Η Intel γίνεται ο νέος «υπερήρωας» των ΗΠΑ στον πόλεμο των μικροεπεξεργαστών

Η Intel γίνεται ο νέος «υπερήρωας» των ΗΠΑ στον πόλεμο των μικροεπεξεργαστών

Ο Pat Gelsinger δεν άργησε να ανακοινώσει τα σχέδιά του για την Intel (INTC NASDAQ), τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε επίσημα πριν μερικές μέρες. Υπενθυμίζουμε πως ο Gelsinger επέστρεψε στην εταιρεία στην οποία εργάστηκε για πάνω από 20 χρόνια και έφθασε μέχρι τη θέση του τεχνικού διευθυντή, πριν αποχωρήσει το 2009.

Ο Gelsinger ανέλαβε μία δύσκολη αποστολή, την επιστροφή της Intel στην τεχνολογική πρωτοπορία της παγκόσμιας βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών μετά από τα στραβοπατήματα των τελευταίων ετών, και τη χάραξη της νέας στρατηγικής της εταιρείας. Το βράδυ της Τρίτης 23ης Μαρτίου μάθαμε ποια είναι η στρατηγική. Εκπλήσσοντας κάπως την αγορά, η Intel αποφάσισε να μην εγκαταλείψει την παραγωγή μικροεπεξεργαστών και να την αναπτύξει ακόμα περισσότερο, ανεβάζοντας τις ετήσιες επενδύσεις της στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια προκειμένου να κατασκευάσει δύο νέα εργοστάσια στην Αριζόνα των Η.Π.Α.

Περιπλέκοντας λίγο τα πράγματα, η εταιρεία δήλωσε πως θα συνεργαστεί με τις μεγάλες ασιατικές εταιρείες κατασκευής μικροεπεξεργαστών, αγοράζοντας από αυτές εξαρτήματα που θα χρησιμοποιεί μετά στα δικά της προϊόντα και, ταυτόχρονα δεσμεύτηκε πως θα επιδιώξει να συνάψει νέες συμφωνίες με μεγάλες επιχειρήσεις για να παρασκευάζει στα δικά της εργοστάσια τους μικροεπεξεργαστές που αυτές σχεδιάζουν. Παράλληλα ανακοίνωσε πως τα προβλήματα που είχαν παρουσιαστεί κατά την υιοθέτηση της πιο σύγχρονης τεχνολογίας παραγωγής microchips ανήκουν πλέον στο παρελθόν.

Το σχέδιο είναι εξαιρετικά φιλόδοξο γιατί στην ουσία σημαίνει πως η Intel θα προσπαθήσει να πρωταγωνιστήσει σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας microchips, και να ανταγωνιστεί στα ίσια τους μεγάλους Ασιάτες παραγωγούς και κυρίως την Taiwan Semiconductor που είναι πλέον η μεγαλύτερη και πιο προηγμένη τεχνολογικά παραγωγός μικροεπεξεργαστών. Ο διαχωρισμός των δύο βασικών δραστηριοτήτων της, του σχεδιασμού και της κατασκευής μικροεπεξεργαστών, δεν περιλαμβάνεται στα σχέδια του Gelsinger, απογοητεύοντας πολλούς αναλυτές και μετόχους που θεωρούν πως αυτή η επιλογή θα είναι πιο θετική για την πορεία της μετοχής της εταιρείας.

Η χαρισματική προσωπικότητα του Gelsinger και το γεγονός πως, ως μηχανικός, παρουσίασε τις αποφάσεις του με τρόπο ενδιαφέροντα και κατανοητό, προκάλεσαν αρχικά ενθουσιασμό, κυρίως στους δημοσιογράφους που παρακολουθούν την εταιρεία και σε αρκετούς χρηματιστηριακούς αναλυτές, με αποτέλεσμα τη μεγάλη άνοδο της τιμής της μετοχής. Στο ξεκίνημα της συνεδρίασης της Τετάρτης η άνοδος πλησίασε το 6%, οδηγώντας την μετοχή σε νέα υψηλά 52 εβδομάδων.

Στη συνέχεια όμως ήρθαν οι αμφιβολίες. Το σχέδιο είναι πολύ φιλόδοξο και, αν πετύχει, θα ξαναφέρει την εταιρεία στο προσκήνιο. Πολύ φιλόδοξο σημαίνει όμως και πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του, ειδικά όταν «αντίπαλοι» της είναι οι μεγάλες ασιατικές εταιρείες όπως η Taiwan Semiconductor και η Samsung. Οι  πολύ μεγάλες επενδύσεις που θα απαιτηθούν μπορεί να αδυνατίσουν την οικονομική της θέση, ενώ το γεγονός πως θα ανταγωνίζεται τις ασιατικές βιομηχανίες την ίδια στιγμή που θα είναι και πελάτης τους, μπορεί να δημιουργήσει τριβές με αυτές.

