη Wall Street ο Dow έφτασε να χάνει έως και 600 μονάδες πριν περιοριστούν οι απώλειες προς το τέλος των συναλλαγών.

Όλα αυτά συνέβησαν σε μία ημέρα που φαινομενικά δεν έγινε κάτι τρομακτικό. Τότε, τι ακριβώς προκάλεσε πανικό και επιστρέψαμε στις ημέρες του Αυγούστου;

Εδώ και καιρό οι αγορές λειτουργούν στα όριά τους. Από τη μία αυξάνονται συνεχώς οι οιωνοί ύφεσης – τελευταίο σημάδι η συρρίκνωση της μεταποιητικής δραστηριότητας σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Κίνα – όμως από την άλλη οι χρηματιστηριακοί δείκτες βρίσκονται αρκετά κοντά στα ιστορικά τους υψηλά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καταγράφονται σε κάθε σημαντική αφορμή μαζικές ρευστοποιήσεις μετοχών, όπως ακριβώς συνέβη χθες, καθώς οι επενδυτές φοβούνται ότι θα τελειώσει απότομα το 10ετές ράλι κατά το οποίο οι δείκτες της Wall Street έχουν γράψει κέρδη της τάξης του 300%.

Στην Ευρώπη ρόλο έπαιξε και η υπόθεση της κόντρας μεταξύ Airbus και Boeing που έχει μετατραπεί σε μπαράζ αντιποίνων και πλέον μπαίνει στα χωράφια του εμπορικού πολέμου. Χθες, ο ΠΟΕ ενέκρινε δασμούς ύψους 7,5 δισ. δολαρίων σε ευρωπαϊκά προϊόντα εξαιτίας παράνομων επιδοτήσεων προς την Airbus. Η ΕΕ απείλησε τις ΗΠΑ με αντίποινα αν τελικά επιβάλλουν τους δασμούς.

Ο βασικός, ωστόσο, λόγος ανησυχίας είναι η διαφαινόμενη επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας. Ουσιαστικά, οι επενδυτές ξεκινούν την αναθεώρηση της στρατηγικής τους για να ενσωματώσουν τα απογοητευτικά στοιχεία για τη μεταποίηση σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Οι δείκτες δείχνουν ύφεση και επιβεβαιώνουν ότι η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνει. Πλέον, αναλυτές εκτιμούν ότι η Fed θα αναγκαστεί να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια, ίσως και να προβεί σε νέο QE, και ότι η Κριστίν Λαγκάρντ θα εξαντλήσει το οπλοστάσιο της ΕΚΤ για να «αποκρούσει» την ύφεση.

Όταν η οικονομία επιβραδύνει το πετρέλαιο υποχωρεί και όταν η ύφεση πλησιάζει ο χρυσός ενισχύεται. Χθες, τόσο το Brent όσο και το WTI σημείωσαν πτώση άνω του 2% και επέστρεψαν στα προ της πρόσφατης κρίσης επίπεδα στα 57,50 και 52,50 δολάρια αντίστοιχα. Ο χρυσός έφτασε να ξεπεράσει ξανά το επίπεδο των 1.500 δολαρίων αν και προς το τέλος της ημέρας το κλίμα πανικού περιορίστηκε σε όλες τις αγορές.

Η προσοχή πλέον στρέφεται στα στοιχεία για την απασχόληση στις ΗΠΑ που θα δουν αύριο Παρασκευή το φως της δημοσιότητας, ενώ σήμερα θα ανακοινωθούν και τα στοιχεία για τον PMI υπηρεσιών.

Η Bank of America Merrill Lynch, πάντως, κάνει λόγο για μία κατάσταση στη Wall Street που θυμίζει την έλλειψη μετρητών που παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες στη διατραπεζική αγορά των ΗΠΑ και ανάγκασε τη Fed να τροφοδοτεί σε καθημερινή βάση με ρευστότητα δισεκατομμυρίων δολαρίων το σύστημα. Η αμερικανική τράπεζα «βλέπει» χάσμα μεταξύ πρόθυμων αγοραστών και πωλητών στον S&P 500 με αποτέλεσμα να δημιουργείται το μεγαλύτερο κενό ρευστότητας εδώ και πολλά χρόνια.