Η Ελλάδα «κερδίζει» τους οίκους - Πότε θα έρθουν νέες αναβαθμίσεις

Η Ελλάδα «κερδίζει» τους οίκους - Πότε θα έρθουν νέες αναβαθμίσεις

Τι κι αν το ελληνικό χρέος προβλέπεται να φτάσει στο 204,8% του ΑΕΠ το 2021 και το έλλειμμα στο 9,9% του ΑΕΠ; Η Ελλάδα «κερδίζει» τους οίκους αξιολόγησης με την οικονομική της διαχείριση και την προσήλωση στην προσέλκυση επενδύσεων, θέτοντας τις βάσεις για επίτευξη της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας, ακόμη και μέσα στο 2022.

Παρά το γεγονός ότι η μεταβλητότητα παραμένει σε υψηλό επίπεδο σχετικά με την εξέλιξη της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, η DBRS Morningstar εκτιμά ότι η Ελλάδα θα παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική εξυγίανση, όταν οι επιπτώσεις της πανδημίας υποχωρήσουν, θα φτάσει σε έλλειμμα 3,1% το 2022 και στη συνέχεια θα συμμορφωθεί πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών θεσμών, όταν οι κανόνες επανέλθουν.

Η Ελλάδα δεν είναι πια το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης αλλά μία χώρα που έχει βάλει σε τάξη τα οικονομικά της και εμφανίζει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης την επόμενη πενταετία. Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον, αμερικανικό πλέον, οίκο αξιολόγησης DBRS το βράδυ της Παρασκευής, ήταν η τέταρτη στη σειρά για τη χώρα μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Σε μία περίοδο που οι περισσότερες χώρες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την υποβάθμιση η Ελλάδα είδε μόνο αναβαθμίσεις. Η DBRS είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης στον κόσμο, ο οποίος έχει ανεβάσει τις μετοχές του από το 2019, όταν εξαγοράστηκε από τον γίγαντα Morningstar, έναντι 700 εκατ. δολαρίων, ενώ η «ετυμηγορία» του λαμβάνεται υπόψη από την ΕΚΤ για την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων.

Η κίνηση της DBRS «ισοφαρίζει» τη βαθμολογία που δίνει η S&P (ΒΒ με θετικές προοπτικές) στο ελληνικό αξιόχρεο και φέρνει πιο κοντά την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, η επίτευξη της οποίας θα ξεκλειδώσει σημαντικές εισροές επενδυτικών κεφαλαίων από τα μεγαλύτερα κρατικά funds και συνταξιοδοτικά ταμεία του πλανήτη.

Σήμερα η Ελλάδα χρειάζεται να ανέβει ακόμη δύο σκαλοπάτια. Αρχικά στο «ΒΒ+» και μετά στο «BBB-» που είναι η χαμηλότερη βαθμολογία της επενδυτικής βαθμίδας. Μπορεί, βέβαια, να γίνει και κάποια έκπληξη στην πορεία με διπλή αναβάθμιση που θα έδινε αυτομάτως στη χώρα μας την επενδυτική βαθμίδα, όμως για να γίνει αυτό θα πρέπει να σημειωθεί μεγάλη πρόοδος σε συγκεκριμένα πεδία.

Μέσα στο 2021 αναμένονται ακόμη δύο ανακοινώσεις. Μία της S&P τον Οκτώβριο και μία της Moody’s τον Νοέμβριο. Η S&P δύσκολα θα προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση, μετά την απόφαση-έκπληξη του περασμένου Απριλίου. Άλλωστε, στο σημείο που βρίσκονται σήμερα οι βαθμολογίες της Ελλάδας, πρέπει πρώτα να σημειωθεί η προαναφερόμενη πρόοδος για να πατήσουν οι οίκοι το κουμπί της αναβάθμισης.

Δεν είναι απίθανο, ωστόσο, να έρθει μία αναβάθμιση από τη Moody’ s, καθώς το «Ba3» που δίνει αντιστοιχεί σε «ΒΒ-» των υπόλοιπων οίκων και επομένως είναι ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα.

Τα ζητήματα που θα φέρουν την αναβάθμιση μέσα στο 2022 είναι τα εξής:

η υλοποίηση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης

η σύνεση στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, μετά την αναγκαστική χαλάρωση για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, και

η περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών.

Όλοι οι οίκοι θα εξετάσουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας δύο φορές μέσα στο 2022. Αυτό σημαίνει ότι αν φέτος δεν υπάρξει άλλη αναβάθμιση ή απλώς μία «διορθωτική» από τη Moody’s, δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχουμε το στόχο της επενδυτικής βαθμίδας πριν το 2023.

Ένας ακόμη καταλύτης είναι το χρέος. Μόλις οι οίκοι διαπιστώσουν ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης οδηγούν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά, σίγουρα θα εξετάσουν μία ακόμη αναβάθμιση. Η DBRS, μάλιστα, τονίζει ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών, το χρέος ενώ αυξήθηκε στο 205,6% του ΑΕΠ το 2020, θα υποχωρήσει στο 189,5% το 2022. Επομένως μέσα στο επόμενο έτος θα υπάρξει μία ευκαιρία αναβάθμισης.

Και αυτό γιατί η Ελλάδα ωφελείται από το εξαιρετικό προφίλ χρέους που διαθέτει: ο επίσημος τομέας κατέχει το 80% του ελληνικού χρέους, το συνολικό μεσο-μακροπρόθεσμο επιτόκιο είναι στο 1,4%, πολύ χαμηλότερα από άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η μέση διάρκεια του χρέους είναι 21 έτη, με το 90% να έχει σταθερό επιτόκιο.