Ένα άλλο προβληματικό σημείο έχει να κάνει με τον φόβο των δικών της πελατών πως σε περιπτώσεις που οι συνθήκες στην αγορά δυσκολεύουν, η Intel μπορεί να δώσει προτεραιότητα στην κατασκευή των δικών της microchips και να «ρίξει» τους πελάτες της. Αυτοί οι προβληματισμοί, σε συνδυασμό με την απογοήτευση όσων επιθυμούν τον διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της Intel, οδήγησαν τελικά τη μετοχή σε πτώση στο τέλος της συνεδρίασης.

Προφανώς δεν είναι εύκολο να προβλέψουμε από τώρα την έκβαση της νέας προσπάθειας της εταιρείας, ιδίως όταν ξέρουμε πως η κατασκευή ενός εργοστασίου κρατάει από 2 έως 3 χρόνια και η εξέλιξη ενός νέου τύπου microchip μπορεί να απαιτήσει ακόμα περισσότερο χρόνο. Υποπτευόμαστε όμως πως η αντίδραση είναι υπερβολικά αρνητική και η μετοχή σύντομα θα επιστρέψει σε πιο θετική πορεία.

Αφήνοντας λίγο πίσω τη χρηματιστηριακή οπτική, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε πως η αναγγελία της κατασκευής νέων εργοστασίων, και μάλιστα στις Η.Π.Α., φαίνεται η πιο κατάλληλη αντίδραση στις μεγάλες ελλείψεις μικροεπεξεργαστών που παρατηρούνται εδώ και τρεις μήνες και εντείνονται συνεχώς.

Όλο και περισσότερες αυτοκινητοβιομηχανίες και βιομηχανίες τηλεπικοινωνιακού υλικού αδυνατούν να προμηθευθούν τα «τσιπάκια» που είναι απαραίτητα για τα προϊόντα τους και αναγκάζονται να μειώσουν την παραγωγή τους ή/και να κλείσουν κάποια εργοστάσιά τους. Ο Gelsinger πρόβλεψε πως αυτές οι ελλείψεις θα κρατήσουν για πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε τώρα, τουλάχιστον για δύο χρόνια ακόμα.

Όπως είδαμε προ ημερών στο liberal markets (Ο παγκόσμιος πόλεμος των μικροεπεξεργαστών μόλις ξεκίνησε ), ο κόσμος αρχίζει να συνειδητοποιεί πως οι μικροεπεξεργαστές είναι απόλυτα απαραίτητοι σε όλους τους τομείς, στη βιομηχανία, την οικονομία, την άμυνα και την ασφάλεια.

Ο γνωστός ιστορικός και συγγραφέας Niall Ferguson, αναφέρει σε άρθρο του στο Bloomberg πως οι μικροεπεξεργαστές είναι το «νέο πετρέλαιο». Ένας άλλος σχολιαστής του ίδιου πρακτορείου υποστηρίζει πως η πολύ επιθετική και φιλόδοξη νέα προσπάθεια της Intel δεν έχει ως κύριο στόχο τα κέρδη αλλά την επιστροφή των Η.Π.Α. στο τιμόνι της παγκόσμιας βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών.

Συμφωνούμε απολύτως, και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο Gelsinger αναφέρθηκε πολλές φορές στις ανάγκες της Εθνικής Άμυνας και της Εθνικής Ασφάλειας των Η.Π.Α. Είναι σχεδόν βέβαιο πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των Η.Π.Α. θα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να βοηθήσει την Intel στην «αντεπίθεσή» της. Πολλά δισ δολάρια των Αμερικανών φορολογουμένων θα χρηματοδοτήσουν την κατασκευή των εργοστασίων της Intel τα επόμενα χρόνια, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη σημασία που δίνει ο πρόεδρος Biden στη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών.

Ο Warren Buffet συνηθίζει να λέει πως «για περισσότερο από 200 χρόνια κανείς δεν κέρδισε ποντάροντας εναντίον των Η.Π.Α.». Ο Gelsinger θα ήθελε πολύ να αποδείξει πως ο Buffet έχει ακόμα δίκιο.

Αν τα καταφέρει, και οι πιθανότητες δεν είναι μικρές, οι Η.Π.Α. θα αισθάνονται σίγουρα πιο ισχυρές και πιο ασφαλείς και οι μέτοχοι της εταιρείας θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, πολύ χαρούμενοι.